Κόρη του πρώην πρωθυπουργού του Πακιστάν, Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, ο οποίος απαγχονίστηκε από τη χούντα που ανέτρεψε την κυβέρνησή του, η Μπεναζίρ έμελλε να έχει το ίδιο άδοξο τέλος: έπεσε νεκρή από επίθεση αυτοκτονίας το 2007. Πρόλαβε ωστόσο να αφήσει το στίγμα της τόσο στο Πακιστάν, μέσα από τις δύο θητείες της στον ανώτερο κυβερνητικό θώκο της χώρας, όσο και σε διεθνές επίπεδο, ως ακτιβίστρια για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης στην καταπίεση.
Η Μπεναζίρ Μπούτο γεννιέται στις 21 Ιουνίου 1953 στο Καράτσι του Πακιστάν ως το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του πρώην πρωθυπουργού της χώρας Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, εμπνευστή του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (PPP) και επικεφαλής της χώρας από το 1971-1977, ο οποίος εκτελέστηκε το 1979. Ολοκληρώνοντας τη βασική σχολική εκπαίδευση στο Πακιστάν, η Μπεναζίρ εγκαταλείπει τη χώρα για να σπουδάσει στις ΗΠΑ: από το 1969-1973, φοιτά στο Radcliffe College και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, απ' όπου παίρνει και το πτυχίο της στις Πολιτικές Επιστήμες. Σειρά έχει μετά η Βρετανία, με την ίδια να φοιτά στην Οξφόρδη από το 1973-1977, ολοκληρώνοντας κύκλους σπουδών στο Διεθνές Δίκαιο και τη Διπλωματία. Στην Οξφόρδη μάλιστα θα εκλεγεί πρόεδρος του Oxford Union (Δεκέμβριος 1976), γινόμενη η πρώτη Ασιάτισσα που θα ηγούταν του περίβλεπτου ομίλου...
Επιστροφή στο Πακιστάν και φυλάκιση
Επιστρέφοντας στο Πακιστάν το 1977, συλλαμβάνεται και τίθεται σε κατ' οίκο περιορισμό (μέχρι τον Μάιο του 1979) από τη στρατιωτική δικτατορία: ο στρατηγός Mohammad Zia ul-Haq έχει ανατρέψει με πραξικόπημα την κυβέρνηση του πατέρα της, εγκαθιδρύοντας στρατιωτική χούντα. Το 1979, ο Μπούτο απαγχονίζεται από το καθεστώς, καταδικασμένος σε θάνατο για την υποτιθέμενη δολοφονία πολιτικού του αντιπάλου. Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πίστεψε στο εσωτερικό τις κατηγορίες και η διεθνής κοινή γνώμη καταδίκαζε τις πράξεις πιέζοντας για την απελευθέρωσή του, ο δικτάτορας εκτελεί τον λαοφιλή δημοκρατικό ηγέτη στις 4 Απριλίου 1979. Η Μπεναζίρ τίθεται επικεφαλής του πολιτικού σχηματισμού που είχε ιδρύσει ο Μπούτο, το περίφημο PPP, και αρχίζει αγώνα για την αποκατάσταση του ονόματός του και την επιστροφή φυσικά στη δημοκρατική διακυβέρνηση, γεγονός που θα την έκανε τη Νο 1 εχθρό του χουντικού καθεστώτος. Στα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η Μπούτο μπαινοβγαίνει στη φυλακή περισσότερες από 7 φορές. Η οικογενειακή τραγωδία δεν θα τελείωνε ωστόσο για την Μπεναζίρ με την εκτέλεση του πατέρα της: το 1985, ο πολιτικοποιημένος αδελφός της Shahnawaz δολοφονείται στο διάμερισμά του: η οικογένεια ισχυρίζεται ότι ο Shahnawaz δηλητηριάστηκε από τη χούντα, χωρίς βέβαια να συλληφθεί ποτέ κανείς. Ο άλλος αδελφός της, Murtaza, επίσης ενεργός ακτιβιστής για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θα σκοτωνόταν αργότερα, το 1996 (την ώρα που η Μπεναζίρ ήταν πρωθυπουργός), σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία του Καράτσι.
Επιστροφή στο Πακιστάν και φυλάκιση
Επιστρέφοντας στο Πακιστάν το 1977, συλλαμβάνεται και τίθεται σε κατ' οίκο περιορισμό (μέχρι τον Μάιο του 1979) από τη στρατιωτική δικτατορία: ο στρατηγός Mohammad Zia ul-Haq έχει ανατρέψει με πραξικόπημα την κυβέρνηση του πατέρα της, εγκαθιδρύοντας στρατιωτική χούντα. Το 1979, ο Μπούτο απαγχονίζεται από το καθεστώς, καταδικασμένος σε θάνατο για την υποτιθέμενη δολοφονία πολιτικού του αντιπάλου. Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πίστεψε στο εσωτερικό τις κατηγορίες και η διεθνής κοινή γνώμη καταδίκαζε τις πράξεις πιέζοντας για την απελευθέρωσή του, ο δικτάτορας εκτελεί τον λαοφιλή δημοκρατικό ηγέτη στις 4 Απριλίου 1979. Η Μπεναζίρ τίθεται επικεφαλής του πολιτικού σχηματισμού που είχε ιδρύσει ο Μπούτο, το περίφημο PPP, και αρχίζει αγώνα για την αποκατάσταση του ονόματός του και την επιστροφή φυσικά στη δημοκρατική διακυβέρνηση, γεγονός που θα την έκανε τη Νο 1 εχθρό του χουντικού καθεστώτος. Στα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η Μπούτο μπαινοβγαίνει στη φυλακή περισσότερες από 7 φορές. Η οικογενειακή τραγωδία δεν θα τελείωνε ωστόσο για την Μπεναζίρ με την εκτέλεση του πατέρα της: το 1985, ο πολιτικοποιημένος αδελφός της Shahnawaz δολοφονείται στο διάμερισμά του: η οικογένεια ισχυρίζεται ότι ο Shahnawaz δηλητηριάστηκε από τη χούντα, χωρίς βέβαια να συλληφθεί ποτέ κανείς. Ο άλλος αδελφός της, Murtaza, επίσης ενεργός ακτιβιστής για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θα σκοτωνόταν αργότερα, το 1996 (την ώρα που η Μπεναζίρ ήταν πρωθυπουργός), σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία του Καράτσι.
