«Ο Μαραντόνα ήταν ανέκαθεν το αφεντικό. Η πανίσχυρη προσωπικότητα γύρω από την οποία μαζεύονταν και ακολουθούσαν όλοι, όσο σπουδαίοι κι αν ήταν αυτοί οι όλοι. Εκείνος το έπαιρνε πάνω του και είχε την ευθύνη για τα καλά και τις αποτυχίες. ». Ετσι εξήγησε κάποτε ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, εκλέκτορας της Αργεντινής στην κατάκτηση του Μουντιάλ του 1978 και μετέπειτα κόουτς του Μαραντόνα στη Μπαρτσελόνα.
"Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά"
Η Αργεντινή βίωνε την ευφορία του περονισμού. Οι γονείς του, δεν γνώρισαν την άνετη ζωή. Μη αναγνωρισμένα παιδιά και οι δύο, λόγω περίπλοκων οικογενειακών αποφάσεων, συνηθισμένων στις φτωχογειτονιές της χώρας. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα "Τσιτόρο" πήρε το επώνυμο της μητέρας του, διότι ο δικός του πατέρας δεν τον αναγνώριζε. Η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο, από την πλευρά της, αναγνωρίστηκε από τον πατέρα της, Ατανάνσιο Ραμόν Εδίστο Φράνκο μόνο όταν εκείνη συμπλήρωσε τα 18 της. Μεγάλωσαν μαζί, στην πόλη Εσκίνα, βορειοανατολικά της περιφέρειας Κοριέντες, στις όχθες του ομόνυμου ποταμού, με τα σπίτια τους να απέχουν μόλις 200 μέτρα. Το 1950, ο Δον Ντιέγκο και η Δόνα Τότα αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Μπουένος Άιρες, παρασυρόμενοι από τα ελκυστικά διαγγέλματα των Περόν, που με τη σειρά τους είχαν ερωτευτεί μοντέλα συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα των Αδόλφου Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι. Ο θάνατος της Έβας Περόν το 1952 και η κοινωνική και ψυχολογική κατάρρευση που επέφερε στη χώρα, οδήγησε σταδιακά σε μία ραγδαία πολιτική αλλαγή σε κυβερνητικό επίπεδο. Τρία χρόνια αργότερα, το στρατιωτικό καθεστώς ανέτρεπε τον Χουάν Περόν και αναλάμβανε τις τύχες του κράτους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η οικογένεια Μαραντόνα άρχισε να πληθαίνει σε μέλη. Μετά από πέντε κορίτσια, μάλιστα, στις 30 Οκτωβρίου του 1960, στο νοσοκομείο "Policlínico Evita", είδε το πρώτο φως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα Φράνκο. Οι συνθήκες οδήγησαν την οικογένεια σε ακόμα μία μετακόμιση. Η παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, στα νότια προάστια της πρωτεύουσας της Αργεντινής, θα αποτελούσε την πρώτη έδρα στην οποία θα αγωνιζόταν ο Ντιεγκίτο. Αγώνας επιβίωσης, με την πιο κυριολεκτική έννοια που θα μπορούσε να υπάρξει.
Η Αργεντινή βίωνε την ευφορία του περονισμού. Οι γονείς του, δεν γνώρισαν την άνετη ζωή. Μη αναγνωρισμένα παιδιά και οι δύο, λόγω περίπλοκων οικογενειακών αποφάσεων, συνηθισμένων στις φτωχογειτονιές της χώρας. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα "Τσιτόρο" πήρε το επώνυμο της μητέρας του, διότι ο δικός του πατέρας δεν τον αναγνώριζε. Η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο, από την πλευρά της, αναγνωρίστηκε από τον πατέρα της, Ατανάνσιο Ραμόν Εδίστο Φράνκο μόνο όταν εκείνη συμπλήρωσε τα 18 της. Μεγάλωσαν μαζί, στην πόλη Εσκίνα, βορειοανατολικά της περιφέρειας Κοριέντες, στις όχθες του ομόνυμου ποταμού, με τα σπίτια τους να απέχουν μόλις 200 μέτρα. Το 1950, ο Δον Ντιέγκο και η Δόνα Τότα αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Μπουένος Άιρες, παρασυρόμενοι από τα ελκυστικά διαγγέλματα των Περόν, που με τη σειρά τους είχαν ερωτευτεί μοντέλα συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα των Αδόλφου Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι. Ο θάνατος της Έβας Περόν το 1952 και η κοινωνική και ψυχολογική κατάρρευση που επέφερε στη χώρα, οδήγησε σταδιακά σε μία ραγδαία πολιτική αλλαγή σε κυβερνητικό επίπεδο. Τρία χρόνια αργότερα, το στρατιωτικό καθεστώς ανέτρεπε τον Χουάν Περόν και αναλάμβανε τις τύχες του κράτους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η οικογένεια Μαραντόνα άρχισε να πληθαίνει σε μέλη. Μετά από πέντε κορίτσια, μάλιστα, στις 30 Οκτωβρίου του 1960, στο νοσοκομείο "Policlínico Evita", είδε το πρώτο φως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα Φράνκο. Οι συνθήκες οδήγησαν την οικογένεια σε ακόμα μία μετακόμιση. Η παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, στα νότια προάστια της πρωτεύουσας της Αργεντινής, θα αποτελούσε την πρώτη έδρα στην οποία θα αγωνιζόταν ο Ντιεγκίτο. Αγώνας επιβίωσης, με την πιο κυριολεκτική έννοια που θα μπορούσε να υπάρξει.
Δεν είχε συμπληρώσει καλά καλά τα τρία έτη, όταν ένα βράδυ περπατούσε έξω από το σπίτι της οικογένειας, ένα παράπηγμα με τσίγκους αντί για σκεπές και πλίνθους αντί για τούβλα. Το σκότος που έπνιγε την περιοχή και ένα απρόσεκτο βήμα τον έριξαν μέσα στην γούρνα που η οικογένεια χρησιμοποιούσε ως τουαλέτα. Μικρός το δέμας γαρ, ο Μαραντόνα πάλευε με λάσπες και περιττώματα που τον απειλούσαν με έναν τραγικό πνιγμό. Η φωνή του θείου του Σιρίλο, του ποδοσφαιρικού καμαριού της οικογένειας που είχε στεφθεί πρωταθλητής ως τερματοφύλακας σε τοπική ομάδα της Εσκίνα, ακούστηκε λυτρωτικά στα αυτάκια του ταραγμένου μπόμπιρα: "Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά".
