Η πανέμορφη θλιμμένη αυτοκράτειρα
Η Ελισάβετ της Αυστρίας 1837 – 1898, γνωστή και με το όνομα Σίσι, υπήρξε αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας. Έγινε ένας θρύλος που οι ιστορικοί ακόμα δεν έχουν καταφέρει να ξεκαθαρίσουν για το ποιος είναι ο μύθος και ποια η πραγματικότητα. Η δούκισα Ελισάβετ Μαρία Ευγενία ήταν η δεύτερη κόρη του δούκα Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας και της Λουδοβίκας των Βίττελσμπαχ. Η Ελισάβετ μεγάλωνε στο οικογενειακό κάστρο έξω από το Μόναχο και ο καλοσυνάτος χαρακτήρας της έκανε όλους να την προσφωνούν με το χαϊδευτικό της «Σίσι». Το καλοκαίρι του 1853, η μητέρα Λουδοβίκα πήρε τις δυο της κόρες και πήγαν για διακοπές σε γνωστό αυστριακό θέρετρο της εποχής για την αριστοκρατία της Ευρώπης. Η Λουδοβίκα είχε σκοπό να γνωρίσει τη 18χρονη κόρη της Ελένη στον νεαρό και όμορφο αυτοκράτορα της Αυστρίας, Φραγκίσκο Ιωσήφ, που είχε μόλις ανέβει στον θρόνο της παντοδύναμης Αυστροουγγαρίας (1848). Ήταν εξάλλου γιος της αδελφής της αρχιδούκισσας Σοφίας, είχε λοιπόν το θάρρος να κάνει το συνοικέσιο με τον πιο περιζήτητο γαλαζοαίματο εργένη της Ευρώπης!
Ο αυτοκράτορας θαμπώθηκε όμως από τη μικρότερη κόρη της Λουδοβίκας, τη 15χρονη καλλονή Ελισάβετ, και ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε μόλις μία εβδομάδα αργότερα. Ο λαμπερός γάμος ήρθε την επόμενη χρονιά στη Βιέννη (24 Απριλίου 1854), αν και όπως θα σχολίαζε αργότερα η Σίσι, δεν έπρεπε να είχε αποδεχτεί την πρόταση γάμου, καθώς το σύντομο ειδύλλιο ήταν επεισοδιακό και ταραχώδες. Η πανέμορφη πριγκίπισσα έγινε αυτοκράτειρα της Αυστρίας. Η ζωή της φάνταζε παραμυθένια, αλλά η πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Τα πρωτόκολλα, η αυστηρή ζωή στο παλάτι, αλλά και η ραδιούργα πεθερά της, καταπίεζαν την έφηβη αυτοκράτειρα. Η νεαρή αυτοκράτειρα εκπλήρώνε τα επίσημα καθήκοντά της με τη μεγαλύτερη απροθυμία. Απεχθανόταν τις πομπώδεις τελετές και τις ίντριγκες της αυλής της Βιέννης. Στις επίσημες εκδηλώσεις αισθανόταν, σύμφωνα με ομολογία της, «σαν ένα από αυτά τα άλογα επίδειξης». Όσο περνούσε ο καιρός τόσο και υπέφερε από τη στέρηση της ελευθερίας της. Γράφει:
«Ξύπνησα σε ένα μπουντρούμι,
με αλυσίδες στα χέρια.
Η λαχτάρα μου όσο πάει και μεγαλώνει.
Ελευθερία, έφυγες μακριά μου!»
Απο τον γαμο της με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ απέκτησε 4 παιδιά: Τη Σοφία που πέθανε σε ηλικία 2 ετών, τη Γκιζέλα, τον πρίγκιπα Ροδόλφοκαι τη Μαρία Βαλέρια. Η περίοδος 1889-1898 ξεκινάει με ένα τραγικό γεγονός που συγκλόνισε τα ανάκτορα της Βιέννης και ολόκληρο το λαό. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν τη φοβερή είδηση πως ο Ροδόλφος, διάδοχος του θρόνου, και η ερωμένη του Μαρία Βετσέρα βρέθηκαν νεκροί στο κυνηγετικό περίπτερο του Μάγιερλιγκ. Αν επρόκειτο για δολοφονία από αναρχικούς, ή για αυτοκτονία, κανείς δεν θα μάθει. Ένας διάδοχος αυτοκρατορίας σκοτώνεται μαζί με την ερωμένη του και ποτέ δεν βρίσκονται οι ένοχοι.