Τα χρόνια της Αγγλίας και γάμος
Τον Ιανουάριο του 1984, έπειτα από χρόνια φυλάκισης, απομόνωσης και κατ’ οίκο περιορισμού, ο δικτάτορας -μέσα σε καθεστώς παγκόσμιας κατακραυγής- δίνει άδεια στην οικογένεια να βγει εκτός Πακιστάν για ιατρικούς λόγους. Η Μπεναζίρ περιπλανιέται για λίγο στην Ευρώπη και εγκαθίσταται τελικά αυτοεξόριστη στην Αγγλία, διατηρώντας ωστόσο την ηγεσία του PPP και συνεχίζοντας να αγωνίζεται για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στο Πακιστάν. Το 1985 εμφανίζεται μάλιστα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο και ενημερώνει τους ευρωπαίους ηγέτες για τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στο Πακιστάν. Ως αντίποινα στον λόγο της, ο δικτάτορας ανακοινώνει τη θανατική καταδίκη 54 μελών του κόμματός της. Στις 10 Απριλίου 1986 επιστρέφει με κίνδυνο της ζωής της στο Πακιστάν για να περιοδεύσει σε όλη την επικράτεια αξιώνοντας δημοκρατικές εκλογές. Παρά τη γιγαντιαία εκστρατεία που έχει εγκαινιάσει, θα βρει χρόνο να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον ευκατάστατο γαιοκτήμονα Asif Ali Zardari, με τον γάμο να λαμβάνει χώρα στο Καράτσι στις 18 Δεκεμβρίου 1987. Το ζευγάρι αποκτά τρία παιδιά...
Πρώτη πρωθυπουργική θητεία
Το αεροπορικό δυστύχημα του 1988 που θα στερούσε τη ζωή στον δικτάτορα Zia ul-Haq έμελλε να δώσει τέλος και στη χούντα: η Μπούτο εκλέγεται πρωθυπουργός στις δημοκρατικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1988, τρεις μήνες μάλιστα μετά τη γέννα του πρώτου της παιδιού. Την 2α Δεκεμβρίου 1988 ορκίζεται η κυβέρνησή της και η ίδια περνά στην Ιστορία ως η πρώτη γυναίκα επικεφαλής μουσουλμανικού έθνους. Βρήκε ωστόσο μια έκρυθμη κατάσταση στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, με τη χούντα να έχει υπονομεύσει σοβαρά κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Στην πρώτη της αυτή θητεία στο τιμόνι της χώρας, τα επιτεύγματά της ήταν περιορισμένα, κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης της συντηρητικής αντιπολίτευσης σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία. Καταφέρνει ωστόσο να περάσει πολιτικές για την αναμόρφωση των κοινωνικών υπηρεσιών και τον εκμοντερνισμό του κράτους, χειρισμούς που οι συντηρητικοί καταδίκαζαν ως «δυτικοποίηση». Επιπλέον, υποβαθμίζει προοδευτικά τον ρόλο της στρατιωτικής ηγεσίας στην άσκηση πολιτικής, κάνοντας τη δομή του κράτους σαφώς ορθολογικότερη. Ήταν ωστόσο και τα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, με την ίδια να εξομαλύνει τις σχέσεις με την Αμερική και να γίνεται σύμμαχος των ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να θυσιάζει την κριτική της ματιά: κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή της στην Αμερική το 1989, δεν διστάζει να εκφράσει στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους την αντίθεσή της στην υποστήριξη που παρείχαν οι ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν, αποκαλώντας τους «Φρανκενστάιν της Αμερικής». Ταυτόχρονα, επιδίωξε ενεργά την καλή γειτονία με την Ινδία, υπογράφοντας εμπορικές συμφωνίες, παρά το τεταμένο κλίμα των δύο χωρών για την τύχη του Κασμίρ. Η αυξανόμενη κόντρα της ωστόσο με τον πρόεδρο του Πακιστάν Ghulam Ishaq Khan θα έφερνε το πράγμα σε αδιέξοδο: το ημι-προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας έδινε αυξημένες αρμοδιότητες στον πρόεδρο, με την πρωθυπουργό Μπούτο να χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του για κάθε τροπολογία. Επιχειρεί τότε να αλλάξει το σύστημα σε κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά αποτυγχάνει. Ο Τύπος κατακλύζεται ξαφνικά από αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς στην κυβέρνησή της, την ίδια στιγμή που εκτεταμένο απεργιακό κύμα λαμβάνει χώρα: η ίδια, ανήμπορη να χειριστεί την κατάσταση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου, απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της: ο πρόεδρος την κατηγορεί για διαφθορά και νεποτισμό, της παίρνει την εξουσία και προκηρύσσει εκλογές σε μια στιγμή που ήταν σίγουρος ότι η Μπούτο θα έχανε.
Τον Ιανουάριο του 1984, έπειτα από χρόνια φυλάκισης, απομόνωσης και κατ’ οίκο περιορισμού, ο δικτάτορας -μέσα σε καθεστώς παγκόσμιας κατακραυγής- δίνει άδεια στην οικογένεια να βγει εκτός Πακιστάν για ιατρικούς λόγους. Η Μπεναζίρ περιπλανιέται για λίγο στην Ευρώπη και εγκαθίσταται τελικά αυτοεξόριστη στην Αγγλία, διατηρώντας ωστόσο την ηγεσία του PPP και συνεχίζοντας να αγωνίζεται για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στο Πακιστάν. Το 1985 εμφανίζεται μάλιστα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο και ενημερώνει τους ευρωπαίους ηγέτες για τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στο Πακιστάν. Ως αντίποινα στον λόγο της, ο δικτάτορας ανακοινώνει τη θανατική καταδίκη 54 μελών του κόμματός της. Στις 10 Απριλίου 1986 επιστρέφει με κίνδυνο της ζωής της στο Πακιστάν για να περιοδεύσει σε όλη την επικράτεια αξιώνοντας δημοκρατικές εκλογές. Παρά τη γιγαντιαία εκστρατεία που έχει εγκαινιάσει, θα βρει χρόνο να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον ευκατάστατο γαιοκτήμονα Asif Ali Zardari, με τον γάμο να λαμβάνει χώρα στο Καράτσι στις 18 Δεκεμβρίου 1987. Το ζευγάρι αποκτά τρία παιδιά...