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η αρχή των πάντων
Μία ατάκα που τότε εξέλαβε μόνο με την κανονική έννοιά της ο Ντιεγκίτο, αλλά που όσο περνούσε ο χρόνος και μεγάλωνε, αντιλαμβανόταν και τη μεταφορική. Η μπάλα που του χάρισε ο ξάδερφός του, Μπέτο Σάρατε, στα τρίτα γενέθλιά του, έγινε το μέσο της εφαρμογής στην προσταγή του θείου του. Με αυτήν έπαιζαν τα αδέρφια Μαραντόνα στο σπίτι, πετώντας την στον τοίχο τα βράδια που έκανε κρύο και αναγκάζονταν να μείνουν μέσα, μη έχοντας ζεστά ρούχα για να αντέξουν. Φαγητό, πάντως, υπήρχε πάντα, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Μαραντόνα στο ντοκιμαντέρ "Maradona" του διάσημου Σέρβου σκηνοθέτη, Εμίρ Κουστουρίτσα. "Ποτέ δεν έλειψε φαγητό από το τραπέζι γιατί έλειπε συνεχώς ο πατέρα μας", εξήγησε ο Μαραντόνα για τον Δον Ντιέγκο που σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6 για να πάει στο εργοστάσιο δίπλα στον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, ο οποίος αποτελούσε το άτυπο διαχωριστικό της πλούσιας με τη φτωχή πλευρά του Μπουένος Άιρες. "Όταν το φαγητό ήταν λίγο και δεν έφτανε, η μητέρα μου προσποιούταν στομαχόπονο", θυμάται συγκινημένος ο Μαραντόνα για τη μοιρασιά μιας επιπλέον μερίδας σε οκτώ παιδιά, την ώρα που η νοικοκυρά Δόνα Τότα, όπως επέτασσε η καθημερινή ιεροτελεστία, έκοβε βεντούζες στον άντρα της. "Παρότι δεν είχαμε φως τη νύχτα, παίζαμε μπάλα κι έτσι την ημέρα τα καταφέρναμε πολύ καλύτερα, ήμασταν πολύ πιο γρήγοροι", εξιστορεί ο Μαραντόνα σχετικά με τη σχέση πάθους που ανέπτυξε με το ποδόσφαιρο.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η αρχή των πάντων
Μία ατάκα που τότε εξέλαβε μόνο με την κανονική έννοιά της ο Ντιεγκίτο, αλλά που όσο περνούσε ο χρόνος και μεγάλωνε, αντιλαμβανόταν και τη μεταφορική. Η μπάλα που του χάρισε ο ξάδερφός του, Μπέτο Σάρατε, στα τρίτα γενέθλιά του, έγινε το μέσο της εφαρμογής στην προσταγή του θείου του. Με αυτήν έπαιζαν τα αδέρφια Μαραντόνα στο σπίτι, πετώντας την στον τοίχο τα βράδια που έκανε κρύο και αναγκάζονταν να μείνουν μέσα, μη έχοντας ζεστά ρούχα για να αντέξουν. Φαγητό, πάντως, υπήρχε πάντα, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Μαραντόνα στο ντοκιμαντέρ "Maradona" του διάσημου Σέρβου σκηνοθέτη, Εμίρ Κουστουρίτσα. "Ποτέ δεν έλειψε φαγητό από το τραπέζι γιατί έλειπε συνεχώς ο πατέρα μας", εξήγησε ο Μαραντόνα για τον Δον Ντιέγκο που σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6 για να πάει στο εργοστάσιο δίπλα στον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, ο οποίος αποτελούσε το άτυπο διαχωριστικό της πλούσιας με τη φτωχή πλευρά του Μπουένος Άιρες. "Όταν το φαγητό ήταν λίγο και δεν έφτανε, η μητέρα μου προσποιούταν στομαχόπονο", θυμάται συγκινημένος ο Μαραντόνα για τη μοιρασιά μιας επιπλέον μερίδας σε οκτώ παιδιά, την ώρα που η νοικοκυρά Δόνα Τότα, όπως επέτασσε η καθημερινή ιεροτελεστία, έκοβε βεντούζες στον άντρα της. "Παρότι δεν είχαμε φως τη νύχτα, παίζαμε μπάλα κι έτσι την ημέρα τα καταφέρναμε πολύ καλύτερα, ήμασταν πολύ πιο γρήγοροι", εξιστορεί ο Μαραντόνα σχετικά με τη σχέση πάθους που ανέπτυξε με το ποδόσφαιρο.
Ο Maradona πρωταγωνιστούσε τόσο εντός των γηπέδων όσο και εκτός. Σε ηλικία 15 ετών έπαιζε ήδη επαγγελματικά σε ομάδα της Αργεντινής. Έκανε καριέρα στην Ισπανία, με την Μπαρτσελόνα χωρίς να καταφέρει κάτι ιδιαίτερο και το 1985 με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό μεταγράφηκε στη Νάπολι. Εκεί δεν ήταν απλά ένας παίκτης, αλλά ο μεσσίας και λυτρωτής που κατάφερε να μετατρέψει μια μικρή και μέχρι τότε μάλλον μέτρια ομάδα, πρωταθλήτρια και πρωταγωνίστρια της Ευρώπης. Κατέκτησε δυο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και ένα κύπελλο Uefa(1989)....
Σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο Διαδίκτυο ποιος είναι καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών ήρθε πρώτος με 53,60% δεύτερος με 18,53% ήρθε ο Πελέ . Αντίθετα, στην ψηφοφορία των αναγνωστών του περιοδικού FIFA Magazine και της FIFA "Football family" ο Πελέ έλαβε το 72,75%, ο Αλφρέντο ντι Στέφανο το 9,75% και ο Μαραντόνα το 6%. Στην ψηφοφορία των ειδικών αθλητικογράφων ο Μαραντόνα ήρθε πέμπτος με 1214 πόντους.