«Ξύπνησα σε ένα μπουντρούμι,
με αλυσίδες στα χέρια.
Η λαχτάρα μου όσο πάει και μεγαλώνει.
Ελευθερία, έφυγες μακριά μου!»
Απο τον γαμο της με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ απέκτησε 4 παιδιά: Τη Σοφία που πέθανε σε ηλικία 2 ετών, τη Γκιζέλα, τον πρίγκιπα Ροδόλφοκαι τη Μαρία Βαλέρια. Η περίοδος 1889-1898 ξεκινάει με ένα τραγικό γεγονός που συγκλόνισε τα ανάκτορα της Βιέννης και ολόκληρο το λαό. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν τη φοβερή είδηση πως ο Ροδόλφος, διάδοχος του θρόνου, και η ερωμένη του Μαρία Βετσέρα βρέθηκαν νεκροί στο κυνηγετικό περίπτερο του Μάγιερλιγκ. Αν επρόκειτο για δολοφονία από αναρχικούς, ή για αυτοκτονία, κανείς δεν θα μάθει. Ένας διάδοχος αυτοκρατορίας σκοτώνεται μαζί με την ερωμένη του και ποτέ δεν βρίσκονται οι ένοχοι.
Μετά το τραγικό εκείνο γεγονός η Ελισάβετ αποφασίζει να φύγει από τα ανάκτορα της Βιέννης και να κτίσει ένα "δικό της" ανάκτορο στην Κέρκυρα,που το αφιερώνει στον ομηρικό ήρωα Αχιλλέα που ενσαρκώνει τη δύναμη και την ομορφιά, αλλά πεθαίνει χτυπημένος από βέλος στο μοναδικό τρωτό σημείο του, την "αχιλλειο πτέρνα". Αυτό είναι και το κοινό σημείο ανάμεσα στον Αχιλλέα και το γιο της, Ροδόλφο. Σαν τον Αχιλλέα και εκείνος ήταν αήττητος στα μάτια της μάνας του και τον χτύπησε η μοίρα με το βέλος της στη δική του "αχίλλειο πτέρνα", στην καρδιά (τραγικός έρωτας;) Μερικά δημοσιεύματα,ακόμα και κινηματογραφικά σενάρια ισχυρίζονται ότι η κλονισμένη υγεία της από τη φυματίωση την οδήγησε στην Κέρκυρα, όμως αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια αφού το υγρό κλίμα της Κέρκυρας κάθε άλλο από ευεργετικό για την περίπτωση αυτή θα ήταν. Μέχρι το 1960 στο ανάκτορο αυτό που λέγεται "Αχίλλειο" ο φύλακας και ξεναγός παρουσίαζε το γεγονός του θανάτου του Ροδόλφου και της ερωμένης του Μαρίας σαν αυτοκτονία και η αιτία ήταν, όπως έλεγε, η αποκάλυψη από τη μάνα της Μαρίας ότι η αγαπημένη του ήταν στην πραγματικότητα ετεροθαλής αδελφή του. Γι' αυτό το λόγο και η Ελισάβετ εγκατέλειψε τα ανάκτορα της Βιέννης και ήρθε στην Κέρκυρα γεμάτη πόνο και θλίψη, χωρίς τον αυτοκράτορα άνδρα της που ήταν η αιτία να χάσει τον μονάκριβο γιο της τόσο νέο. Από τότε η ζωή της και μέχρι τη δολοφονία της το 1898 στη Γενεύη πέρασε μέσα στη μελαγχολία, τον πόνο και τις πικρές αναμνήσεις της. Το ποίημα της "Το τέλος" φανερώνει τα συναισθήματα της: ∆ε χρειάζεται να φέρω στη θύµησή σου εκείνο τον καιρό, Τότε που είµαστε τόσο ολόψυχα ενωµένοι, Τον καιρό που δε θα µπορέσουµε ποτέ να ξεχάσουµε, Κι’ ας µας φαίνεται τώρα απέραντα µακρινός. Ναι, έδωσα πολλές µάχες, Και πολλές πίκρες πήρα από τότε. Όµως τίποτ’ άλλο δεν πλήγωσε την καρδιά µου πιο βαθιά όσο το να δω τον έρωτά µας να πεθαίνει.
