Ο Τζιακομέτι ανήκει στους σημαντικότερους γλύπτες του 20ου αιώνα. Το έργο του χαρακτηρίζεται από στοιχεία του κυβισμού, του σουρεαλισμού και των φιλοσοφικών αναζητήσεων του υπαρξισμού και της ανθρώπινης φύσης (conditio humana) Το 1935 σταμάτησε να ασχολείται με τον σουρεαλισμό και αφοσιώθηκε στις "Συνθέσεις με Φιγούρες". Στο διάστημα 1938-1944 οι φιγούρες αυτές δεν ξεπερνούσαν σε μέγεθος τα 7 εκ.Ο Τζιακομέτι ήθελε να αντικατοπτρίζουν την απόσταση που έβλεπε να υπάρχει μεταξύ του καλλιτέχνη και του μοντέλου του. Την μεταπολεμική περίοδο δημιούργησε τα πιο γνωστά έργα του. Τα πολύ μεγάλα και λεπτά αγάλματα ενσωμάτωσαν μια νέα εμπειρία του Τζιακομέτι: την διαφορά που αναγνώρισε ανάμεσα στην μέχρι τότε οπτική του ίδιου και αυτής του κινηματογράφου και της φωτογραφίας. Μέσω της υποκειμενικής οπτικής εμπειρίας δημιούργησε την πλαστική απεικόνιση όχι ως σωματική απομίμηση, αλλά ως φαντασιακή εικόνα σε έναν ταυτόχρονα πραγματικό και φαντασιακό, απτό αλλά και μη προσβάσιμο
Γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1901 στην Ελβετία. Φοίτησε στη Σχολή Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων της Γενεύης και το 1922 μετακόμισε στο Παρίσι για σπουδές δίπλα στον γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ. Σχεδίαζε και ζωγράφιζε, αλλά η γλυπτική αποτελούσε πάντοτε τη μεγάλη του αγάπη. «Αυτό που θέλω να πω, αυτό που πιστεύω, είναι ότι, είτε πρόκειται για γλυπτική είτε για ζωγραφική, τελικά το μόνο που μετράει είναι το σχέδιο» έλεγε. Ηταν αλήθεια πως γοητευόταν πολύ και από το σχέδιο. Ο Φράνσις Μπέικον υποστήριζε ότι αποτελούσε «έναν από τους καλύτερους σχεδιαστές όλων των εποχών». Η μεταφυσική μορφή των γλυπτών του άρχισε να σχηματοποιείται στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν διένυε τη σουρεαλιστική περίοδό του. Η επιμήκυνση των σωμάτων, των άκρων και των προσώπων ήρθε τα αμέσως επόμενα χρόνια. Είναι εκείνες οι παράξενες και αδύνατες, σαν σπιρτόξυλα, μορφές που αποτελούν το σήμα κατατεθέν του έργου του και που πολλοί θεωρούν ότι περιγράφει τη μοναξιά των ανθρώπων. Το 1940 συνδέθηκε φιλικά με το ζευγάρι των Σιμόν Ντε Μποβουάρ και Ζαν Πολ Σαρτρ, προσχωρώντας πια στο κίνημα του υπαρξισμού, ενώ το 1962 έλαβε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Μπιενάλε της Βενετίας. Πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 1966
Τα άσαρκα του Τζιακομέτι
Με την έκρηξη του πολέμου το 1939, ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι άρχισε μια σειρά από έργα, ανθρώπινες φιγούρες, όχι σε αληθινά μοντέλα, αλλά από μνήμης. Κάθε φορά που προσπαθούσε να δημιουργήσει την εικόνα της μορφής εκείνης ενός ανθρώπου που κάποτε είχε γνωρίσει ή δει, το έργο κατέληγε όλο και μικρότερο. Το πρόβλημα χειροτέρεψε όταν έφυγε από το Παρίσι. Πίσω στη γενέτειρά του Ελβετία, ο Τζιακομέτι ξανάπιασε το ίδιο γλυπτό, μιας γυναίκας που κάποτε είχε δει στη Λεωφόρο Σεν Μισέλ, και το έβλεπε ολοένα να λιγοστεύει μέσα στα χέρια του. Τελικά, όταν γύρισε στο Παρίσι, η δουλειά που κουβαλούσε μαζί του, χώραγε σε ένα κουτί σπίρτων.Οι άνθρωποι του Τζιακομέτι δεν περπατούν, οι γυναίκες στέκονται, οι άνδρες δρασκελίζουν, αλλά μέσα από τη γραμμή των σωμάτων τους μεταδίδεται ένα είδος άρρηκτης συνομιλίας. Και το σώμα τους δεν είναι παρά μια μαύρη μεταλλική γραμμή στο πάχος μολυβιού, που δεν έχει καν μέλη. Κι όμως, τα σώματα αυτά με μια αδιόρατη, ανεξήγητη, σχεδόν μαγική στροφή ή συστροφή ή απλώς μια υποδήλωση και των δύο, αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά. Οπως οι αληθινοί άνθρωποι, τα γλυπτά του Τζιακομέτι όσο και αν μοιάζουν στο πρώτο βλέμμα, το ένα είναι εντελώς διαφορετικό από το άλλο. Αυτές οι ανεπαίσθητες διαφορές - παραμορφώσεις είναι το σήμα κατατεθέν του Τζιακομέτι στη σύγχρονη γλυπτική, όπως είναι οι τρύπες στα μαρμάρινα γλυπτά του Χένρι Μουρ.