Αποκηρύσσοντας την Μπαρτσελόνα
Από τα 16 του κατάφερνε να γεμίζει γήπεδα της πρώτης κατηγορίας της πατρίδας του. Η φανέλα της Αρχεντίνος Τζούνιορς κάλυπτε το τροφαντό κορμί του για πέντε χρόνια και αυτός την αντάμειψε με 116 γκολ σε 166 εμφανίσεις. Το 1981 ήταν η ώρα να ακούσει την καρδιά του. Αρχικά, αρνήθηκε την πρόταση της Ρίβερ Πλέιτ να τον καταστήσει τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη της χώρας. Ήταν ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής κ-20, οδηγώντας την "αλμπισελέστε" στον τίτλο ως αρχηγός, μετά από το "κόψιμό" του από την ανδρική ομάδα που κατέκτησε το Μουντιάλ του 1978.
Ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της χώρας, ωστόσο ήθελε να εκπληρώσει και το όνειρό του, να φορέσει τη φανέλα της λατρεμένης του Μπόκα Τζούνιορς. Στο "Μπομπονέρα" δεν κάθισε πολύ, ούτε δύο χρόνια, ωστόσο κατάφερε να πανηγυρίσει τον πρώτο και μοναδικό τίτλο του εντός των συνόρων, το πρωτάθλημα Metropolitano του 1981. Η φήμη του, όμως, ξεπερνούσε τα σύνορα. Η Μπαρτσελόνα τον "φλέρταρε" εντόνως, ωστόσο ο ηγέτης του στρατιωτικού καθεστώτος, Χόρχε Βιδέλα, δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταγραφής. Το "άρτος και θεάματα" έβρισκε άριστη εφαρμογή στη χώρα μέχρι τότε και η εξαγωγή του ποιοτικότερου ποδοσφαιρικού προϊόντος δεν έμοιαζε σοφή κίνηση. Το καθεστώς έπεσε το 1982 και η Μπόκα δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο. Οι Καταλανοί προσέφεραν 4.200.000 ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται πληθωρισμός) και έσπασαν το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής της μέχρι τότε ιστορίας. Ο Μαραντόνα βρήκε ξανά τον προπονητή που τον "έκοψε" από την αποστολή του 1978 ως ανώριμο να αναλάβει το φορτίο της φανέλας με το νούμερο 10 που δόθηκε στον Μάριο Κέμπες, αλλά και συνάμα τον προπονητή που του έδωσε τα σκήπτρα της Αργεντινής κ-20 στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και που έκανε το ίδιο και την ανδρική ομάδα στο Μουντιάλ του 1982. Ο λόγος για τον Σέζαρ Λουίς Μενότι, ο οποίος αποχώρησε από την "αλμπισελέστε" μετά από την αποτυχία του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας, αλλά παρέμεινε στη χώρα, αναλαμβάνοντας τους "μπλαουγκράνα".
Ο Μαραντόνα δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στο κλίμα. Το πολυπληθές περιβάλλον του, τα πρώτα πάρτι μέχρι πρωίας, τα ναρκωτικά που πρωτοδοκίμασε το 1983, έναν χρόνο μετά από μεγάλη καμπάνια εναντίον των ουσιών στην οποία πήρε μέρος, η ηπατίτιδα που κόλλησε και φυσικά ο περίφημος τραυματισμός του από τον "Χασάπη του Μπιλμπάο", Άντονι Γκοϊκοετσέα, επισκίασαν τα 38 γκολ σε δύο χρόνια (58 αγώνες), ένα εξ αυτών η ασύλληπτη έμπνευση του clasico στο "Σαντιάγο Μπερναμπέου" με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης ή η αριστοτεχνική λόμπα απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο UEFA.
Από τα 16 του κατάφερνε να γεμίζει γήπεδα της πρώτης κατηγορίας της πατρίδας του. Η φανέλα της Αρχεντίνος Τζούνιορς κάλυπτε το τροφαντό κορμί του για πέντε χρόνια και αυτός την αντάμειψε με 116 γκολ σε 166 εμφανίσεις. Το 1981 ήταν η ώρα να ακούσει την καρδιά του. Αρχικά, αρνήθηκε την πρόταση της Ρίβερ Πλέιτ να τον καταστήσει τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη της χώρας. Ήταν ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής κ-20, οδηγώντας την "αλμπισελέστε" στον τίτλο ως αρχηγός, μετά από το "κόψιμό" του από την ανδρική ομάδα που κατέκτησε το Μουντιάλ του 1978.
Ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της χώρας, ωστόσο ήθελε να εκπληρώσει και το όνειρό του, να φορέσει τη φανέλα της λατρεμένης του Μπόκα Τζούνιορς. Στο "Μπομπονέρα" δεν κάθισε πολύ, ούτε δύο χρόνια, ωστόσο κατάφερε να πανηγυρίσει τον πρώτο και μοναδικό τίτλο του εντός των συνόρων, το πρωτάθλημα Metropolitano του 1981. Η φήμη του, όμως, ξεπερνούσε τα σύνορα. Η Μπαρτσελόνα τον "φλέρταρε" εντόνως, ωστόσο ο ηγέτης του στρατιωτικού καθεστώτος, Χόρχε Βιδέλα, δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταγραφής. Το "άρτος και θεάματα" έβρισκε άριστη εφαρμογή στη χώρα μέχρι τότε και η εξαγωγή του ποιοτικότερου ποδοσφαιρικού προϊόντος δεν έμοιαζε σοφή κίνηση. Το καθεστώς έπεσε το 1982 και η Μπόκα δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο. Οι Καταλανοί προσέφεραν 4.200.000 ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται πληθωρισμός) και έσπασαν το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής της μέχρι τότε ιστορίας. Ο Μαραντόνα βρήκε ξανά τον προπονητή που τον "έκοψε" από την αποστολή του 1978 ως ανώριμο να αναλάβει το φορτίο της φανέλας με το νούμερο 10 που δόθηκε στον Μάριο Κέμπες, αλλά και συνάμα τον προπονητή που του έδωσε τα σκήπτρα της Αργεντινής κ-20 στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και που έκανε το ίδιο και την ανδρική ομάδα στο Μουντιάλ του 1982. Ο λόγος για τον Σέζαρ Λουίς Μενότι, ο οποίος αποχώρησε από την "αλμπισελέστε" μετά από την αποτυχία του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας, αλλά παρέμεινε στη χώρα, αναλαμβάνοντας τους "μπλαουγκράνα".
