Είναι ένας μύθος της όπερας μαζί με τον Παβαρότι και τον Ντομίνγκο. Ενας από τους Τρεις Τενόρους! Ο άνθρωπος που ξεκίνησε βλέποντας στο σινεμά τον «Μεγάλο Καρούζο» και ζωντανά τη Ρενάτα Τεμπάλντι στην «Αΐντα», στην Οπερα της Βαρκελώνης. Μετά συνάντησε τη Μονσεράτ Καμπαγέ, λάτρεψε τη φωνή του Καρούζο, την εκφραστικότητα του Ντι Στέφανο και τον διευθυντή ορχήστρας Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Η καριέρα του είναι μεγάλη αλλά, όπως όλοι οι τυχεροί του κόσμου τούτου, στη μεγάλη του ακμή ήρθε μια ατυχία και τον χτύπησε κατακέφαλα, για να τον μετρήσει, για να μετρήσει και ο ίδιος τη δύναμη που έκρυβε μέσα του... «Κύριε Καρέρας» του είπε ένα πρωινό ο γιατρός του «έχετε λευχαιμία!». Νόσος θανατηφόρος σπάνια διαφεύγεις τον θάνατο! Ο Χοσέ Καρέρας τα κατάφερε... Σώθηκε. Και όχι μόνο σώθηκε, επέστρεψε και στο τραγούδι.
Ο José Carreras κατέχει μια εξέχουσα θέση στο χώρο της μουσικής βιομηχανίας και του κλασικού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Sants μια συνοικία της εργατικής τάξης στη Βαρκελώνη και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας Carrera. Το 1951 η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αργεντινή σε μια ανεπιτυχή αναζήτηση για μια καλύτερη ζωή, ώστε σε ένα χρόνο επέστρεψε στο Sants, όπου ο Carreras πέρασε τελικά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο Carreras ήταν 8 ετών όταν έδωσε την πρώτη του παράσταση στο Εθνικό Ισπανικό Ραδιόφωνο, τον Δεκέμβριο του 1954 με τη συνοδεία του πιάνου από την Magda Prunera, ενώ από πολύ νωρίς είχε δείξει την αγάπη του για τη μουσική ειδικά όταν 6 μόλις ετών είχε δει τον Mario Lanza στο The Great Carouzo. Οι γονείς του με προτροπή του παππού του Salvador Coll, έναν ερασιτέχνη τενόρο αποταμίευσαν χρήματα για τα μαθήματα μουσικής του νεαρού Jose, στο Δημοτικό Ωδείο της Βαρκελώνης. Καθ’ όλη την εφηβεία του, συνέχισε να σπουδάζει μουσική , προχωρώντας στο Conservatori Superior de Musica del Licieu και κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα φωνητικής, αρχικά με τον Franscisco Puig και αργότερα με τον Juan Ruax, τον οποίο και ο Carreras αναγνωρίζει ως τον καλλιτεχνικό του πατέρα. Εκτός βέβαια από τις σπουδές του στην μουσική ο Jose Carreras ακολούθησε και τη συμβουλή της οικογένειάς του να ασχοληθεί και με κάποια πιο σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία. Έτσι ξεκίνησε να φοιτά στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης το οποίο όμως εγκατέλειψε ύστερα από 2 χρόνια για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο τραγούδι.
«Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικός παράγων στη ζωή και στην εξέλιξή μας το περιβάλλον. Δε λέω, μπορεί κάποιος να έχει μέσα του δύναμη και αποφασιστικότητα που να πηγάζει από το ταλέντο του, την επιθυμία του να κάνει αυτό και όχι κάτι άλλο στη ζωή του, αλλά συνήθως από τα πρώτα πράγματα με τα οποία πρέπει να παλέψει για να καταφέρει να κάνει κάποιος αυτό που θέλει είναι οι δικοί του άνθρωποι, το ίδιο του το περιβάλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο δρόμος προς την επιτυχία των ονείρων σου γίνεται πολύ πιο δύσκολος. Χάνεις πολύτιμο χρόνο. Μερικές φορές μάλιστα είναι τόσο ισχυρές οι αντιστάσεις του περιβάλλοντος που οδηγούν ακόμα και πολύ ταλαντούχους ανθρώπους σε λάθος δρόμο. Το ταλέντο είναι ένα φως στο σκοτάδι του μέλλοντος που απλώνεται μπροστά μας αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανό να αντισταθεί σε ένα αντιδραστικό περιβάλλον. Το περιβάλλον άλλωστε έχει στο οπλοστάσιό του ένα όπλο ανίκητο: το συναίσθημα. Το συναίσθημα κάποιες στιγμές μπορεί να τυφλώσει τη λογική και να την υποτάξει».
