Το ημερολόγια της Αννας Φρανκ: Μια πραγματική βίβλος για εκατομμύρια αναγνώστες στον κόσμο που χρωματίζει μοναδικά την εφηβεία, τα σκιρτίματα, τους φόβους, τα βαθύτερα συναισθήματα της εβραιοπούλας Αννας Φρανκ στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών από τους Ναζί. Το ημερολόγιο αυτό, πιο επίκαιρο παρά ποτέ, αποκαλύπτει μια μοναδική προσωπικότητα και ένα ανείπωτα σκληρό βίωμα μιας νεαρής μόλις 16 ετών. Στα χρόνια που πέρασαν αρκετοί ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν την γνησιότητα του ημερολογίου...
Η Αννα Φρανκ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1929 στη Φραγκφούρτη της Γερμανίας, κόρη του κάποτε εύπορου Οτο που έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης και έχασε τα χρήματά του. Οταν τον Ιανουάριο του 1933 οι ναζιστές ανήλθαν στη εξουσία αποφάσισε αμέσως να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με την οικογένεια του, τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του Αννα και Μάργκο. Μετανάστευσαν στο Αμστερνταμ όπου εξασφάλισε τη θέση του διευθυντή σε μια εταιρεία τροφίμων στην περιοχή του Πρίσενγκρατς. Τον Μάιο του 1940 η ναζιστική Γερμανία επιβλήθηκε στην Ολλανδία και ο τρόμος επέστεψε στη οικογένεια Φρανκ. Ο Οτο πρέπει για άλλη μια φορά να προστατεύσει την οικογένειά του. Αυτή τη φορά να την κρύψει. Δημιουργεί έναν χώρο που διαμορφώνει σε δυο διαμερίσματα στην αποθήκη τροφίμων στο Πρίσενγκρατς όπου μετακομίζει τόσο η οικογένεια Φρανκ όσο και η οικογένεια του συνεργάτη του Βαν Πελ. Αργότερα πήγε κοντά τους και ο Ντάσελ, ένας ηλικιωμένος Εβραίος οδοντίατρος. Η Αννα Φρανκ, πάνω στην εφηβεία και με καταπιεσμένα αισθήματα αφού αισθάνεται πως οι γονείς της την αδικούν σε σχέση με την αδελφή της, δημιουργεί μια φανταστική φίλη την Κίτυ, στην οποία απευθύνεται μέσα από το ημερολόγιό της. «Αγαπητή Κίτυ», γράφει στις πρώτες σελίδες του ημερολογίου της, το οποίο της δώρισε ο πατέρας της στα 13 της χρόνια, «ελπίζω ότι θα είσαι η παρηγοριά μου και το στήριγμά μου». Το ημερολόγιο γίνεται το ουρλιαχτό για ελευθερία των Εβραίων. Το 1942 οι ναζιστές ανακάλυψαν το κρησφύγετο των Φρανκ. Οι δύο οικογένειες καθώς και ο ηλικιωμένος οδοντίατρος μεταφέρθηκαν στο Αουσβιτς. Η Αννα Φρανκ, η μητέρα της και η αδερφή πέθαναν χτυπημένες από τύφο στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, το στρατόπεδο στο οποίο μεταφέρθηκαν όταν το Αουσβιτς δέχθηκε επίθεση από τους Ρώσους. Από την οικογένεια επέζησε μόνο ο πατέρας της Οτο, ο οποίος παρέλαβε το ημερολόγιο που είχε κρύψει η Φρανκ στους γείτονές τους. Αποφάσισε να το εκδώσει και σήμερα έχει γίνει ο Υμνος εναντίον του Ολοκαυτώματος, έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχει κάνει εκατομμύρια πωλήσεις. Το καταφύγιο της οικογένειας στο Πρίσενγκρατς λειτουργεί σήμερα ως κέντρο νεότητας με την ονομασία «Το σπίτι της Αννα Φρανκ». Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το καταφύγιο κάλυπτε μια μεγάλη βιβλιοθήκη η οποία οδηγούσε στην κρυφή πόρτα των δωματίων. Οταν οι ναζιστές ανακάλυψαν το κρησφύγετο αναγκάστηκαν να παραμερίσουν δεκάδες βιβλία για να μπουν στα διαμερίσματα και να φτάσουν στην Αννα. Αυτό που δεν γνώριζαν όταν αντίκρισαν την Αννα ήταν ότι το κορίτσι είχε ήδη δραπετεύσει. Μέσα από ένα ημερολόγιο..