Ο Μαραντόνα δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στο κλίμα. Το πολυπληθές περιβάλλον του, τα πρώτα πάρτι μέχρι πρωίας, τα ναρκωτικά που πρωτοδοκίμασε το 1983, έναν χρόνο μετά από μεγάλη καμπάνια εναντίον των ουσιών στην οποία πήρε μέρος, η ηπατίτιδα που κόλλησε και φυσικά ο περίφημος τραυματισμός του από τον "Χασάπη του Μπιλμπάο", Άντονι Γκοϊκοετσέα, επισκίασαν τα 38 γκολ σε δύο χρόνια (58 αγώνες), ένα εξ αυτών η ασύλληπτη έμπνευση του clasico στο "Σαντιάγο Μπερναμπέου" με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης ή η αριστοτεχνική λόμπα απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο UEFA.
Η σχέση του Μαραντόνα με τη Μαφία
Η μεταγραφή του Μαραντόνα στη Νάπολι έναντι του ποσού ρεκόρ (ξανά) των 7.000.000 ευρώ άνοιξε νέους ορίζοντες στον Αργεντινό. Ορίζοντες αγωνιστικούς και εξωαγωνιστικούς, αφού πλέον θα έμενε σε μία πόλη που θύμιζε περισσότερο το Μπουένος Άιρες, με κατοίκους και νοοτροπία που θα μπορούσε να ταυτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους Καταλανούς. Ο Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι είχε ενώσει πολιτικά την Ιταλία το 1861, ωστόσο ενάμιση αιώνα αργότερα, η χώρα δεν είχε ομογενοποιηθεί στους υπόλοιπους τομείς. Ο πλούσιος Βορράς είχε αποκοπεί από τον παρατημένο Νότο. Το οικονομικό χάσμα ήταν "κολοσσιαίο" σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το τρίγωνο του καπιταλιστικού βορρά Μιλάνο, Τορίνο, Γένοβα, είχε πανηγυρίσει 33 πρωταθλήματα σε 39 σεζόν. Η Νάπολι, η μεγαλύτερη ομάδα του Νότου, είχε τοποθετήσει στην τροπαιοθήκη της μόλις δύο κύπελλα και κάθε φορά που ανέβαινε στο βόρειο τμήμα της χώρας για αγώνες, οι φίλαθλοι της άκουγαν προσβολές όπως "πλυθείτε" και "Βεζούβιε κάψτους". Κι όμως, αυτή η ομάδα ήταν που αγόρασε τον 23χρονο Μαραντόνα, δαπανώντας ένα ποσό ρεκόρ για την εποχή. Ένα ποσό που δεν υπήρχε στα ταμεία της ομάδας. Αυτό επεσήμανε και ο Γάλλος δημοσιογράφος Αλέν Σαϊγιού, αψηφώντας την παρουσίαση του ποδοσφαιριστή με ελικόπτερο μπροστά σε 70.000 κόσμο στο "Σαν Πάολο". Ο Μαραντόνα δεν απάντησε στην ερώτηση της συνέντευξης Τύπου είτε επειδή δεν την κατάλαβε είτε επειδή έτσι επέλεξε. Η πρώτη επαφή του με την Καμόρα, τη Μαφία της Νάπολης, μοιάζει με ακούσια, εάν ευσταθούν οι φήμες ότι τα χρήματα της μεταγραφής δεν συγκεντρώθηκαν από τις τράπεζες της πόλης, αλλά από την εγκληματική οργάνωση. Η συνέχεια θα ήταν διαφορετική... Ο Μαραντόνα συμμετείχε στον σχεδιασμό του συλλόγου, μαζί με τον νέο προπονητή, Οτάβιο Μπιάνκι, καθώς και τον πρόεδρο Κοράντο Φερλάινο. Οι "παρτενοπέι" απέκτησαν ορισμένους εξαίσιους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ταίριαξαν και στη αδιαπραγμάτευτη φιλοσοφία της ομάδας, η οποία έπαιζε για το αστέρι της. Με αυτήν την νοοτροπία, η Νάπολι κατάφερε να φτάσει στο θαύμα του 1986-1987, στο πρώτο σκουντέτο της ιστορίας της. Η ισοπαλία με τη Φιορεντίνα μία αγωνιστική πριν από τη λήξη της σεζόν βρέθηκε τους "παρτενοπέι" πάνω από τη Γιουβέντους, τη Μίλαν, την Ίντερ και τη Ρόμα, πάνω από όλες τις ομάδες του κορυφαίου πρωταθλήματος της εποχής. Οι πρωτοφανείς πανηγυρισμοί διήρκεσαν μία εβδομάδα. Κάθε βράδυ στηνόταν πάρτι στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώ είχαν στηθεί ήδη τα πρώτα στιχάκια απόλυτης λατρείας για τον Μαραντόνα. Σιγά σιγά, η πόλη αποκτούσε άρρηκτους δεσμούς με τον Αργεντινό και την ομάδα, η οποία έφτασε σε σημείο να καθοδηγεί τα έσοδα των περισσοτέρων επιχειρήσεων της Νάπολης. Ο Μαραντόνα, εθισμένος στην κοκαΐνη πλέον, όπως παραδέχθηκε πολλάκις μετά από χρόνια, φέρεται να υπήρξε ο νούμερο ένα σύνδεσμος με τη Μαφία. Οι "σκοτεινοί" δεσμοί κάλυπταν τις ανάγκες και των δύο πλευρών και ο Μαραντόνα συνέχισε να είναι ο τοπικός θεός, όσο κι αν αντιδρούσε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις λατρείας. "Δεν μπορώ να καταλάβω πώς με βάζουν πάνω από τον θεό ή τη μητέρα τους, δεν συμφωνώ", δήλωνε εκείνη την εποχή για τους Ναπολιτάνους, ενώ σε άλλη συνέντευξη υποστήριζε ότι η πόλη δεν είναι η πιο όμορφη του κόσμου και ότι οι κάτοικοι είχαν ελαττώματα, όμως δεν θα τους τα άλλαζε αυτός που ήρθε από το Μπουένος Άιρες. Ο Μαραντόνα πάντα μιλούσε ανοιχτά για οποιοδήποτε θέμα και οι Ναπολιτάνοι δεν του κράτησαν κακία, αφού "δεν μπορείς να ασκήσεις κριτική στον θεό", υποστήριζαν, έστω κι αν τον χαρακτήρισαν "αλαζόνα".