Πρώτη πρωθυπουργική θητεία
Το αεροπορικό δυστύχημα του 1988 που θα στερούσε τη ζωή στον δικτάτορα Zia ul-Haq έμελλε να δώσει τέλος και στη χούντα: η Μπούτο εκλέγεται πρωθυπουργός στις δημοκρατικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1988, τρεις μήνες μάλιστα μετά τη γέννα του πρώτου της παιδιού. Την 2α Δεκεμβρίου 1988 ορκίζεται η κυβέρνησή της και η ίδια περνά στην Ιστορία ως η πρώτη γυναίκα επικεφαλής μουσουλμανικού έθνους. Βρήκε ωστόσο μια έκρυθμη κατάσταση στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, με τη χούντα να έχει υπονομεύσει σοβαρά κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Στην πρώτη της αυτή θητεία στο τιμόνι της χώρας, τα επιτεύγματά της ήταν περιορισμένα, κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης της συντηρητικής αντιπολίτευσης σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία. Καταφέρνει ωστόσο να περάσει πολιτικές για την αναμόρφωση των κοινωνικών υπηρεσιών και τον εκμοντερνισμό του κράτους, χειρισμούς που οι συντηρητικοί καταδίκαζαν ως «δυτικοποίηση». Επιπλέον, υποβαθμίζει προοδευτικά τον ρόλο της στρατιωτικής ηγεσίας στην άσκηση πολιτικής, κάνοντας τη δομή του κράτους σαφώς ορθολογικότερη. Ήταν ωστόσο και τα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, με την ίδια να εξομαλύνει τις σχέσεις με την Αμερική και να γίνεται σύμμαχος των ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να θυσιάζει την κριτική της ματιά: κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή της στην Αμερική το 1989, δεν διστάζει να εκφράσει στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους την αντίθεσή της στην υποστήριξη που παρείχαν οι ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν, αποκαλώντας τους «Φρανκενστάιν της Αμερικής». Ταυτόχρονα, επιδίωξε ενεργά την καλή γειτονία με την Ινδία, υπογράφοντας εμπορικές συμφωνίες, παρά το τεταμένο κλίμα των δύο χωρών για την τύχη του Κασμίρ. Η αυξανόμενη κόντρα της ωστόσο με τον πρόεδρο του Πακιστάν Ghulam Ishaq Khan θα έφερνε το πράγμα σε αδιέξοδο: το ημι-προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας έδινε αυξημένες αρμοδιότητες στον πρόεδρο, με την πρωθυπουργό Μπούτο να χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του για κάθε τροπολογία. Επιχειρεί τότε να αλλάξει το σύστημα σε κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά αποτυγχάνει. Ο Τύπος κατακλύζεται ξαφνικά από αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς στην κυβέρνησή της, την ίδια στιγμή που εκτεταμένο απεργιακό κύμα λαμβάνει χώρα: η ίδια, ανήμπορη να χειριστεί την κατάσταση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου, απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της: ο πρόεδρος την κατηγορεί για διαφθορά και νεποτισμό, της παίρνει την εξουσία και προκηρύσσει εκλογές σε μια στιγμή που ήταν σίγουρος ότι η Μπούτο θα έχανε.
Η Μπούτο και ο σύζυγός της Ασίφ Ζαρντάρι, ευρέως γνωστός ως «κύριος 10 τοις εκατό», αντιμετώπισαν κατηγορίες ότι λεηλάτησαν τη χώρα. Τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες στο Πακιστάν, την Ελβετία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ για να ερευνηθούν οι διάφοροι τραπεζικοί λογαριασμοί τους.
Δεύτερη πρωθυπουργική θητεία
Στην εκλογική αναμέτρηση του 1990 λοιπόν θα ηττηθεί και σύντομα θα βρεθεί στο δικαστήριο, με κατηγορίες για οικονομικές ατασθαλίες και διαφθορά κατά την περίοδο διακυβέρνησής της: ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν η πολιτική της καριέρα που έμπαινε στο στόχαστρο, με μεθοδευμένες ενέργειες σπίλωσης της δημόσιας εικόνας της. Παρά ταύτα, συνεχίζει να κάνει δυναμική αντιπολίτευση, την ώρα που η δυσαρέσκεια του λαού για τη νέα κυβέρνηση αυξάνει δραματικά, γεγονός που θα εκμεταλλευτεί πολιτικά η Μπούτο και θα καταφέρει να επανεκλεγεί πρωθυπουργός στις εσπευσμένες εκλογές του 1993: ορκίζεται στις 19 Οκτωβρίου για τη δεύτερη θητεία της και σηκώνει τα μανίκια για να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό της πλάνο.
Μια σειρά ωστόσο από φυλετικές μάχες θα υπονόμευαν ανοιχτά τις πολιτικές της, με τα αιματοβαμμένα ξεσπάσματα ρατσιστικής βίας στο Καράτσι να αποδεικνύονται πολύ δύσκολο θέμα για χειρισμό: στέλνει τον στρατό ενάντια στους φανατικούς ισλαμιστές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Τον Αύγουστο μάλιστα του 1993, μέσα στον πυρετό της προεκλογικής περιόδου, πέφτει θύμα δολοφονικής απόπειρας και γλιτώνει από «θαύμα», χωρίς να τραυματιστεί ευτυχώς κανείς.
Η διαφθορά ωστόσο γενικεύεται στα πεπραγμένα της κυβέρνησής της, με την ίδια να βλέπει τη δημοτικότητά της να κατακρημνίζεται όσο τα σκάνδαλα συνέχιζαν να δημοσιοποιούνται. Την ίδια στιγμή, χάνει και την ψήφο των γυναικών, καθώς δεν είδαν να υλοποιούνται οι υποσχέσεις της Μπούτο για καλύτερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ούτε βέβαια έμειναν ικανοποιημένες από τη σθεναρή αντίσταση της πρωθυπουργού στις αμβλώσεις. Στο οικονομικό επίπεδο, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, προσπάθησε να εγκαινιάσει φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, με γενναίες αποκρατικοποιήσεις και μέτρα για την αναθέρμανση της αγοράς. Ανέλαβε μάλιστα προσωπικά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών, με τους χειρισμούς της ωστόσο να μην μπορούν να ανατρέψουν το κλίμα ύφεσης. Το 1995, η κυβέρνηση Μπούτο επιβιώνει από πραξικόπημα της στρατιωτικής ηγεσίας, με την ίδια εξοργισμένη να ζητά την παραδειγματική τιμωρία των πρωτεργατών: μέχρι το 1996, όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν στη φυλακή ή είχαν χάσει τη ζωή τους. Το 1996 βέβαια είναι και η μοιραία χρονιά για την πολιτική της καριέρα: τα εκτεταμένα σκάνδαλα διαφθοράς μελών της κυβέρνησής της θα την έκαναν να χάσει το λαϊκό έρεισμα, με τον νέο πρόεδρο να αποδεσμεύει πρόωρα την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της: τον Νοέμβριο του 1996 εγκαταλείπει οριστικά την πρωθυπουργία.