Το βιβλίο διακρίνεται για το ώριμο ύφος και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του και αποκαλύπτει τη συναισθηματική ωρίμαση της νεαρής συγγραφέως μέσα από τις αντιξοότητες, που δεν την εμπόδισαν να γράψει: «Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κατά βάθος καλοί».
Το αμφιλεγόμενο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
Η Άννα Φρανκ (το πλήρες όνομά της προφέρεται Αννελίς Μαρί Αννέ Φρανκ) ήταν μια νεαρή Γερμανoεβραία, η οποία έγινε γνωστή μετά θάνατον όταν και δημοσιεύτηκε από τον πατέρα της Ότο Φρανκ, το προσωπικό της ημερολόγιο, το οποίο έγραψε μεταξύ 1942 και 1944 κρυμμένη σε μια σοφίτα κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ολλανδία. Η Άννα Φρανκ και όλη της η οικογένεια συνελήφθη απ' τους Γερμανούς και κατόπιν ή ίδια εστάλη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου και πέθανε από τύφο, σε ηλικία 15 ετών, τον Μάρτιο του 1945. Ο μόνος που διασώθηκε από την οικογένεια, ήταν ο πατέρας της. Η οικογένεια Φρανκ, ήταν μια ευκατάστατη μεγαλοαστική οικογένεια. Ο Ότο Φρανκ ήταν τραπεζίτης στην Φρανκφούρτη, επιδιδόμενος ταυτόχρονα και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ενώ η σύζυγός του, Έντιθ, ήταν κόρη βιομηχάνου. Το 1933, η οικογένεια Φρανκ θα μετακομίσει στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με την γερμανική δικαιοσύνη, και θα αγοράσει ένα εργοστάσιο παρασκευής καρυκευμάτων και συντηρητικών τροφίμων, ενώ θα δραστηριοποιηθεί και σε μια εταιρεία που παρήγαγε την πεκτίνη, ένα εκχύλισμα φρούτων με το οποίο παρασκευάζονταν ζελέ. Με την γερμανική κατοχή το 1940, ο Φρανκ θα μεταβιβάσει εικονικά τις επιχειρήσεις του σε συνεργάτες του για να μην τις κατάσχουν οι Γερμανοί. Έτσι, οι Φρανκ θα εξακολουθήσουν να έχουν εισόδημα και να ζουν αξιοπρεπώς.