Η μεταγραφή του Μαραντόνα στη Νάπολι έναντι του ποσού ρεκόρ (ξανά) των 7.000.000 ευρώ άνοιξε νέους ορίζοντες στον Αργεντινό. Ορίζοντες αγωνιστικούς και εξωαγωνιστικούς, αφού πλέον θα έμενε σε μία πόλη που θύμιζε περισσότερο το Μπουένος Άιρες, με κατοίκους και νοοτροπία που θα μπορούσε να ταυτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους Καταλανούς. Ο Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι είχε ενώσει πολιτικά την Ιταλία το 1861, ωστόσο ενάμιση αιώνα αργότερα, η χώρα δεν είχε ομογενοποιηθεί στους υπόλοιπους τομείς. Ο πλούσιος Βορράς είχε αποκοπεί από τον παρατημένο Νότο. Το οικονομικό χάσμα ήταν "κολοσσιαίο" σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το τρίγωνο του καπιταλιστικού βορρά Μιλάνο, Τορίνο, Γένοβα, είχε πανηγυρίσει 33 πρωταθλήματα σε 39 σεζόν. Η Νάπολι, η μεγαλύτερη ομάδα του Νότου, είχε τοποθετήσει στην τροπαιοθήκη της μόλις δύο κύπελλα και κάθε φορά που ανέβαινε στο βόρειο τμήμα της χώρας για αγώνες, οι φίλαθλοι της άκουγαν προσβολές όπως "πλυθείτε" και "Βεζούβιε κάψτους". Κι όμως, αυτή η ομάδα ήταν που αγόρασε τον 23χρονο Μαραντόνα, δαπανώντας ένα ποσό ρεκόρ για την εποχή. Ένα ποσό που δεν υπήρχε στα ταμεία της ομάδας. Αυτό επεσήμανε και ο Γάλλος δημοσιογράφος Αλέν Σαϊγιού, αψηφώντας την παρουσίαση του ποδοσφαιριστή με ελικόπτερο μπροστά σε 70.000 κόσμο στο "Σαν Πάολο". Ο Μαραντόνα δεν απάντησε στην ερώτηση της συνέντευξης Τύπου είτε επειδή δεν την κατάλαβε είτε επειδή έτσι επέλεξε. Η πρώτη επαφή του με την Καμόρα, τη Μαφία της Νάπολης, μοιάζει με ακούσια, εάν ευσταθούν οι φήμες ότι τα χρήματα της μεταγραφής δεν συγκεντρώθηκαν από τις τράπεζες της πόλης, αλλά από την εγκληματική οργάνωση. Η συνέχεια θα ήταν διαφορετική... Ο Μαραντόνα συμμετείχε στον σχεδιασμό του συλλόγου, μαζί με τον νέο προπονητή, Οτάβιο Μπιάνκι, καθώς και τον πρόεδρο Κοράντο Φερλάινο. Οι "παρτενοπέι" απέκτησαν ορισμένους εξαίσιους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ταίριαξαν και στη αδιαπραγμάτευτη φιλοσοφία της ομάδας, η οποία έπαιζε για το αστέρι της. Με αυτήν την νοοτροπία, η Νάπολι κατάφερε να φτάσει στο θαύμα του 1986-1987, στο πρώτο σκουντέτο της ιστορίας της. Η ισοπαλία με τη Φιορεντίνα μία αγωνιστική πριν από τη λήξη της σεζόν βρέθηκε τους "παρτενοπέι" πάνω από τη Γιουβέντους, τη Μίλαν, την Ίντερ και τη Ρόμα, πάνω από όλες τις ομάδες του κορυφαίου πρωταθλήματος της εποχής. Οι πρωτοφανείς πανηγυρισμοί διήρκεσαν μία εβδομάδα. Κάθε βράδυ στηνόταν πάρτι στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώ είχαν στηθεί ήδη τα πρώτα στιχάκια απόλυτης λατρείας για τον Μαραντόνα. Σιγά σιγά, η πόλη αποκτούσε άρρηκτους δεσμούς με τον Αργεντινό και την ομάδα, η οποία έφτασε σε σημείο να καθοδηγεί τα έσοδα των περισσοτέρων επιχειρήσεων της Νάπολης. Ο Μαραντόνα, εθισμένος στην κοκαΐνη πλέον, όπως παραδέχθηκε πολλάκις μετά από χρόνια, φέρεται να υπήρξε ο νούμερο ένα σύνδεσμος με τη Μαφία. Οι "σκοτεινοί" δεσμοί κάλυπταν τις ανάγκες και των δύο πλευρών και ο Μαραντόνα συνέχισε να είναι ο τοπικός θεός, όσο κι αν αντιδρούσε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις λατρείας. "Δεν μπορώ να καταλάβω πώς με βάζουν πάνω από τον θεό ή τη μητέρα τους, δεν συμφωνώ", δήλωνε εκείνη την εποχή για τους Ναπολιτάνους, ενώ σε άλλη συνέντευξη υποστήριζε ότι η πόλη δεν είναι η πιο όμορφη του κόσμου και ότι οι κάτοικοι είχαν ελαττώματα, όμως δεν θα τους τα άλλαζε αυτός που ήρθε από το Μπουένος Άιρες. Ο Μαραντόνα πάντα μιλούσε ανοιχτά για οποιοδήποτε θέμα και οι Ναπολιτάνοι δεν του κράτησαν κακία, αφού "δεν μπορείς να ασκήσεις κριτική στον θεό", υποστήριζαν, έστω κι αν τον χαρακτήρισαν "αλαζόνα".