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1970 με τις παραστάσεις του Nabucco και της Lucrezia Borgia στο Gran Teatre del Liceu στην Βαρκελώνη. Πολύ γρήγορα από την πρώτη του εμφάνιση η καριέρα του ακολούθησε ανοδική πορεία καθώς έπαιξε στα πιο γνωστά φεστιβάλ και τις πιο διάσημες όπερες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων της Όπερας της Σκάλας του Μιλάνου το 1975 (Un Ballo in Maschera), της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης το 1974 (Τόσκα), της Όπερας του Σαν Φρανσίσκο το 1973 (Μποέμ), της Staatsoper της Βιέννης το 1974 (Rigoletto), της Royal Opera House του Λονδίνου, το 1974 (La Traviata), της Όπερας του Μονάχου το 1974 (Τόσκα), της Lyric Opera του Σικάγο το 1976 (Un Ballo in Maschera) καθώς και το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το 1976 (Don Carlo) , του Aix en Provence το 1977 (Roberto Devereux), του Εδιμβούργου το 1982 (Requiem του Verdi) και της Βερόνα το 1984 (Carmen). Ο José Carreras έχει συνεργαστεί με διεθνώς καταξιωμένους μαέστρους του χώρου, συμπεριλαμβανομένων του Herbert von Karajan, του Claudio Abbado, του Riccardo Muti, του Lorin Maazel, του Riccardo Chailly, του Colin Davis, του Giuseppe Sinopoli, του James Levine, του Carlo Maria Giulini, του Leonard Bernstein και του Zubin Mehta και με τους πιο διάσημους σκηνοθέτες όπως ο Franco Zeffirelli, ο Jean Pierre Ponelle, ο Giorgio Strehler, ο Luigi Comencini και ο Harold Prince.
| |
«Η ψυχή. Η ψυχή κάνει τα μεγάλα έργα. Το μυαλό μπορεί να βοηθάει να ολοκληρωθούν αλλά η ψυχή τα γεννάει. Εγώ πάντα πίστευα ότι η ψυχή είναι εκείνη που μας κάνει να τραγουδάμε υπέροχα. Το μυαλό είναι εκείνο που φιλτράρει και η φωνή είναι απλώς το όργανο που εκτελεί. Η ανάγκη όμως να τραγουδήσουμε πηγάζει από την ψυχή, από τον όγκο αυτόν των συναισθημάτων που κουβαλάει ένας άνθρωπος μέσα του. Νομίζω τώρα που το ξανασκέφτομαι ότι τα μεγάλα έργα είναι αποτέλεσμα και της ψυχής και του μυαλού. Η ψυχή είναι η γεννήτρια που δίνει το ρεύμα, από εκεί πηγάζουν τα πάντα. Από εκεί και πέρα το μυαλό, φιλτράρει, μας λέει τι είναι καλό και τι δεν είναι, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη. Και μετά έρχεται το ταλέντο του συνθέτη, του μαέστρου, του τραγουδιστή».
Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει πάνω από 60 όπερες από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι εκείνες του Andrea Chenier, La bohème, Tosca, Werther, Don Carlo, Carmen, La Forza del destino, I Pagliacci, L΄Elisir d΄amore και Un Ballo in Maschera. Εκτός από τις οπερατικές του δραστηριότητές, ο José Carreras έχει δώσει συχνά συναυλίες με διάφορες αφορμές στις μεγαλύτερες και πιο γνωστές καλλιτεχνικές αίθουσες του κόσμου. Αυτές περιλαμβάνουν το Carnegie Hall και το Avery Fisher Hall της Νέας Υόρκης, το Royal Festival Hall, το Barbican και το Royal Albert Hall του Λονδίνου, τη Salle Pleyel στο Παρίσι, τις αίθουσες συναυλιών Musikverein και Konzerthaus της Βιέννης, τη Philharmonie του Βερολίνου, το Suntory Hall και το NHK Hall του Τόκιο, το Festspielhaus Grosses του Σάλτσμπουργκ, τη Philharmonie και το Hercules Saal του Μονάχου, το Palau de la Música της Βαρκελώνης, το Teatro Real της Μαδρίτης και την Accademia Santa Cecilia της Ρώμης. Ενώ, το τεράστιο συναυλιακό του ρεπερτόριο περιλαμβάνει πάνω από 600 τίτλους τραγουδιών σε διαφορετικό στυλ που ξεκινούν από το μπαρόκ και φτάνουν μέχρι και την σύγχρονη μουσική. Επιπλέον, ο José Carreras έχει εμφανιστεί σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της όπερας που γυρίστηκαν σε ταινίες για την τηλεόραση και τον κινηματογράφου όπως το La Bohème, το I Lombardi, το Andrea Chenier, το Turandot, την Carmen, το Requiem του Verdi, τον Don Carlo, το La Forza del destino, το Steffelio, την Fedora and Jerusalem. Δύο από τις ταινίες του έχουν ξεχωρίσει, η πρώτη είναι το Romanza Final, μια ταινία για την ζωή του Julian Gayarre όπου υποδύεται και τον ομώνυμο ρόλο και η δεύτερη πρόκειται για το A Life Story όπου είναι μια αναφορά στην ζωή και την πορεία του ίδιου του José Carreras. Μάλιστα, η ταινία αυτή είχε πρωταθεί στο Hollywood για βραβείο Emmy, το 1995, το οποίο και του απονεμήθηκε τελικά από την Academy of Arts and Sciences of the US Television.