Τον Ιούλιο του 1942, καθώς οι διώξεις εναντίον των Εβραίων εντείνονται, ο Ότο Φρανκ, η σύζυγός του, οι δυο τους κόρες, Άννα και Μαργκότ, και τέσσερις ακόμη Εβραίοι, θα κρυφτούν σε μερικά δωμάτια των γραφείων του Φρανκ και την επίβλεψή τους θα αναλάβει η γραμματέας του, Μιπ Γκις με τον σύζυγό της, οι οποίοι δεν ήταν Εβραίοι. Κατά την διαμονή τους εκεί, η 13χρονη Άννα Φρανκ θα γράψει τις εμπειρίες της σε ένα ημερολόγιο που της έκαναν δώρο οι γονείς της για τα γενέθλιά της. Το ημερολόγιο αυτό, θα δημιουργούσε αργότερα αρκετές συζητήσεις, που κρατάνε έως και τις μέρες μας, καθώς υπάρχουν πλήθος ενστάσεων και αμφισβητήσεων για την αυθεντικότητά του και τις συνθήκες κάτω υπό τις οποίες γράφτηκε. Όπως προκύπτει και μέσα από το ημερολόγιο, οι Φρανκ ζούσαν σχετικά πλουσιοπάροχα (οι αναφορές σε άφθονες κονσέρβες, αλεύρι, κρέας, γάλα, βούτυρο, πατάτες, φράουλες, γιαούρτι, αρακά κ.ά. που τους έφερνε η Μιπ Γκις «σαν φορτωμένη γαϊδούρα» όπως περιγράφεται, δεν παραπέμπουν σε οικογένεια που λιμοκτονεί), ενώ ο Ότο Φρανκ κατά διαστήματα επισκέπτονταν και το γραφείο του για να δει πως πάνε οι δουλειές. Η δε παραμονή τους σ' αυτό το σπίτι (που έβλεπε σε κοινό ακάλυπτο χώρο μαζί με άλλα 50 διαμερίσματα) ήταν κοινό μυστικό στην περιοχή (μέχρι κι ο οπωροπώλης τους έφερνε παραγγελίες στο σπίτι). Και το σίγουρο είναι πάντως, πως κάποιος που κρύβεται δεν δίνει στόχο, φωνασκώντας ή χρησιμοποιώντας...ηλεκτρική σκούπα. Όταν επέστρεψε στην Ολλανδία ο Ότο Φρανκ, η Μιπ Γκις του παρέδωσε το ημερολόγιο της κόρης του, το οποίο είχε βρει και είχε φυλάξει, χωρίς να το διαβάσει, όπως υποστήριξε. Ο ίδιος ο Φρανκ όμως είχε υποστηρίξει ότι βρήκε μόνος του το ημερολόγιο, κρυμμένο σε ένα ράφι. Εν πάση περιπτώσει, η Γκις τιμήθηκε πολλές φορές από διάφορες εβραϊκές οργανώσεις, το ολλανδικό και το γερμανικό κράτος, για την προστασία που παρείχε στους Φρανκ και στους φίλους τους και για την διάσωση του ημερολογίου (η Μιπ Γκις πέθανε τον Ιανουάριο του 2010).
Η Άννα Φρανκ (το πλήρες όνομά της προφέρεται Αννελίς Μαρί Αννέ Φρανκ) ήταν μια νεαρή Γερμανoεβραία, η οποία έγινε γνωστή μετά θάνατον όταν και δημοσιεύτηκε από τον πατέρα της Ότο Φρανκ, το προσωπικό της ημερολόγιο, το οποίο έγραψε μεταξύ 1942 και 1944 κρυμμένη σε μια σοφίτα κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ολλανδία. Η Άννα Φρανκ και όλη της η οικογένεια συνελήφθη απ' τους Γερμανούς και κατόπιν ή ίδια εστάλη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου και πέθανε από τύφο, σε ηλικία 15 ετών, τον Μάρτιο του 1945. Ο μόνος που διασώθηκε από την οικογένεια, ήταν ο πατέρας της. Η οικογένεια Φρανκ, ήταν μια ευκατάστατη μεγαλοαστική οικογένεια. Ο Ότο Φρανκ ήταν τραπεζίτης στην Φρανκφούρτη, επιδιδόμενος ταυτόχρονα και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ενώ η σύζυγός του, Έντιθ, ήταν κόρη βιομηχάνου. Το 1933, η οικογένεια Φρανκ θα μετακομίσει στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με την γερμανική δικαιοσύνη, και θα αγοράσει ένα εργοστάσιο παρασκευής καρυκευμάτων και συντηρητικών τροφίμων, ενώ θα δραστηριοποιηθεί και σε μια εταιρεία που παρήγαγε την πεκτίνη, ένα εκχύλισμα φρούτων με το οποίο παρασκευάζονταν ζελέ. Με την γερμανική κατοχή το 1940, ο Φρανκ θα μεταβιβάσει εικονικά τις επιχειρήσεις του σε συνεργάτες του για να μην τις κατάσχουν οι Γερμανοί. Έτσι, οι Φρανκ θα εξακολουθήσουν να έχουν εισόδημα και να ζουν αξιοπρεπώς.