Το Μουντιάλ του Μεξικού το 1986, απογείωσε τη φήμη και καθιέρωσε το ποδοσφαιρικό μύθο του. 22 Ιουνίου 1986. Ημιτελικός μεταξύ Αργεντινής και Αγγλίας. Στο 51’ λεπτό σκόραρε με το χέρι και έδωσε προβάδισμα στη χώρα του, αφού ο διαιτητής και ο επόπτης δεν είδαν την παράβαση. Ο Μαραντόνα πανηγύρισε σαν αν είχε σκοράρει κανονικά! Λίγα λεπτά μετά, στο 54’, ξεκινάει μια κούρσα από το κέντρο του γηπέδου και σκοράρει το καλύτερο γκολ που έχει μπει ποτέ. Σε 10 δευτερόλεπτα διήνυσε περίπου 60 μέτρα και πέρασε όλη την αντίπαλη άμυνα, ακόμη και τον τερματοφύλακα. Αποθέωση. Ναι, αν το προηγούμενο γκολ μπήκε με το χέρι, τότε ήταν το χέρι του θεού της μπάλας, που δεν άφησε κανένα περιθώριο να αμφισβητήσουν την αξία του. Εξωγηπεδική συμπεριφορά Ωστόσο, όσο καλός ήταν μέσα στο γήπεδο τόσο κακός ήταν εκτός. Στο Μουντιάλ του 1990 κατάφερε να διχάσει μια ολόκληρη χώρα μιλώντας για τις κοινωνικές ανισότητες Βορά και Νότου στην Ιταλία. Το διάστημα που αγωνιζόταν στην Ισπανία, τη δεκαετία του ’80, εθίστηκε στην κοκαΐνη και αποκλείστηκε για 15 μήνες από αγώνες. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1991, αποκλείστηκε ξανά, όταν βγήκε θετικός σε έλεγχο για χρήση εφεδρίνης. Τα επεισόδια με τον Τύπο, τους παράγοντες και τους αντιπάλους δεν είχαν τελειωμό, ενώ ακουγόταν ότι στη Νάπολη είχε σχέσεις και με τη μαφία. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας δεν σταμάτησε να προκαλεί. Η χρήση της κοκαΐνης του προκάλεσε δυο καρδιακά επεισόδια, ενώ το 2004, όταν έκανε το δεύτερο bypass έπασχε πια και από παχυσαρκία.
Το 2007 διαγνώσθηκε με πρόβλημα ηπατίτιδας προκαλούμενη από την κατάχρηση αλκοόλ. Τότε οι φήμες περί θανάτου ξεκίνησαν να διαδίδονται πολύ γρήγορα και η οικογένειά του αναγκάστηκε να κάνει διάψευση. Τα μπλεξίματά του έξω από τα γήπεδα δεν πέρασαν απαρατήρητα Η σχέση του με τους δημοσιογράφους Ουκ ολίγες φορές έχει εμπλακεί σε καυγά με δημοσιογράφους. Πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2015, σε αγώνα επίδειξης, χτύπησε έναν κάμεραμαν που τον βιντεοσκοπούσε. Παλιότερα, κι ενώ βρισκόταν σε θέατρο με το γιο του τον ακολούθησαν δημοσιογράφοι. Αφού μίλησε για λίγο, βγήκε από το αυτοκίνητο και χαστούκισε έναν εξ αυτών. Αλλά δεν τσακώνεται μόνο με δημοσιογράφους. Έξω από νυχτερινό μαγαζί, χωρίς λόγο, όπως ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες, επιτέθηκε σε δύο άνδρες. Όταν αυτοί απάντησαν στα χτυπήματα ο Ντιεγκίτο τους κυνήγησε. Βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Φαινόμενο συνηθισμένο για τον μεγάλο σταρ. Στις 30 Οκτωβρίου του 2016, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα θα γίνει 56 χρόνων. Τα χρόνια έχουν περάσει. Τα κατορθώματά του όμως στο γήπεδο δεν ξεχνιούνται. Ούτε βέβαια η ασταθής συμπεριφορά του που τον φέρνει συχνά στη δημοσιότητα. Ωστόσο, αν και μεγάλος παίκτης δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πρότυπο και το μόνο παράδειγμα που δίνει, είναι το προς αποφυγή. Έχει καταφέρει πάντως να τον συγχωρεί ο κόσμος και να του δείχνει σε κάθε ευκαιρία αγάπη και εκτίμηση. Και αυτό είναι η μεγαλύτερη «περιουσία» που δημιούργησε όσο έπαιζε ποδόσφαιρο....
Ο γάμος
Ο γάμος με τον εφηβικό έρωτα Κλαούντια Βιγιαφάνε, κι ενώ είχαν γεννηθεί ήδη οι δύο κόρες τους, Ντάλμα και Τζιανίνα, πραγματοποιήθηκε στο Μπουένος Άιρες και κόστισε περίπου 2.700.000 ευρώ, με τον Μαραντόνα εκείνη την εποχή να εισπράττει 7.200.000 ευρώ ετησίως, εκ των οποίων μόλις τα 1.500.000 ευρώ προέρχονταν από το συμβόλαιο με την ομάδα. Στο μυστήριο που πραγματοποιήθηκε στη μεγαλύτερη εκκλησία της πρωτεύουσας της Αργεντινής παρευρέθηκαν 1.200 καλεσμένοι, στη γαμήλια τούρτα είχαν κρυφτεί 99 χρυσά δαχτυλίδια, ενώ η ορχήστρα του γλεντιού απαριθμούσε 80 μέλη. Το ζευγάρι αποχώρησε, δε, με μία Rolls-Royce Phantom III, η οποία φημολογείται ότι ανήκε στον Γιόζεφ Γκέμπελς.
Η συγκλονιστική εξομολόγηση για την κοκαΐνη
Χρήστης κοκαΐνης από το 1983 μέχρι και το 2004, εθισμένος στα χρόνια της Νάπολι, ο Μαραντόνα υπέστη δύο φορές καρδιακό επεισόδιο εξαιτίας υπερβολικής δόσης. Η δεύτερη και πιο σοβαρή φορά, το 2004, μπήκε σε μηχανική υποστήριξη κι έξω από το νοσοκομείο είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες θαυμαστές του για να προσεχθούν. Η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη, ωστόσο κατάφερε να βγει ζωντανός. Οι επισκέψεις του στην Κούβα για αποτοξίνωση δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και μετά από το τελευταίο περιστατικό, η οικογένειά του ανέλαβε την κηδεμονία του και του απαγόρεψε να επιστρέψει στην Αβάνα. Την ίδια περίοδο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας, με συνέπεια να υποβληθεί σε γαστρικό bypass και για τρεις μήνες να αρκείται σε χυλωμένες τροφές για να χάσει βάρος. Τον Μάρτιο του 2007 βρέθηκε ξανά στο νοσοκομείο, αυτήν τη φορά με πρόβλημα ηπατίτιδας και κατάχρησης αλκοόλ. Πήρε εξιτήριο, όμως διακομίστηκε ξανά δύο ημέρες μετά, με συνέπεια να αρχίσουν οι φήμες περί θανάτου και οι κόρες του να βγαίνουν σε τηλεοπτικές εκπομπές για διαψεύσεις. Μία ημέρα μετά από το δεύτερο εξιτήριο, ανακοίνωσε ότι σταματάει τις καταχρήσεις και ότι συμπλήρωνε ήδη 2,5 χρόνια μακριά από τα ναρκωτικά.