| |
«Ευτυχώς για μένα η όπερα είναι το χόμπι μου. Οποτε είμαι ελεύθερος το βράδυ, προτιμώ να πηγαίνω στην όπερα είτε είμαι στο Σαν Φρανσίσκο είτε στο Λονδίνο, στη Βιέννη ή στη Νέα Υόρκη. Είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνεις τα καλά που πρέπει να κάνεις και τα κακά που πρέπει να αποφεύγεις. Η κάθε περίσταση όμως έχει τη μουσική που της ταιριάζει. Το ότι είμαι τραγουδιστής της όπερας δεν σημαίνει ότι ακούω μόνο συμφωνική ή μόνο κλασική μουσική. Πιστεύω ότι όλα τα είδη της μουσικής που έχουν ένα επίπεδο έχουν και αξία. Μπορώ, αν χρειαστεί, να ακούσω και Μπρους Σπρίνγκστιν όχι βέβαια επί ώρες αλλά μπορώ να τον ακούσω. Μου αρέσει, πιστεύω ότι είναι μεγάλος καλλιτέχνης στον χώρο τον οποίο εκπροσωπεί. Το 80% πάντως του χρόνου μου το αφιερώνω στο να ακούω κλασική μουσική».
Το 1990 στη Ρώμη, το 1994 στο Λος Άντζελες και το 1998 στο Παρίσι, μαζί με τους εξαίρετους συναδέλφους του Plácido Domingo και Luciano Pavarotti, ο José Carreras πραγματοποίησε έκτακτες συναυλίες τις οποίες παρακολούθησαν πάνω από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, και οι οποίες δημιούργησαν μια άνευ προηγουμένου επίδραση στον κόσμο της όπερας. Το 1992 εργάσθηκε ως μουσικός διευθυντής των Ολυμπιακών Αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στη Βαρκελώνη. Ανάμεσα στα πολυάριθμα εθνικά και διεθνή βραβεία και διακρίσεις που του έχουν απονεμηθεί είναι το Grand Prix du Disque, το Luigi Illica Prize, ένα βραβείο Grammy, το Sir Lawrence Olivier Award για την ερμηνεία του στην παράσταση Stiffelio στη Royal Opera House, το Kammersänger και Δια Βίου Επίτιμο Μέλος της Vienna Staatsoper, Επίτιμο Μέλος του Royal Academy of Music του Λονδίνου, το Χρυσό Μετάλλιο του Ισπανικού Ινστιτούτο της Νέας Υόρκης, το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης της Βιέννης, το Χρυσό Μετάλλιο Καλών Τεχνών από την Αυτού Μεγαλειότητα Βασιλέα της Ισπανίας, το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης της Βαρκελώνης, το Χρυσό Μετάλλιο της Generalitat της Catalunya, το Prince of Asturias Award, το Commandeur de l΄Ordre des Arts et des Lettres and Chevalier dans l΄Ordre de la Légion d΄Honneur de la République Française, το Gran Croce di Cavaliere και Grande Ufficiale della Repubblica Italiana, το Grand Honour Award της Αυστριακής Δημοκρατίας, Πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO. Από το 1988, πέραν των μουσικών και καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων, έχει αναλάβει την προεδρία, με πλήρη αφοσίωση και ενθουσιασμό του José Carreras International Leukaemia Foundation, με έδρα τη Βαρκελώνη και με υποκαταστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ελβετία και τη Γερμανία.
Ο Καρέρας πάντα μιλάει με θερμά λόγια για ανθρώπους που τον στήριξαν στα πρώτα του βήματα όπως τη Μονσεράτ Καμπαγιέ ή τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν με τον οποίο συνεργάστηκε για 14 χρόνια. O μεγάλος μαέστρος είχε δηλώσει την εποχή που ο Καρέρας έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή: «Είναι ένας αξιαγάπητος άνθρωπος και όντας ακόμη νέος θα κάνει μια νέα αρχή στην καριέρα του». Από τις όπερες που έχει εμφανιστεί, ο Χοσέ Καρέρας ξεχωρίζει την «Κάρμεν» του Μπιζέ, τον «Βέρθερο» του Μασνέ, τον «Χορό των μεταμφιεσμένων» του Βέρντι και τους «Μποέμ» του Πουτσίνι.