Τον Ιούλιο του 1942, καθώς οι διώξεις εναντίον των Εβραίων εντείνονται, ο Ότο Φρανκ, η σύζυγός του, οι δυο τους κόρες, Άννα και Μαργκότ, και τέσσερις ακόμη Εβραίοι, θα κρυφτούν σε μερικά δωμάτια των γραφείων του Φρανκ και την επίβλεψή τους θα αναλάβει η γραμματέας του, Μιπ Γκις με τον σύζυγό της, οι οποίοι δεν ήταν Εβραίοι. Κατά την διαμονή τους εκεί, η 13χρονη Άννα Φρανκ θα γράψει τις εμπειρίες της σε ένα ημερολόγιο που της έκαναν δώρο οι γονείς της για τα γενέθλιά της. Το ημερολόγιο αυτό, θα δημιουργούσε αργότερα αρκετές συζητήσεις, που κρατάνε έως και τις μέρες μας, καθώς υπάρχουν πλήθος ενστάσεων και αμφισβητήσεων για την αυθεντικότητά του και τις συνθήκες κάτω υπό τις οποίες γράφτηκε. Όπως προκύπτει και μέσα από το ημερολόγιο, οι Φρανκ ζούσαν σχετικά πλουσιοπάροχα (οι αναφορές σε άφθονες κονσέρβες, αλεύρι, κρέας, γάλα, βούτυρο, πατάτες, φράουλες, γιαούρτι, αρακά κ.ά. που τους έφερνε η Μιπ Γκις «σαν φορτωμένη γαϊδούρα» όπως περιγράφεται, δεν παραπέμπουν σε οικογένεια που λιμοκτονεί), ενώ ο Ότο Φρανκ κατά διαστήματα επισκέπτονταν και το γραφείο του για να δει πως πάνε οι δουλειές. Η δε παραμονή τους σ' αυτό το σπίτι (που έβλεπε σε κοινό ακάλυπτο χώρο μαζί με άλλα 50 διαμερίσματα) ήταν κοινό μυστικό στην περιοχή (μέχρι κι ο οπωροπώλης τους έφερνε παραγγελίες στο σπίτι). Και το σίγουρο είναι πάντως, πως κάποιος που κρύβεται δεν δίνει στόχο, φωνασκώντας ή χρησιμοποιώντας...ηλεκτρική σκούπα. Όταν επέστρεψε στην Ολλανδία ο Ότο Φρανκ, η Μιπ Γκις του παρέδωσε το ημερολόγιο της κόρης του, το οποίο είχε βρει και είχε φυλάξει, χωρίς να το διαβάσει, όπως υποστήριξε. Ο ίδιος ο Φρανκ όμως είχε υποστηρίξει ότι βρήκε μόνος του το ημερολόγιο, κρυμμένο σε ένα ράφι. Εν πάση περιπτώσει, η Γκις τιμήθηκε πολλές φορές από διάφορες εβραϊκές οργανώσεις, το ολλανδικό και το γερμανικό κράτος, για την προστασία που παρείχε στους Φρανκ και στους φίλους τους και για την διάσωση του ημερολογίου (η Μιπ Γκις πέθανε τον Ιανουάριο του 2010).