Αυτοεξορία, επιστροφή και κοινωνικοί αγώνες
Μέσα σε τέτοιο κλίμα κατακραυγής, ήταν επόμενο να χάσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1997. Η ίδια εγκαταλείπει κατόπιν τη χώρα με τα τρία της παιδιά για το Ντουμπάι, την ώρα που ο σύζυγός της μένει πίσω για να δικαστεί. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται εκτός Πακιστάν, συνεχίζει να είναι στο τιμόνι της αντιπολίτευσης και δουλεύει πυρετωδώς για τη διεθνή εικόνα της χώρας, μην παραλείποντας φυσικά να ασκεί δριμεία κριτική στα κακώς κείμενα της νέας κυβέρνησης. Τα σκάνδαλα για διαφθορά στα χρόνια της διακυβέρνησής της δεν λένε ωστόσο να κοπάσουν και η ίδια θα βρεθεί στο στόχαστρο της δικαιοσύνης το 1999: η Μπούτο καταδικάζεται ερήμην σε τρία χρόνια φυλάκισης, ενώ ο σύζυγός της, παρά το γεγονός ότι δεν τελεσιδίκησε ποτέ η υπόθεσή του, θα περνούσε 8 χρόνια στη φυλακή. Η Μπεναζίρ συνεχίζει να ηγείται του κόμματός της από το εξωτερικό, ενώ το 2002 θα επανεκλεγεί και επισήμως πλέον πρόεδρος του PPP. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα θα έβλεπε τη δημοτικότητα της αυτοεξόριστης Μπούτο να αυξάνεται δραστικά, το 2002 ωστόσο ο πρόεδρος Μουσάραφ θα όριζε με διάταγμα το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των δύο πρωθυπουργικών θητειών, κίνηση που είχε βέβαια στο στόχαστρο την πολιτική της καριέρα. Η ίδια, εξαπολύοντας επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα και παρά τις δικαστικές της περιπέτειες με την πακιστανική δικαιοσύνη, επιστρέφει στη χώρα στις 18 Οκτωβρίου 2007, έπειτα από αμνηστία που της έδωσε εν τω μεταξύ ο πρόεδρος Περβέζ Μουσάραφ -σε έναν έξοχο πολιτικό τακτικισμό- για όλες τις υποθέσεις διαφθοράς, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για τον γυρισμό της.
Στην εκλογική αναμέτρηση του 1990 λοιπόν θα ηττηθεί και σύντομα θα βρεθεί στο δικαστήριο, με κατηγορίες για οικονομικές ατασθαλίες και διαφθορά κατά την περίοδο διακυβέρνησής της: ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν η πολιτική της καριέρα που έμπαινε στο στόχαστρο, με μεθοδευμένες ενέργειες σπίλωσης της δημόσιας εικόνας της. Παρά ταύτα, συνεχίζει να κάνει δυναμική αντιπολίτευση, την ώρα που η δυσαρέσκεια του λαού για τη νέα κυβέρνηση αυξάνει δραματικά, γεγονός που θα εκμεταλλευτεί πολιτικά η Μπούτο και θα καταφέρει να επανεκλεγεί πρωθυπουργός στις εσπευσμένες εκλογές του 1993: ορκίζεται στις 19 Οκτωβρίου για τη δεύτερη θητεία της και σηκώνει τα μανίκια για να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό της πλάνο.
Μια σειρά ωστόσο από φυλετικές μάχες θα υπονόμευαν ανοιχτά τις πολιτικές της, με τα αιματοβαμμένα ξεσπάσματα ρατσιστικής βίας στο Καράτσι να αποδεικνύονται πολύ δύσκολο θέμα για χειρισμό: στέλνει τον στρατό ενάντια στους φανατικούς ισλαμιστές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Τον Αύγουστο μάλιστα του 1993, μέσα στον πυρετό της προεκλογικής περιόδου, πέφτει θύμα δολοφονικής απόπειρας και γλιτώνει από «θαύμα», χωρίς να τραυματιστεί ευτυχώς κανείς.
Η διαφθορά ωστόσο γενικεύεται στα πεπραγμένα της κυβέρνησής της, με την ίδια να βλέπει τη δημοτικότητά της να κατακρημνίζεται όσο τα σκάνδαλα συνέχιζαν να δημοσιοποιούνται. Την ίδια στιγμή, χάνει και την ψήφο των γυναικών, καθώς δεν είδαν να υλοποιούνται οι υποσχέσεις της Μπούτο για καλύτερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ούτε βέβαια έμειναν ικανοποιημένες από τη σθεναρή αντίσταση της πρωθυπουργού στις αμβλώσεις. Στο οικονομικό επίπεδο, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, προσπάθησε να εγκαινιάσει φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, με γενναίες αποκρατικοποιήσεις και μέτρα για την αναθέρμανση της αγοράς. Ανέλαβε μάλιστα προσωπικά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών, με τους χειρισμούς της ωστόσο να μην μπορούν να ανατρέψουν το κλίμα ύφεσης. Το 1995, η κυβέρνηση Μπούτο επιβιώνει από πραξικόπημα της στρατιωτικής ηγεσίας, με την ίδια εξοργισμένη να ζητά την παραδειγματική τιμωρία των πρωτεργατών: μέχρι το 1996, όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν στη φυλακή ή είχαν χάσει τη ζωή τους. Το 1996 βέβαια είναι και η μοιραία χρονιά για την πολιτική της καριέρα: τα εκτεταμένα σκάνδαλα διαφθοράς μελών της κυβέρνησής της θα την έκαναν να χάσει το λαϊκό έρεισμα, με τον νέο πρόεδρο να αποδεσμεύει πρόωρα την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της: τον Νοέμβριο του 1996 εγκαταλείπει οριστικά την πρωθυπουργία.
Αυτοεξορία, επιστροφή και κοινωνικοί αγώνες
Μέσα σε τέτοιο κλίμα κατακραυγής, ήταν επόμενο να χάσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1997. Η ίδια εγκαταλείπει κατόπιν τη χώρα με τα τρία της παιδιά για το Ντουμπάι, την ώρα που ο σύζυγός της μένει πίσω για να δικαστεί. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται εκτός Πακιστάν, συνεχίζει να είναι στο τιμόνι της αντιπολίτευσης και δουλεύει πυρετωδώς για τη διεθνή εικόνα της χώρας, μην παραλείποντας φυσικά να ασκεί δριμεία κριτική στα κακώς κείμενα της νέας κυβέρνησης. Τα σκάνδαλα για διαφθορά στα χρόνια της διακυβέρνησής της δεν λένε ωστόσο να κοπάσουν και η ίδια θα βρεθεί στο στόχαστρο της δικαιοσύνης το 1999: η Μπούτο καταδικάζεται ερήμην σε τρία χρόνια φυλάκισης, ενώ ο σύζυγός της, παρά το γεγονός ότι δεν τελεσιδίκησε ποτέ η υπόθεσή του, θα περνούσε 8 χρόνια στη φυλακή. Η Μπεναζίρ συνεχίζει να ηγείται του κόμματός της από το εξωτερικό, ενώ το 2002 θα επανεκλεγεί και επισήμως πλέον πρόεδρος του PPP. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα θα έβλεπε τη δημοτικότητα της αυτοεξόριστης Μπούτο να αυξάνεται δραστικά, το 2002 ωστόσο ο πρόεδρος Μουσάραφ θα όριζε με διάταγμα το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των δύο πρωθυπουργικών θητειών, κίνηση που είχε βέβαια στο στόχαστρο την πολιτική της καριέρα. Η ίδια, εξαπολύοντας επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα και παρά τις δικαστικές της περιπέτειες με την πακιστανική δικαιοσύνη, επιστρέφει στη χώρα στις 18 Οκτωβρίου 2007, έπειτα από αμνηστία που της έδωσε εν τω μεταξύ ο πρόεδρος Περβέζ Μουσάραφ -σε έναν έξοχο πολιτικό τακτικισμό- για όλες τις υποθέσεις διαφθοράς, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για τον γυρισμό της.