Ο γάμος με τον εφηβικό έρωτα Κλαούντια Βιγιαφάνε, κι ενώ είχαν γεννηθεί ήδη οι δύο κόρες τους, Ντάλμα και Τζιανίνα, πραγματοποιήθηκε στο Μπουένος Άιρες και κόστισε περίπου 2.700.000 ευρώ, με τον Μαραντόνα εκείνη την εποχή να εισπράττει 7.200.000 ευρώ ετησίως, εκ των οποίων μόλις τα 1.500.000 ευρώ προέρχονταν από το συμβόλαιο με την ομάδα. Στο μυστήριο που πραγματοποιήθηκε στη μεγαλύτερη εκκλησία της πρωτεύουσας της Αργεντινής παρευρέθηκαν 1.200 καλεσμένοι, στη γαμήλια τούρτα είχαν κρυφτεί 99 χρυσά δαχτυλίδια, ενώ η ορχήστρα του γλεντιού απαριθμούσε 80 μέλη. Το ζευγάρι αποχώρησε, δε, με μία Rolls-Royce Phantom III, η οποία φημολογείται ότι ανήκε στον Γιόζεφ Γκέμπελς.
Η συγκλονιστική εξομολόγηση για την κοκαΐνη
Χρήστης κοκαΐνης από το 1983 μέχρι και το 2004, εθισμένος στα χρόνια της Νάπολι, ο Μαραντόνα υπέστη δύο φορές καρδιακό επεισόδιο εξαιτίας υπερβολικής δόσης. Η δεύτερη και πιο σοβαρή φορά, το 2004, μπήκε σε μηχανική υποστήριξη κι έξω από το νοσοκομείο είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες θαυμαστές του για να προσεχθούν. Η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη, ωστόσο κατάφερε να βγει ζωντανός. Οι επισκέψεις του στην Κούβα για αποτοξίνωση δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και μετά από το τελευταίο περιστατικό, η οικογένειά του ανέλαβε την κηδεμονία του και του απαγόρεψε να επιστρέψει στην Αβάνα. Την ίδια περίοδο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας, με συνέπεια να υποβληθεί σε γαστρικό bypass και για τρεις μήνες να αρκείται σε χυλωμένες τροφές για να χάσει βάρος. Τον Μάρτιο του 2007 βρέθηκε ξανά στο νοσοκομείο, αυτήν τη φορά με πρόβλημα ηπατίτιδας και κατάχρησης αλκοόλ. Πήρε εξιτήριο, όμως διακομίστηκε ξανά δύο ημέρες μετά, με συνέπεια να αρχίσουν οι φήμες περί θανάτου και οι κόρες του να βγαίνουν σε τηλεοπτικές εκπομπές για διαψεύσεις. Μία ημέρα μετά από το δεύτερο εξιτήριο, ανακοίνωσε ότι σταματάει τις καταχρήσεις και ότι συμπλήρωνε ήδη 2,5 χρόνια μακριά από τα ναρκωτικά.
"Η κοκαΐνη, αντί να με κάνει καλύτερο, με έκανε να κλειστώ στον εαυτό μου. Και όποιες ερωτήσεις είχα, που ήθελα να κάνω στην Κλαούντια, τις κρατούσα μέσα μου και δεν ήξερα τις απαντήσεις. Μοναξιά, πίκρα, νοσταλγία, αυτά σου δίνει. Ήταν όλα μέσα στο κορμί μου, ήταν το μεγαλύτερο φορτίο μου. Η "γριά" μου θέλησε να με κάνει να σταματήσω 1.000 φορές, ήθελε να με ρωτήσει πράγματα και έφτασα να της λέω ψέματα εξαιτίας της κοκαΐνης".
"Το να βάλω γκολ μπροστά σε 100.000 κόσμο όπως με την Αγγλία, ήταν φυσιολογικό για μένα, ήταν η ζωή μου. Όταν αποτοξινώθηκα, ήμουν όπως όλοι σας, μπορούσα να σας μιλήσω. Η κοκαΐνη με έκανε χάλια. Όταν άφηναν ελεύθερο τον τίγρη, όταν έβγαινα στο γήπεδο, είχα εγώ τον έλεγχο. Ξέρεις τι παίχτης θα ήμουν αν δεν είχα πάρει κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε; Σου αφήνει μία άσχημη γεύση. Θα μπορούσα να είμαι πολύ περισσότερα. Αλήθεια, έτσι είναι. Γεννήθηκα μέσα στο ποδόσφαιρο. Ήξερα τι θα γινόμουν, αλλά δεν ήξερα ότι θα παίρνω κοκαΐνη. Ήξερα ότι θα αγόραζα σπίτι στη μητέρα μου, ότι θα παντρευόμουν και θα έκανα οικογένεια, ότι θα γύριζα τον κόσμο και ότι θα έπαιρνα τίτλο με την Αργεντινή. Τα είχα πει όταν ήμουν τόσος. Υπάρχουν σε ταινία. Τα ήξερα όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία σήμερα νιώθω τρομερά ένοχος. Ο κόσμος μπορεί να πει ότι είμαι καλά, καλύτερα από πριν, αλλά όχι μέσα μου. Ξέρω τα λάθη που έχω κάνει. Και δεν μπορώ να τα αλλάξω".
"Είχα πεθάνει. Αλλά δεν πέθανα επειδή αυτός εκεί πάνω δεν ήθελε να πεθάνω. Αλλά είχα πεθάνει. Ήταν λες και το αίμα ήταν πηγμένο και δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια μου. Ήταν τρομερό, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Θυμάμαι ότι ένιωθα πως ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Υπήρχε αυτό το πηγμένο αίμα που δεν μπορούσα να διώξω και να ξυπνήσω. Αργότερα, η Ντάλμα μου είπε ότι η Τζιανίνα μου τραβούσε την μπλούζα και έλεγε: 'Μπαμπά μην πεθάνεις γαμώτο. Μη με αφήσεις μόνη. Να μείνεις μαζί μου'. Δεν άκουγα την κόρη μου. Ήμουν σε κώμα, είχα πεθάνει. Αυτό που έγινε ήταν ότι αυτός εκεί πάνω είπε 'όχι ακόμα'".