Ο Ότο Φρανκ, θα αποφασίσει να κάνει βιβλίο και να δημοσιεύσει το ημερολόγιο της κόρης του. Κι εδώ αρχίζουν οι πρώτες αμφισβητήσεις. Υπάρχει σήμερα η κοινή πεποίθηση, ότι το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ είναι ένα μόνο έντυπο. Αυτό είναι λάθος. Αρχικά υπήρχαν τουλάχιστον 2-3 τετράδια και σκόρπιες σημειώσεις, καθώς το ημερολόγιο που είχαν κάνει δώρο στην 13χρονη Άννα, ήταν σχετικά μικρό. Η Γκις ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το είχε βρει μέσα σε ένα τετράδιο ασκήσεων. Όταν η Άννα Φρανκ εξάντλησε το ημερολόγιο, συνέχισε να γράφει σε άλλα τετράδια. Το 1944, σύμφωνα με τον Ότο Φρανκ, η κόρη του όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι με το τέλος του πολέμου (που φαινόταν κοντινό) θα γινόταν διαγωνισμός για τα καλύτερα απομνημονεύματα, έγραψε από την αρχή το ημερολόγιό της, τροποποιώντας το (προσθέτοντας, αφαιρώντας και αλλάζοντας ημερομηνίες και γεγονότα) και δίνοντάς του έναν πιο λογοτεχνικό τόνο, αντικαθιστώντας και τα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών με ψευδώνυμα. Ο Ότο Φρανκ στην συνέχεια, πήρε τα δύο ημερολόγια και τα αντέγραψε σε ένα καινούργιο, αφαιρώντας κάποια τμήματά του. Αυτό ήταν και το ημερολόγιο που έδωσε προς δημοσίευση. Υποστηρίχτηκε ότι τα τμήματα που αφαιρέθηκαν δεν είχαν καμμία σημασία για τον αναγνώστη, γι' αυτό και αφαιρέθηκαν, αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Τα τμήματα που «κόπηκαν», κάποια ήταν επικριτικά για μερικούς από τους πρωταγωνιστές (π.χ. η Άννα Φρανκ αναφέρονταν υποτιμητικά στην μητέρα της) και κάποια άλλα είχαν ερωτικά χροιά (αναφέρονταν στην έμμηνο ρήση της Άννας Φρανκ, στα αγόρια που της άρεσαν, ενώ σε κάποιο σημείο γινόταν μνεία στην επιθυμία της να αγγίξει το στήθος μιας φίλης της). Εδώ οι επικριτές αμφισβητούν ανοιχτά την αυθεντικότητα του ημερολογίου. Αφ' ενός γιατί ξαναγράφτηκε για δεύτερη φορά για λόγους σκοπιμότητας (βραβείο) κι αφ' ετέρου γιατί το ύφος γραφής που προέκυψε δεν παραπέμπει καθόλου σε ένα 13χρονο κορίτσι, αλλά σε έναν ενήλικο. Δηλαδή τον Ότο Φρανκ ή και κάποιον άλλον. Στα πλαίσια της ίδιας κριτικής, ο Ότο Φρανκ εμφανίζεται να επικαλείται την δικαιολογία της επανεγγραφής από την κόρη του, για να δικαιολογήσει τις δικές του επεμβάσεις στο κείμενο. Ο Bρετανός ιστορικός και αρνητής του «Ολοκαυτώματος», Nτέιβιντ Ίρβινγκ, σε πραγματογνωμοσύνη που θα επιτύχει χρόνια αργότερα, θα διαπιστώσει πως «το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ σε ένα μεγάλο μέρος έχει γραφτεί όντως από μία 13χρονη... Ο πατέρας της, και άλλα πρόσωπα τα οποία δεν γνωρίζω, διόρθωσαν αυτό το ημερολόγιο ώστε να τον δώσουν μορφή εμπορεύσιμη, η οποία συγχρόνως πλούτισε και τον πατέρα και το «Ίδρυμα Άννα Φρανκ». Όμως, ως ιστορικό έγγραφο το έργο δεν έχει καμμία αξία διότι το κείμενο έχει αλλοιωθεί».