Η ανάληψη πολιτικής δράσης και η περιοδεία σε όλη την επικράτεια για τις επικείμενες εκλογές του 2008, έπειτα μάλιστα από 9 χρόνια στην εξορία, θα σημαδευόταν ωστόσο από αιματηρή επίθεση αυτοκτονίας, η οποία άφησε 136 νεκρούς και τουλάχιστον 450 τραυματίες. Η Μπούτο, γνωρίζοντας ότι ρίσκαρε τη ζωή της από τη στιγμή που επέστρεψε στο Πακιστάν, δεν τραυματίζεται, με τον Μουσάραφ ωστόσο να κηρύττει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις 3 Νοεμβρίου. Η Μπεναζίρ χαρακτηρίζει τον στρατιωτικό νόμο του Μουσάραφ ως την «πιο μαύρη μέρα του Πακιστάν» και απειλεί να καλέσει τους υποστηρικτές της σε μαζικές διαδηλώσεις αν δεν απέσυρε ο πρόεδρος το διάταγμα που τον έκανε σχεδόν δικτάτορα. Η Μπούτο συλλαμβάνεται στις 9 Νοεμβρίου και τίθεται εκ νέου σε κατ' οίκο περιορισμό, με την ίδια ωστόσο να μην πτοείται: 4 μέρες αργότερα, καλεί τον Μουσάραφ να παραιτηθεί. Οι δράσεις της θα ανάγκαζαν τελικά τον πρόεδρο να ανακαλέσει τον στρατιωτικό νόμο τον Δεκέμβριο...
Δολοφονία
Στις 27 Δεκεμβρίου 2007, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας (για την αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2008) σε επαρχία του Πακιστάν, η Μπούτο πέφτει νεκρή: ο δολοφόνος την πυροβολεί και κατόπιν πυροδοτεί τα εκρηκτικά που φέρει πάνω του. Η επίθεση αυτοκτονίας αφήνει 28 νεκρούς και τουλάχιστον 100 τραυματίες. Ο καμικάζι αυτοκτονίας χτυπά μάλιστα λίγα μόλις λεπτά αφότου η Μπούτο μίλησε σε ένα ακροατήριο χιλιάδων ανθρώπων σε μια πόλη λίγο έξω από το Ισλαμαμπάντ. Ο πρόεδρος Μουσάραφ δηλώνει πως έχει ήδη ζητήσει τη συνδρομή της βρετανικής Σκότλαντ Γιαρντ στη διαλεύκανση της υπόθεσης, την ίδια στιγμή που ανακοινώνει τριήμερο πένθος για τον χαμό της πολιτικής του αντιπάλου. Χιλιάδες κόσμου συνοδεύει την πρώην πρωθυπουργό στην τελευταία της κατοικία στις 28 Δεκεμβρίου 2007 στο οικογενειακό μαυσωλείο, περιλαμβανομένων του συζύγου της Asif Ali Zardari, των τριών παιδιών και της αδελφής της Sanam. Η Μπούτο ενταφιάζεται δίπλα στον πατέρα της, με τη μοίρα να έχει επιφυλάξει στους δύο λαοφιλείς ηγέτες την ίδια ζοφερή τύχη. Η δολοφονία της χαρισματικής ηγέτιδας δεν θα έμενε ωστόσο αναπάντητη: εξαγριωμένοι οι υποστηρικτές της, κατεβαίνουν σε μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις, οι οποίες κλιμακώνονται σε κοινωνική αναταραχή: κτίρια πυρπολούνται, αυτοκίνητα καίγονται, καταστήματα λεηλατούνται, επιθέσεις συμβαίνουν σε τρένα και μέσα μαζικής μεταφοράς, με τα πρωτόγνωρα γεγονότα να αφήνουν τουλάχιστον 23 νεκρούς. Η εκλογική αναμέτρηση αναβάλλεται για τις 18 Φεβρουαρίου, μια παράταση έξι εβδομάδων, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Φήμες κυκλοφορούν ευρύτατα και ήθελαν την Μπούτο να είναι έτοιμη να παραδώσει σε αμερικανούς αξιωματούχους έκθεση 160 σελίδων που ενοχοποιούσε τον πρόεδρο Μουσάραφ για κινήσεις με σκοπό τη νόθευση της επερχόμενης εκλογικής διαδικασίας. Ο υπουργός Εσωτερικών του Πακιστάν αποκαλύπτει λίγο αργότερα ότι διαθέτει «αδιάσειστες αποδείξεις» ότι πίσω από τη δολοφονία της Μπούτο κρύβεται η αλ-Κάιντα. Μόλις πρόσφατα, στις 26 Απριλίου 2013, ο Μουσάραφ τέθηκε σε κατ’ οίκο περιορισμό για τη φερόμενη εμπλοκή του στη δολοφονία της Μπεναζίρ. Στις 3 Μαΐου μάλιστα, ο εισαγγελέας που ερευνούσε την υπόθεση Μπούτο δολοφονήθηκε στο αυτοκίνητό του κατευθυνόμενος προς το δικαστήριο. Η διαλεύκανση της υπόθεσης εκκρεμεί...