"Θα ήμουν ευχαριστημένος εάν περνούσα χρόνο με την Ντάλμα όταν ερχόταν να με ξυπνήσει και να μην τη φοβόμουν. Η Ντάλμα ερχόταν να με ξυπνήσει κι εγώ ήμουν μαστουρωμένος. Η Τζιανίνα με χαστούκιζε και δεν ένιωθα τίποτα. Έπαιρνα ναρκωτικά. Αυτό θα με έκανε ευτυχισμένο, να έβλεπα τις κόρες μου να μεγαλώνουν όπως η σύζυγός μου. Ζηλεύω την Κλαούντια. Έζησε πολύτιμες στιγμές με την Ντάλμα και την Τζιανίνα. Τώρα, όταν τις βλέπω στο βίντεο που μου δείχνει η Κλαούντια μερικές φορές, λέω 'κοίτα τι έχασα. Τι μαλάκας ήμουν που τα έχασα όλα αυτά'".
"Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κατέστρεψα ό,τι πολυτιμότερο σε συναισθηματική αξία. Νιώθω τύψεις μέσα μου. Αυτό νιώθω σήμερα, επειδή δεν γιόρτασα ποτέ κανονικά τα γενέθλια με την Τζιανίνα, ούτε τα γενέθλια της Ντάλμα. Όταν ερχόταν η γιορτή, πήγαινα να 'φτιαχτώ'. Δεν ένιωθα τίποτα. Ήξερα ότι ήταν οι κόρες μου, αλλά δεν ένιωθα τίποτα, ότι μπορούσαμε να αγκαλιαστούμε. Ένιωθα ότι οι κόρες μου ήξεραν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Η Ντάλμα, όταν πήγαινα να τη φιλήσω, απομακρυνόταν. Η άλλη όχι, η χοντρούλα με τον χαρακτήρα της ερχόταν και με τραβούσε κι έπεφτε πάνω μου. Όμως η άλλη όχι".
"Το να βάλω γκολ μπροστά σε 100.000 κόσμο όπως με την Αγγλία, ήταν φυσιολογικό για μένα, ήταν η ζωή μου. Όταν αποτοξινώθηκα, ήμουν όπως όλοι σας, μπορούσα να σας μιλήσω. Η κοκαΐνη με έκανε χάλια. Όταν άφηναν ελεύθερο τον τίγρη, όταν έβγαινα στο γήπεδο, είχα εγώ τον έλεγχο. Ξέρεις τι παίχτης θα ήμουν αν δεν είχα πάρει κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε; Σου αφήνει μία άσχημη γεύση. Θα μπορούσα να είμαι πολύ περισσότερα. Αλήθεια, έτσι είναι. Γεννήθηκα μέσα στο ποδόσφαιρο. Ήξερα τι θα γινόμουν, αλλά δεν ήξερα ότι θα παίρνω κοκαΐνη. Ήξερα ότι θα αγόραζα σπίτι στη μητέρα μου, ότι θα παντρευόμουν και θα έκανα οικογένεια, ότι θα γύριζα τον κόσμο και ότι θα έπαιρνα τίτλο με την Αργεντινή. Τα είχα πει όταν ήμουν τόσος. Υπάρχουν σε ταινία. Τα ήξερα όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία σήμερα νιώθω τρομερά ένοχος. Ο κόσμος μπορεί να πει ότι είμαι καλά, καλύτερα από πριν, αλλά όχι μέσα μου. Ξέρω τα λάθη που έχω κάνει. Και δεν μπορώ να τα αλλάξω".
"Είχα πεθάνει. Αλλά δεν πέθανα επειδή αυτός εκεί πάνω δεν ήθελε να πεθάνω. Αλλά είχα πεθάνει. Ήταν λες και το αίμα ήταν πηγμένο και δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια μου. Ήταν τρομερό, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Θυμάμαι ότι ένιωθα πως ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Υπήρχε αυτό το πηγμένο αίμα που δεν μπορούσα να διώξω και να ξυπνήσω. Αργότερα, η Ντάλμα μου είπε ότι η Τζιανίνα μου τραβούσε την μπλούζα και έλεγε: 'Μπαμπά μην πεθάνεις γαμώτο. Μη με αφήσεις μόνη. Να μείνεις μαζί μου'. Δεν άκουγα την κόρη μου. Ήμουν σε κώμα, είχα πεθάνει. Αυτό που έγινε ήταν ότι αυτός εκεί πάνω είπε 'όχι ακόμα'".
"Θα ήμουν ευχαριστημένος εάν περνούσα χρόνο με την Ντάλμα όταν ερχόταν να με ξυπνήσει και να μην τη φοβόμουν. Η Ντάλμα ερχόταν να με ξυπνήσει κι εγώ ήμουν μαστουρωμένος. Η Τζιανίνα με χαστούκιζε και δεν ένιωθα τίποτα. Έπαιρνα ναρκωτικά. Αυτό θα με έκανε ευτυχισμένο, να έβλεπα τις κόρες μου να μεγαλώνουν όπως η σύζυγός μου. Ζηλεύω την Κλαούντια. Έζησε πολύτιμες στιγμές με την Ντάλμα και την Τζιανίνα. Τώρα, όταν τις βλέπω στο βίντεο που μου δείχνει η Κλαούντια μερικές φορές, λέω 'κοίτα τι έχασα. Τι μαλάκας ήμουν που τα έχασα όλα αυτά'".
"Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κατέστρεψα ό,τι πολυτιμότερο σε συναισθηματική αξία. Νιώθω τύψεις μέσα μου. Αυτό νιώθω σήμερα, επειδή δεν γιόρτασα ποτέ κανονικά τα γενέθλια με την Τζιανίνα, ούτε τα γενέθλια της Ντάλμα. Όταν ερχόταν η γιορτή, πήγαινα να 'φτιαχτώ'. Δεν ένιωθα τίποτα. Ήξερα ότι ήταν οι κόρες μου, αλλά δεν ένιωθα τίποτα, ότι μπορούσαμε να αγκαλιαστούμε. Ένιωθα ότι οι κόρες μου ήξεραν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Η Ντάλμα, όταν πήγαινα να τη φιλήσω, απομακρυνόταν. Η άλλη όχι, η χοντρούλα με τον χαρακτήρα της ερχόταν και με τραβούσε κι έπεφτε πάνω μου. Όμως η άλλη όχι".