Η πρώτη έκδοση του ημερολογίου, δακτυλογραφήθηκε από τον σύζυγο της γραμματέας του, συγγραφέα Άλμπερτ Κάουβερν. Δεν έγινε γνωστό, αν ο Κάουβερν συμβουλεύτηκε όλα τα ημερολόγια ή μόνο αυτό που αντέγραψε ο Φρανκ, καθώς αυτοκτόνησε λίγο αργότερα. Αρχικά το ημερολόγιο θα εκδοθεί στην Ολλανδία το 1947, πουλώντας 1.500 αντίτυπα, και στην συνέχεια θα εκδοθεί στην Μεγάλη Βρετανία το 1952 με τίτλο «Το ημερολόγιο μιας νεαρής κοπέλας» (The diary of a young girl), αφού έχουν προηγηθεί 16 απορρίψεις από εκδοτικούς οίκους. Έκτοτε το ημερολόγιο γνώρισε επιτυχία και ανατυπώθηκε δεκάδες φορές σε δεκάδες γλώσσες με τον σημερινό γνωστό τίτλο «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ». Οι αμφισβητήσεις όμως δεν κόπασαν και ενίοτε ο Φρανκ και οι επικριτές του κατέληγαν στα δικαστήρια. Σε κάθε νέα έκδοση γινόταν προσθαφαίρεση κειμένων, ενώ δεν ήταν λίγες και οι «τελικές» εκδόσεις (το «αυθεντικό» ημερολόγιο είχε -σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης [2-10-1955]- 150 σελίδες, και οι «τελικές» εκδόσεις πάνω από 300). Σε κάθε περίπτωση, ο Φρανκ αρνούνταν επίμονα την όποια έρευνα στα ημερολόγια. Σε μία όμως από τις δίκες, στην οποία ο Φρανκ ήταν μηνυτής, η γερμανική εγκληματολογική υπηρεσία του Βισμπάντεν ερεύνησε και ανάλυσε όλα τα ημερολόγια και τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν άκρως αποκαλυπτικά. Ένα μέρος του ημερολογίου είχε γραφτεί με στυλό διαρκείας (με το σφαιρίδιο στην μύτη). Το στυλό διαρκείας, παρ' ότι δεν ήταν άγνωστο την δεκαετία του '40, εντούτοις δεν κυκλοφορούσε στο εμπόριο πριν το 1951 (υπενθυμίζεται ότι η Άννα Φρανκ πέθανε το 1945). Είχε πολύ περιορισμένη χρήση, κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία και μάλιστα σε ειδικές υπηρεσίες όπως η RAF (βρετανική πολεμική αεροπορία). Αργότερα, ένας αναθεωρητής της ιστορίας και γνωστός αρνητής του «Ολοκαυτώματος», ο Ρομπέρ Φορισόν, θα βάλει το κερασάκι στην τούρτα, όταν στο βιβλίο του «Είναι γνήσιο το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ;», θα αντιπαραβάλει τον γραφικό χαρακτήρα του ημερολογίου που υποτίθεται ότι έγραψε η Άννα Φρανκ, με μια σημείωσή της που βρέθηκε πίσω από μια φωτογραφία της, με χρονική διαφορά 4 μηνών. Μια περίεργη υπόθεση που συνέβη μερικές δεκαετίες πριν, θα ενισχύσει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Ο Ότο Φρανκ θα καταλήξει -για πολλοστή φορά- στα δικαστήρια, μηνυόμενος αυτή τη φορά από τον Αμερικανοεβραίο συγγραφέα Μέγιερ Λεβίν. Ο Λεβίν με τον Φρανκ είχαν συμφωνήσει από το 1949 να γίνει ταινία και να ανεβεί στο θέατρο στην Αμερική το ημερολόγιο, πάνω σε σενάριο που είχε γράψει ο Μέγιερ και βασίζονταν στο περιεχόμενο του ημερολογίου. Τελικά η προσπάθεια ναυάγησε, καθώς οι παραγωγοί θεώρησαν πως η ιστορία δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις. Ο Μέγιερ απάντησε με μηνύσεις, γιατί θεώρησε πως η ιδέα απορρίφθηκε επειδή το έργο ήταν «πολύ ιουδαϊκό». Και παρ' ότι κέρδισε την δίκη, η ταινία δεν έγινε. Στο μεταξύ ο Φρανκ αποσύρθηκε από την συμφωνία και επιδόθηκε στην έκδοση του ημερολογίου. Ο Μέγιερ όμως τον μήνυσε το 1955, καθώς υποστήριξε, ότι ο Φρανκ στηρίχθηκε πάνω στην δική του δουλειά. Γι' αυτό και αρκετοί επικριτές, χρεώνουν στον Μέγιερ την συγγραφή του τρίτου ημερολογίου, ή μέρος αυτού. Επιδικάστηκε τότε αποζημίωση στον Μέγιερ 50.000 δολαρίων (αποδίδοντάς του έτσι πνευματικά δικαιώματα), αλλά ασκήθηκε έφεση και στην συνέχεια η υπόθεση «θάφτηκε» καθώς τέθηκε στο αρχείο. Είναι χαρακτηριστικό τέλος, πως αρκετοί απ' όσους επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητα του ημερολογίου, είτε διώχθηκαν και καταδικάστηκαν (ειδικά σε χώρες που η άρνηση του «Ολοκαυτώματος» είναι ποινικό αδίκημα), είτε ενίοτε τους ασκήθηκε και σωματική βία. Μια εξήγηση που δίνεται, είναι ότι επάνω στο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ έχει στηθεί μια τεράστια επιχείρηση που αποφέρει πακτωλό χρημάτων (το σπίτι της λειτουργεί σαν μουσείο) και μια ενδεχόμενη ιστορική ανατροπή, θα επέφερε μεγάλες οικονομικές απώλειες, αν όχι την κατάρρευση. Η εξήγηση που δίνει σε αυτή την δικομανία το «Ίδρυμα Άννα Φρανκ» είναι ότι, λίγο πολύ, «και η ελευθερία του λόγου έχει κάποια όρια, ειδικά όταν προσβάλλει τα θύματα του "Ολοκαυτώματος"»
Από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942
Αγαπητή Κίτυ,
Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο. Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας: - Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις. Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε: - Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου. Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο - πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη. Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι' αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει. Η μητέρα προστατεύει τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ. Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ' επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα. Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ' όλ' αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ' ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει. Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι. Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της . Περισσότερο απ' όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη. Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν' αράξω. Όλ' αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ'εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου. Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ'εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι' αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα; Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτ' απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα. Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω. Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ' ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω! Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ' αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα 'θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα 'θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ' αγαπά. Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.
Δική σου, Άννα
Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942
Αγαπητή Κίτυ,
Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο. Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας: - Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις. Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε: - Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου. Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο - πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη. Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι' αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει. Η μητέρα προστατεύει τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ. Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ' επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα. Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ' όλ' αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ' ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει. Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι. Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της . Περισσότερο απ' όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη. Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν' αράξω. Όλ' αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ'εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου. Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ'εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι' αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα; Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτ' απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα. Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω. Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ' ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω! Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ' αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα 'θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα 'θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ' αγαπά. Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.
Δική σου, Άννα
Βίντεο ντοκουμέντο με την Άννα Φρανκ...