Η Ελισάβετ ως αυτοκράτειρα της Αυστρίας ήταν αγαπητή στους υπηκόους της, αλλά συχνά προκαλούσε την αντιπάθεια της υψηλής κοινωνίας της Βιέννης με την περιφρόνηση που έδειχνε στους κανόνες του αυλικού πρωτοκόλλου. Οι Ούγγροι τη λάτρευαν, κυρίως για την επίτευξη του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού το 1867, χρονιά που στέφθηκε και βασίλισσα της Ουγγαρίας. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στο Γκέντερλε στα βόρεια της Βουδαπέστης, ο ενθουσιασμός της, όμως, για την Ουγγαρία ήταν πρόκληση για τους γερμανικής κατοίκους της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Από τα 25 ως τα 35 της χρόνια περίπου, η Ελισάβετ βρισκόταν στο απόγειο της οµορφιάς της. Τώρα πια ήταν µια ώριµη γυναίκα µε πλήρη συνείδηση της ακτινοβολίας της. Την ακτινοβολία αυτή δυνάµωνε ακόµα περισσότερο και η αυτοπεποίθηση την οποία είχε αποκτήσει µε την πάροδο του χρόνου. Απολάµβανε το θαυµασµό που της επεφύλασσαν και είχε µάθει να εκτιµά τα οφέλη που προέκυπταν απ’ αυτό. Τώρα πια δεν επέτρεπε να της υπαγορεύουν τι να κάνει και επέβαλλε µάλιστα τις επιθυµίες της και στο Φραγκίσκο Ιωσήφ. Εκείνος λάτρευε την "αγγελική" του Σίσι εξ αποστάσεως, χωρίς ποτέ να µπορέσει να βρει τρόπο να την πλησιάσει πραγµατικά. Η οµορφιά της Ελισάβετ είχε γίνει πλέον µύθος και οι δηµόσιες εµφανίσεις της προκαλούσαν αναµενόµενο πάταγο. Ο εντυπωσιασµός που προκαλούσε δεν οφειλόταν όµως σε µακιγιάζ, αρώµατα ή άλλα τεχνητά µέσα οµορφιάς, τα οποία εκείνη απέρριπτε. Αντίθετα, ήταν αποτέλεσµα ενός συναρπαστικού κοκτέιλ πολλών φυσικών ιδιοτήτων που διέθετε η αυτοκράτειρα: Το ανάστηµά της, η λεπτή και ευλύγιστη σιλουέτα της, τα πλούσια µαλλιά της, τα φορέµατά της, αλλά και το γεµάτο µεγαλοπρέπεια στυλ που είχε στο µεταξύ υιοθετήσει.Στην περίοδο αυτή της άρεσε να ποζάρει για πορτραίτο της και κυρίως για φωτογραφίες. ∆ιακατεχόταν από το φόβο, µήπως και ο κόσµος δε θα τη θυµόταν µε τη οµορφιά της νιότης της. Όταν παρατήρησε τα πρώτα σηµάδια των γηρατειών, αποσύρθηκε. Από τη µέση της ζωής της και έπειτα, δεν επέτρεπε πια σε κανέναν να φτιάξει το πορτραίτο της. Στις δηµόσιες εµφανίσεις της άρχισε να κρύβει το πρόσωπό της πίσω από την απαραίτητη πλέον βεντάλια της. Οι πορτραιτίστες ζωγράφοι αναγκαζόντουσαν να χρησιµοποιήσουν παλιότερες απεικονίσεις της. Για το λόγο αυτό, είναι σχεδόν αδύνατο να διαπιστωθεί πώς ήταν η µορφή της πραγµατικά, Αφιέρωνε έξι ώρες για την γυμναστική της κάθε μέρα και επέβαλλε στον εαυτό της εξαντλητικές δίαιτες, όπου κατανάλωνε για μέρες μόνο γάλα. Έπασχε από νευρική ανορεξία.