Δολοφονία
Στις 27 Δεκεμβρίου 2007, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας (για την αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2008) σε επαρχία του Πακιστάν, η Μπούτο πέφτει νεκρή: ο δολοφόνος την πυροβολεί και κατόπιν πυροδοτεί τα εκρηκτικά που φέρει πάνω του. Η επίθεση αυτοκτονίας αφήνει 28 νεκρούς και τουλάχιστον 100 τραυματίες. Ο καμικάζι αυτοκτονίας χτυπά μάλιστα λίγα μόλις λεπτά αφότου η Μπούτο μίλησε σε ένα ακροατήριο χιλιάδων ανθρώπων σε μια πόλη λίγο έξω από το Ισλαμαμπάντ. Ο πρόεδρος Μουσάραφ δηλώνει πως έχει ήδη ζητήσει τη συνδρομή της βρετανικής Σκότλαντ Γιαρντ στη διαλεύκανση της υπόθεσης, την ίδια στιγμή που ανακοινώνει τριήμερο πένθος για τον χαμό της πολιτικής του αντιπάλου. Χιλιάδες κόσμου συνοδεύει την πρώην πρωθυπουργό στην τελευταία της κατοικία στις 28 Δεκεμβρίου 2007 στο οικογενειακό μαυσωλείο, περιλαμβανομένων του συζύγου της Asif Ali Zardari, των τριών παιδιών και της αδελφής της Sanam. Η Μπούτο ενταφιάζεται δίπλα στον πατέρα της, με τη μοίρα να έχει επιφυλάξει στους δύο λαοφιλείς ηγέτες την ίδια ζοφερή τύχη. Η δολοφονία της χαρισματικής ηγέτιδας δεν θα έμενε ωστόσο αναπάντητη: εξαγριωμένοι οι υποστηρικτές της, κατεβαίνουν σε μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις, οι οποίες κλιμακώνονται σε κοινωνική αναταραχή: κτίρια πυρπολούνται, αυτοκίνητα καίγονται, καταστήματα λεηλατούνται, επιθέσεις συμβαίνουν σε τρένα και μέσα μαζικής μεταφοράς, με τα πρωτόγνωρα γεγονότα να αφήνουν τουλάχιστον 23 νεκρούς. Η εκλογική αναμέτρηση αναβάλλεται για τις 18 Φεβρουαρίου, μια παράταση έξι εβδομάδων, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Φήμες κυκλοφορούν ευρύτατα και ήθελαν την Μπούτο να είναι έτοιμη να παραδώσει σε αμερικανούς αξιωματούχους έκθεση 160 σελίδων που ενοχοποιούσε τον πρόεδρο Μουσάραφ για κινήσεις με σκοπό τη νόθευση της επερχόμενης εκλογικής διαδικασίας. Ο υπουργός Εσωτερικών του Πακιστάν αποκαλύπτει λίγο αργότερα ότι διαθέτει «αδιάσειστες αποδείξεις» ότι πίσω από τη δολοφονία της Μπούτο κρύβεται η αλ-Κάιντα. Μόλις πρόσφατα, στις 26 Απριλίου 2013, ο Μουσάραφ τέθηκε σε κατ’ οίκο περιορισμό για τη φερόμενη εμπλοκή του στη δολοφονία της Μπεναζίρ. Στις 3 Μαΐου μάλιστα, ο εισαγγελέας που ερευνούσε την υπόθεση Μπούτο δολοφονήθηκε στο αυτοκίνητό του κατευθυνόμενος προς το δικαστήριο. Η διαλεύκανση της υπόθεσης εκκρεμεί...
Το αληθινό πρόσωπο της Μπούτο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ
Τα βιβλία του Γουίλιαμ Ντάλριμπλ κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα και Πατάκη.Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Observer». Μτφ.: Μυρτώ Αθανασοπούλου.
Ένα απ' τα πιο αμφιλεγόμενα κληροδοτήματα της Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν είναι η πρωθυπουργική κατοικία στο κέντρο του Ισλαμαμπάντ. Πρόκειται για ένα ιλιγγιώδες, ψευδομεξικάνικο ράντσο με λευκούς τοίχους και πάτωμα από κόκκινα πλακάκια. Δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό ισλαμικό στοιχείο στο κτίριο, το οποίο είναι σχεδιασμένο από την ίδια. Κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν πολλές φορές δυο και τρεις σε κάθε δωμάτιο· ελαιογραφίες με ηλιοτρόπια κρέμονταν κάτω από κραυγαλέα, επίχρυσα γύψινα διακοσμητικά. Αν σας έδειχναν φωτογραφίες του σπιτιού σε κανένα απ' αυτά τα τηλεπαιχνίδια όπου σου δείχνουν ένα σπίτι και μετά πρέπει να μαντέψεις ποιος ζει σ' αυτό, μπορεί να είχατε αποδώσει αυτήν τη χασιέντα σχεδόν σε οποιονδήποτε εκτός, ίσως, από την πρωθυπουργό μιας πάμφτωχης ισλαμικής δημοκρατίας, που βρίσκεται δίπλα στο Ιράν. Αυτός είναι, βέβαια, και ο λόγος που η Δύση είχε πάντα αδυναμία στην Μπεναζίρ Μπούτο. Οι αρχηγοί των γειτονικών κρατών μπορεί να ήταν φιγούρες απρόβλεπτες και δυνάμει επικίνδυνες, όπως ο Πρόεδρος του Ιράν Αχμαντινετζάντ και μια χούφτα Αφγανοί πολέμαρχοι-έμποροι οπίου, αλλά η Μπούτο έμοιαζε πάντα καθησυχαστικά οικεία στις δυτικές κυβερνήσεις - ήταν μια από μας. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, καθώς ήταν η πρώτη της γλώσσα. Είχε Αγγλίδα γκουβερνάντα, φοίτησε σε μοναστήρι που το λειτουργούσαν Ιρλανδές καλόγριες και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή της με πτυχία από το Χάρβαρντ και την Οξφόρδη. Για τους Αμερικανούς, όσα δεν ήταν η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν πιθανότατα πιο ελκυστικά κι από όσα ήταν. Δεν ανήκε στους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές, δεν είχε γενειάδα, δεν οργάνωνε διαδηλώσεις όπου όλοι κραυγάζουν «Θάνατος στην Αμερική» και δεν εξέδιδε φατβέ εναντίον βραβευμένων με Μπούκερ συγγραφέων, παρ' όλο που ο Σαλμάν Ρουσντί τη γελοιοποίησε ως «Παρθένο με το Σιδηρούν Εσώρουχο» στο μυθιστόρημά του Όνειδος. Ωστόσο, οι λόγοι που έκαναν τη Δύση να αγαπήσει την Μπεναζίρ Μπούτο είναι οι ίδιοι που έκαναν πολλούς Πακιστανούς να αμφιβάλλουν γι' αυτήν. Μπορεί τα αγγλικά της να ήταν άπταιστα, αλλά δεν μπορούσες να πεις το ίδιο για τα ούρντου της, που τα μιλούσε σαν καλοζωισμένη αλλοδαπή: άπταιστα, αλλά σόλοικα. Τα σίντι της ήταν ακόμα χειρότερα· πέρα από λίγες προστακτικές, πελάγωνε εντελώς. Είχε κάτι αρχοντικό, ακόμα και αυτοκρατορικό, η Μπεναζίρ Μπούτο που γνώρισα όταν ήταν πρωθυπουργός. Περπατούσε και μιλούσε μ' έναν προμελετημένα συγκρατημένο και ηγεμονικό τρόπο, και χρησιμοποιούσε συχνά το βασιλικό «εμείς». Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κάτι σαν μπαρόκ σφηκοφωλιά, που τη στεφάνωνε μια λευκή ανάλαφρη μαντίλα. Όλη αυτή η βαμμένη οπτασία μου θύμισε μια από τις αριστοκρατικές Ρωμαίες πριγκίπισσες στην ταινία Καλιγούλας. Αυτή η Μπεναζίρ ήταν πολύ διαφορετική από τη φιγούρα που θυμούνται οι συμφοιτητές της στην Οξφόρδη.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ
Τα βιβλία του Γουίλιαμ Ντάλριμπλ κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα και Πατάκη.Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Observer». Μτφ.: Μυρτώ Αθανασοπούλου.