Το Ολλανδικό μουσείο «Το σπίτι της Άννας Φρανκ» έδωσε στη δημοσιότητα ένα βίντεο της Άννας Φρανκ, η οποία υπήρξε θύμα της θηριωδίας των Ναζί (Vid). Το βίντεο χρονολογείται από το 1941 και είναι η μόνη απεικόνιση της Άννας Φρανκ σε φιλμ. Το βίντεο δείχνει την 13χρονη την ημέρα του γάμου μιας γειτόνισσάς της. Το κορίτσι σκύβει από το μπαλκόνι για να δει καλύτερα τον γαμπρό και τη νύφη και εκεί τη συλλαμβάνει ο φακός. Την εποχή που έγινε ο γάμος, η νύφη έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι της οικογένειας Φρανκ. Η σκηνή κινηματογραφήθηκε στις 22 Ιουλίου 1941, ακριβώς ένα χρόνο πριν η οικογένεια κρυφτεί στο υπόγειο της επιχείρησης της οικογένειας, λόγω της εισβολής των Ναζί. Οι Ναζί ανακάλυψαν το κρησφύγετο τον Αύγουστου του 1944 και η μικρή Άννα πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τον Μάρτιο του 1945. Ένα μικρότερο βίντεο διάρκειας 5 δευτερολέπτων δόθηκε στον πατέρα του κοριτσιού, Ότο Φρανκ από το παντρεμένο ζευγάρι τη δεκαετία του 50′. Αφού εκδόθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε η Άννα Φρανκ την περίοδο που κρυβόταν με την οικογένειά της, το ζευγάρι την αναγνώρισε στο γαμήλιο φιλμ. Η υπεύθυνη του μουσείου Αννα-Μαρία Μπέκερ δήλωσε ότι το βίντεο είναι πολύ συγκινητικό και ανέβηκε στο youtube για να γίνει γνωστή η ιστορία σε όσους δεν έχουν ακούσει για «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και ιδιαίτερα στους νέους. Ο γαμπρός και η νύφη του βίντεο είναι ακόμα εν ζωή και κατοικούν στην Ολλανδία. Τη δεκαετία του 90′, έδωσαν στο μουσείο τη μεγαλύτερη εκδοχή του βίντεο με την Άννα Φρανκ....
Το Ολλανδικό μουσείο «Το σπίτι της Άννας Φρανκ» έδωσε στη δημοσιότητα ένα βίντεο της Άννας Φρανκ, η οποία υπήρξε θύμα της θηριωδίας των Ναζί (Vid). Το βίντεο χρονολογείται από το 1941 και είναι η μόνη απεικόνιση της Άννας Φρανκ σε φιλμ. Το βίντεο δείχνει την 13χρονη την ημέρα του γάμου μιας γειτόνισσάς της. Το κορίτσι σκύβει από το μπαλκόνι για να δει καλύτερα τον γαμπρό και τη νύφη και εκεί τη συλλαμβάνει ο φακός. Την εποχή που έγινε ο γάμος, η νύφη έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι της οικογένειας Φρανκ. Η σκηνή κινηματογραφήθηκε στις 22 Ιουλίου 1941, ακριβώς ένα χρόνο πριν η οικογένεια κρυφτεί στο υπόγειο της επιχείρησης της οικογένειας, λόγω της εισβολής των Ναζί. Οι Ναζί ανακάλυψαν το κρησφύγετο τον Αύγουστου του 1944 και η μικρή Άννα πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τον Μάρτιο του 1945. Ένα μικρότερο βίντεο διάρκειας 5 δευτερολέπτων δόθηκε στον πατέρα του κοριτσιού, Ότο Φρανκ από το παντρεμένο ζευγάρι τη δεκαετία του 50′. Αφού εκδόθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε η Άννα Φρανκ την περίοδο που κρυβόταν με την οικογένειά της, το ζευγάρι την αναγνώρισε στο γαμήλιο φιλμ. Η υπεύθυνη του μουσείου Αννα-Μαρία Μπέκερ δήλωσε ότι το βίντεο είναι πολύ συγκινητικό και ανέβηκε στο youtube για να γίνει γνωστή η ιστορία σε όσους δεν έχουν ακούσει για «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και ιδιαίτερα στους νέους. Ο γαμπρός και η νύφη του βίντεο είναι ακόμα εν ζωή και κατοικούν στην Ολλανδία. Τη δεκαετία του 90′, έδωσαν στο μουσείο τη μεγαλύτερη εκδοχή του βίντεο με την Άννα Φρανκ....