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1898, η Ευρώπη σοκαρίστηκε από μια θλιβερή είδηση: η Αυτοκράτειρα Ελισσάβετ της Αυστρίας, Σίσι είχε δολοφονηθεί. Το όνομα του δολοφόνου Λουίτζι Λουκέρνι. Οι πολύ έντονες ταξικές διακρίσεις από τη μια, και η δική του δύσκολη ζωή από την άλλη, γεννούν και μεγαλώνουν το μίσος του για την αριστοκρατία και τους εστεμμένους. Το γεγονός που πυροδότησε αυτό το μίσος και το έκανε δολοφονική μανία, ήταν η εξέγερση των εργατών στο Μιλάνο, που πνίγηκε στο αίμα. Πρώτος του στόχος ήταν ο Πρίγκηπας της Ορλεάνης, όμως το σχέδιό του δεν ευοδώθηκε. Στη συνέχεια στοχοποιεί τον Πρίγκιπα του Παρισιού, τον οποίο και ακολουθεί στη Γενεύη. Ο Lucheni πληροφορείται από δημοσιεύματα των εφημερίδων ότι η αυτοκράτειρα Ελισσάβετ της Αυστρίας βρίσκεται στη Γενεύη και αποφασίζει να τη δολοφονήσει, θεωρώντας τη ευκολότερο στόχο από τον πρίγκιπα. Τον Σεπτέμβριο του 1898, η Σίσι βρίσκεται στην Ελβετία και σταματά για λίγο στο ξενοδοχείο «Beau Rivage», στις όχθες της λίμνης Λε Μαν στη Γενεύη. Ο Lucheni πληροφορείται ότι «μια όμορφη εστεμμένη διαμένει στο ξενοδοχείο Beau Rivage με ψευδώνυμο» απο ένα δημοσίευμα εφημερίδας. Δεν είναι άλλη από τη Σίσι, που χρησιμοποιεί το όνομα Grafin von Hohenemds, ώστε να μην τραβήξει επάνω της δημοσιότητα και συντροφεύεται από τη στενή της φίλη Βαρώνη Irma Eugenia Sztaray. Ο Lucheni περιμένει έξω από το ξενοδοχείο, οπλισμένος με ένα στιλέτο το οποίο κρύβει μέσα σε ένα μπουκέτο λουλούδια. Στις 10 Σεπτεμβρίου, γύρω στις τρεις το απόγευμα, η Σίσι και η συνοδός της βγαίνουν από το ξενοδοχείο. Καθώς είναι και οι δύο μαυροντυμένες, ο Lucheni δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει αμέσως την αυτοκράτειρα. Πλησιάζει τις δύο γυναίκες και μόνο όταν είναι πολύ κοντά την αναγνωρίζει. Την πλησιάζει τάχα για να της προσφέρει τα λουλούδια και τη μαχαιρώνει στο στήθος, τόσο δυνατά, ώστε την πετά κάτω. Ο Lucheni διαφεύγει και η Σίσι δεν αντιλαμβάνεται ότι την έχει πληγώσει. Νομίζει ότι απλά την έσπρωξε δυνατά. Σηκώνεται και συνεχίζει την πορεία της μέχρι την αποβάθρα και επιβιβάζεται στο πλοιάριο που θα τη μεταφέρει στο σπίτι της στο Territet, στην απέναντι όχθη της λίμνης. Το καραβάκι αποπλέει και ξαφνικά η Σίσι χάνει τις αισθήσεις της και καταρρέει. Καθώς της ξεκουμπώνουν το σακάκι για να διευκολύνουν την αναπνοή της διαπιστώνουν ότι αιμορραγεί σοβαρά και μόνο τότε αντιλαμβάνονται ότι το χτύπημα δεν ήταν τυχαίο αλλά απόπειρα δολοφονίας. Το πλοίο επιστρέφει εσπευσμένα και η Σίσι μεταφέρεται στο Beau Rivage, για να ξεψυχήσει σε ένα του δωμάτιο. Ήταν 61 ετών. Όταν διαδόθηκαν τα νέα του θανάτου της, η αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας συγκλονίζεται. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είναι απαρηγόρητος, καθώς ποτέ δεν έπαψε να είναι βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Τον ακούνε να ψιθυρίζει: «Κανείς δεν γνωρίζει πόσο πολύ είχαμε αγαπηθεί. Τίποτα πια δεν με κρατά σ’ αυτή τη γη». Ο αυτοκράτορας σπεύδει στη Γενεύη για να ασπαστεί για τελευταία φορά την πολυαγαπημένη του σύζυγο. Μετά τη νεκροψία η σωρός της Σίσσυ μεταφέρεται στον καθεδρικό ναό της Γενεύης και στη συνέχεια στη Βιέννη, όπου και τοποθετείται σε μια κρύπτη στην Εκκλησία των Καπουτσίνων», την τελευταία κατοικία των Αψβούργων. Ο Lucheni όταν πληροφορείται το θάνατο της Σίσι, θριαμβολογεί και ομολογεί. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε ισόβια φυλάκιση, καθώς η θανατική ποινή στην Ελβετία είχε καταργηθεί. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 βρίσκεται νεκρός στο κελί του, απαγχονισμένος με τη ζώνη του. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, η δολοφονία του ανιψιού της αυτοκράτειρας Ελισάβετ και διαδόχου του αυστρο-ουγγρικού θρόνου, του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, θα πυροδοτούσε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο τραγικός της θάνατος της θλιμμένης αυτοκράτειρας ήταν το τέλος της ταραχώδους, δυστυχισμένης και παρεξηγημένης ζωής, μιας ιδιαίτερα ασυνήθιστης προσωπικότητας. Έπαιξε, επίσης, καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του μύθου της Ελισάβετ, ενός μύθου που και η ίδια υποστήριξε όσο ζούσε, με τον αντισυμβατικό της τρόπο. Η τριλογία ταινιών "Σίσσυ" (1955-1957) του Ernst Marischka είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για πράγματα που γνωρίζει το κοινό σήμερα για την Αυτοκράτειρα της Αυστρίας. Μάλιστα στις γερμανόφωνες χώρες προβάλλεται εθιμικά κάθε Χριστούγεννα. Ο ρόλος της Σίσσυ σημάδεψε την καριέρα της Ρόμι Σνάιντερ σε βαθμό που η ηθοποιός δυσανασχετούσε και έλεγε ότι "η Σίσσυ μού κολλάει σαν χυλός". Η Σνάιντερ ξαναενσάρκωσε την Σίσσυ σε ένα πιο ρεαλιστικό πορτρέτο της στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι "Λούντβιχ" (1972). Αλλά και η Άβα Γκάρντνερ εμφανίστηκε ως "Σίσσυ" δίπλα στον Ομάρ Σαρίφ, που υποδύθηκε τον γιο της, Ρούντολφ, στην ταινία "Μάγιερλινγκ" (1968). Το 1943, ο Ζαν Κοκτώ έγραψε ένα θεατρικό για μία φανταστική συνάντηση της Σίσσυ με τον δολοφόνο της, με τίτλο "Ο αετός με τα δύο κεφάλια". Αργότερα, το 1948, το σκηνοθέτησε και ως ταινία. Διασκευή του ίδιου έργου αποτελεί και η ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, "Το μυστήριο του Όμπερβαλντ" (1981).