Ένα απ' τα πιο αμφιλεγόμενα κληροδοτήματα της Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν είναι η πρωθυπουργική κατοικία στο κέντρο του Ισλαμαμπάντ. Πρόκειται για ένα ιλιγγιώδες, ψευδομεξικάνικο ράντσο με λευκούς τοίχους και πάτωμα από κόκκινα πλακάκια. Δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό ισλαμικό στοιχείο στο κτίριο, το οποίο είναι σχεδιασμένο από την ίδια. Κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν πολλές φορές δυο και τρεις σε κάθε δωμάτιο· ελαιογραφίες με ηλιοτρόπια κρέμονταν κάτω από κραυγαλέα, επίχρυσα γύψινα διακοσμητικά. Αν σας έδειχναν φωτογραφίες του σπιτιού σε κανένα απ' αυτά τα τηλεπαιχνίδια όπου σου δείχνουν ένα σπίτι και μετά πρέπει να μαντέψεις ποιος ζει σ' αυτό, μπορεί να είχατε αποδώσει αυτήν τη χασιέντα σχεδόν σε οποιονδήποτε εκτός, ίσως, από την πρωθυπουργό μιας πάμφτωχης ισλαμικής δημοκρατίας, που βρίσκεται δίπλα στο Ιράν. Αυτός είναι, βέβαια, και ο λόγος που η Δύση είχε πάντα αδυναμία στην Μπεναζίρ Μπούτο. Οι αρχηγοί των γειτονικών κρατών μπορεί να ήταν φιγούρες απρόβλεπτες και δυνάμει επικίνδυνες, όπως ο Πρόεδρος του Ιράν Αχμαντινετζάντ και μια χούφτα Αφγανοί πολέμαρχοι-έμποροι οπίου, αλλά η Μπούτο έμοιαζε πάντα καθησυχαστικά οικεία στις δυτικές κυβερνήσεις - ήταν μια από μας. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, καθώς ήταν η πρώτη της γλώσσα. Είχε Αγγλίδα γκουβερνάντα, φοίτησε σε μοναστήρι που το λειτουργούσαν Ιρλανδές καλόγριες και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή της με πτυχία από το Χάρβαρντ και την Οξφόρδη. Για τους Αμερικανούς, όσα δεν ήταν η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν πιθανότατα πιο ελκυστικά κι από όσα ήταν. Δεν ανήκε στους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές, δεν είχε γενειάδα, δεν οργάνωνε διαδηλώσεις όπου όλοι κραυγάζουν «Θάνατος στην Αμερική» και δεν εξέδιδε φατβέ εναντίον βραβευμένων με Μπούκερ συγγραφέων, παρ' όλο που ο Σαλμάν Ρουσντί τη γελοιοποίησε ως «Παρθένο με το Σιδηρούν Εσώρουχο» στο μυθιστόρημά του Όνειδος. Ωστόσο, οι λόγοι που έκαναν τη Δύση να αγαπήσει την Μπεναζίρ Μπούτο είναι οι ίδιοι που έκαναν πολλούς Πακιστανούς να αμφιβάλλουν γι' αυτήν. Μπορεί τα αγγλικά της να ήταν άπταιστα, αλλά δεν μπορούσες να πεις το ίδιο για τα ούρντου της, που τα μιλούσε σαν καλοζωισμένη αλλοδαπή: άπταιστα, αλλά σόλοικα. Τα σίντι της ήταν ακόμα χειρότερα· πέρα από λίγες προστακτικές, πελάγωνε εντελώς. Είχε κάτι αρχοντικό, ακόμα και αυτοκρατορικό, η Μπεναζίρ Μπούτο που γνώρισα όταν ήταν πρωθυπουργός. Περπατούσε και μιλούσε μ' έναν προμελετημένα συγκρατημένο και ηγεμονικό τρόπο, και χρησιμοποιούσε συχνά το βασιλικό «εμείς». Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κάτι σαν μπαρόκ σφηκοφωλιά, που τη στεφάνωνε μια λευκή ανάλαφρη μαντίλα. Όλη αυτή η βαμμένη οπτασία μου θύμισε μια από τις αριστοκρατικές Ρωμαίες πριγκίπισσες στην ταινία Καλιγούλας. Αυτή η Μπεναζίρ ήταν πολύ διαφορετική από τη φιγούρα που θυμούνται οι συμφοιτητές της στην Οξφόρδη.
Εκείνη η Μπεναζίρ ήταν πασίγνωστη στο Ισλαμαμπάντ για τις δωδεκάωρες συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου στις οποίες προέδρευε και για την ικανότητά της να επιβιώνει με τέσσερις ώρες ύπνο. Εκείνη ήταν η Μπεναζίρ που συνέχισε την προεκλογική της εκστρατεία μετά την επίθεση αυτοκτονίας που δέχτηκε η αυτοκινητοπομπή της την πρώτη μέρα που επέστρεψε στο Πακιστάν τον Οκτώβρη, και που αγνόησε μακαρίως τη θανάσιμη για τη ζωή της απειλή προκειμένου να συνεχίσει να αγωνίζεται. Εκείνη η άλλη Μπεναζίρ Μπούτο, με άλλα λόγια, ήταν άφοβη, κάποτε σε βαθμό ηρωισμού, και σκληρή σαν ατσάλι. Η Μπεναζίρ χαιρετίζεται ως μάρτυρας της ελευθερίας και της δημοκρατίας, όμως όχι μόνο δεν ήταν δημοκρατική από φυσικού της, αλλά από πολλές απόψεις ήταν ο άνθρωπος που δυσφήμισε την παράξενη παραλλαγή δημοκρατίας του Πακιστάν, που είναι στην πραγματικότητα μια μορφή «αιρετού φεουδαρχισμού», και ο οποίος βοήθησε να τροφοδοτηθεί η τρέχουσα, κι απ' ό,τι φαίνεται ασταμάτητη, άνοδος των ισλαμιστών. Γιατί η Μπούτο δεν ήταν η Αούνγκ Σαν Σούου Κίι. Είναι εκπληκτικό ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης, 20μηνης περιόδου της πρωθυπουργίας της, δεν κατάφερε να ψηφιστεί ούτε ένας σημαντικός νόμος. Η Διεθνής Αμνηστία κατηγόρησε την κυβέρνησή της ότι είχε μια απ' τις χειρότερες επιδόσεις στον κόσμο σε θανάτους ανθρώπων υπό κράτηση, δολοφονίες και βασανιστήρια. Και στο ίδιο της το κόμμα, αυτοανακυρήχθηκε ισόβια πρόεδρος και αρνήθηκε να αφήσει τον αδερφό της Μουρτάζα να αμφισβητήσει την ηγετική της θέση. Όταν εκείνος επέμεινε να το κάνει, κατέληξε νεκρός από πυροβολισμό, υπό ιδιαιτέρως ύποπτες συνθήκες, έξω από την οικογενειακή οικία. Η σύζυγος του Μουρτάζα Γκίνουα και η κόρη του Φατίμα, όπως και η μητέρα της Μπεναζίρ, πίστευαν ακράδαντα ότι η Μπεναζίρ έδωσε εντολή για τη δολοφονία του. Πολύ πρόσφατα, το φθινόπωρο, η Μπεναζίρ δεν έκανε και δεν είπε τίποτα για να σταματήσει τον Πρόεδρο Μουσάραφ από το να διατάξει την «έκδοση» -με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας- του αντιπάλου της, του Ναουάζ Σαρίφ, στη Σαουδική Αραβία, και να απομακρύνει έτσι από την εκλογική διαδικασία τον τρομερότερο αντίπαλό της. Πολλοί από τους υποστηρικτές της είδαν τη συμφωνία της με τον Μουσάραφ ως προδοσία όλων όσων πρέσβευε το κόμμα της. Πίσω από τις ατέρμονες διακυμάνσεις του Πακιστάν μεταξύ στρατιωτικού καθεστώτος και δημοκρατίας, κρύβεται μια αναπάντεχη συνέχεια ελιτίστικων συμφερόντων: ως ένα βαθμό, στο Πακιστάν οι τάξεις των βιομηχάνων, των στρατιωτικών και των γαιοκτημόνων είναι συγγενικές μεταξύ τους και φροντίζουν η μία την άλλη. Δεν κάνουν, ωστόσο, και πολλά για να φροντίσουν τους φτωχούς. Το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα του Πακιστάν μετά βίας λειτουργεί, και για τους φτωχούς η δικαιοσύνη είναι σχεδόν αδύνατο να αποδοθεί.
Σύμφωνα με την πολιτική αναλύτρια Αΐσα Σιντίκα: «Ο στρατός και τα πολιτικά κόμματα έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι φτωχοί να μπορούν να πάρουν αυτά που χρειάζονται από το κράτος. Έτσι οι φτωχοί έχουν αρχίσει να αναζητούν αλλού τη δικαιοσύνη. Μακροπρόθεσμα, τα μειονεκτήματα του συστήματος θα ανοίξουν περισσότερο χώρο για τους φονταμενταλιστές». Στη Δύση, πολλοί δεξιοί σχολιαστές του ισλαμικού κόσμου τείνουν να βλέπουν την προέλαση του πολιτικού Ισλάμ ως θρίαμβο ενός αντι-φιλελεύθερου και παράλογου «ισλαμο-φασισμού». Κι όμως μεγάλο μέρος της επιτυχίας των ισλαμιστών σε χώρες σαν το Πακιστάν απορρέει από την ικανότητά τους να παρουσιάζονται ως υπέρμαχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αντιμάχονται ανθρώπους σαν την Μπεναζίρ Μπούτο, οι οποίοι προέρχονται την ισλαμική ελίτ που κυβερνά το μεγαλύτερο μέρος του ισλαμικού κόσμου, από το Καράτσι ως τη Βυρηττό, τη Ραμάλα και το Κάιρο. Αυτή την ελίτ οι ισλαμιστές την παρουσιάζουν με επιτυχία ως πλούσια, διεφθαρμένη, παρακμιακή και εκδυτικοποιημένη. Η φήμη της τεράστιας διαφθοράς ακολουθούσε την Μπεναζίρ. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της, η οργάνωση ενάντια στη διαφθορά Διεθνής Διαφάνεια αποκάλεσε το Πακιστάν μία από τις τρεις πιο διεφθαρμένες χώρες στον κόσμο. Η Μπούτο και ο σύζυγός της Ασίφ Ζαρντάρι, ευρέως γνωστός ως «κύριος 10 τοις εκατό», αντιμετώπισαν κατηγορίες ότι λεηλάτησαν τη χώρα. Τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες στο Πακιστάν, την Ελβετία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ για να ερευνηθούν οι διάφοροι τραπεζικοί λογαριασμοί τους. Όταν πήρα συνέντευξη από τον Αμπντούλ Ρασίντ Γκάζι στο Κόκκινο Τζαμί του Ισλαμαμπάντ, λίγο πριν το θάνατό του στην έφοδο στο συγκρότημα τον περασμένο Ιούλιο, επέστρεφε συνέχεια στο θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης: «Θέλουμε οι ηγέτες μας να είναι τίμιοι άνθρωποι» μου είπε. «Αλλά τώρα οι ηγέτες ζουν πολυτελή ζωή την ώρα που χιλιάδες αθώα παιδιά έχουν άδειο στομάχι και δεν μπορούν καν να βρουν τα είδη πρώτης ανάγκης». Αυτή είναι η αιτία της ανόδου των ισλαμιστών στο Πακιστάν και ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί άνθρωποι τους υποστηρίζουν: είναι η μόνη δύναμη σ' αυτήν τη χώρα που είναι ικανή ν' αντιμετωπίσει τους γαιοκτήμονες και τα ξαδέρφια τους τους στρατιωτικούς. Γι' αυτό σε όλες τις πρόσφατες εκλογές τα ισλαμικά κόμματα έχουν αυξήσει απίστευτα το εκλογικό τους μερίδιο, γι' αυτό ελέγχουν ήδη την περιοχή των Βορειοδυτικών Συνόρων και το Μπαλουχιστάν, και γι' αυτό είναι εκείνοι που πιθανότατα θα επωφεληθούν από την τρέχουσα κρίση. Η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν μια θαρραλέα, κοσμική και φιλελεύθερη γυναίκα. Αλλά η θλίψη για το χαμό αυτής της θαρραλέας πολεμίστριας δεν πρέπει να επισκιάζει το γεγονός ότι, ως φιλοδυτική φεουδάρχης ηγέτιδα που έκανε ελάχιστα για τους φτωχούς, έπαιζε κεντρικό ρόλο τόσο στα προβλήματα του Πακιστάν όσο και στη λύση τους.