Με την έκρηξη του πολέμου το 1939, ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι άρχισε μια σειρά από έργα, ανθρώπινες φιγούρες, όχι σε αληθινά μοντέλα, αλλά από μνήμης. Κάθε φορά που προσπαθούσε να δημιουργήσει την εικόνα της μορφής εκείνης ενός ανθρώπου που κάποτε είχε γνωρίσει ή δει, το έργο κατέληγε όλο και μικρότερο. Το πρόβλημα χειροτέρεψε όταν έφυγε από το Παρίσι. Πίσω στη γενέτειρά του Ελβετία, ο Τζιακομέτι ξανάπιασε το ίδιο γλυπτό, μιας γυναίκας που κάποτε είχε δει στη Λεωφόρο Σεν Μισέλ, και το έβλεπε ολοένα να λιγοστεύει μέσα στα χέρια του. Τελικά, όταν γύρισε στο Παρίσι, η δουλειά που κουβαλούσε μαζί του, χώραγε σε ένα κουτί σπίρτων.Οι άνθρωποι του Τζιακομέτι δεν περπατούν, οι γυναίκες στέκονται, οι άνδρες δρασκελίζουν, αλλά μέσα από τη γραμμή των σωμάτων τους μεταδίδεται ένα είδος άρρηκτης συνομιλίας. Και το σώμα τους δεν είναι παρά μια μαύρη μεταλλική γραμμή στο πάχος μολυβιού, που δεν έχει καν μέλη. Κι όμως, τα σώματα αυτά με μια αδιόρατη, ανεξήγητη, σχεδόν μαγική στροφή ή συστροφή ή απλώς μια υποδήλωση και των δύο, αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά. Οπως οι αληθινοί άνθρωποι, τα γλυπτά του Τζιακομέτι όσο και αν μοιάζουν στο πρώτο βλέμμα, το ένα είναι εντελώς διαφορετικό από το άλλο. Αυτές οι ανεπαίσθητες διαφορές - παραμορφώσεις είναι το σήμα κατατεθέν του Τζιακομέτι στη σύγχρονη γλυπτική, όπως είναι οι τρύπες στα μαρμάρινα γλυπτά του Χένρι Μουρ.
Αυτές όμως οι φιγούρες, οι αποσκελετωμένες, οι σαρακοφαγωμένες, άσαρκες δίχως χέρια και πόδια, ούτε μπούστα ή πορτρέτα, ούτε τύποι, εξαϋλωμένες (παρ' ότι από μέταλλο), αλλά βαθιά ριζωμένες στον τόπο που βρίσκονται, ίσως είναι το όραμα του δημιουργού τους για το ανθρώπινο είδος. Ισως, αυτό να είναι υπαρξισμός. Πώς μπορεί να ξέρει κανείς τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί του; Οι άνθρωποι είναι ανερμήνευτοι, σύνθετοι και αβάσταχτα μόνοι, όπως θα έλεγε την ίδια εποχή, στην ίδια πόλη, στους ίδιους δρόμους και καφέ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Ισως, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που δεν χρειάζεται ερμηνείες, γιατί είναι κάτι που νιώθεται όταν βρίσκεται κανείς εμπρός στα τόσο απλά στην αινιγματικότητά τους έργα. Είναι φιγούρες σε ομάδες, φιγούρες μόνες, κεφάλια που δίνουν την εντύπωση ότι μόλις βγήκαν από τα δάχτυλα του πλάστη τους. Τόσο χλωρά μέσα στο πανάρχαιο είδος τους. «Η τέχνη είναι η κατοικία του οράματος», είχε πει ο Τζιακομέτι και αυτή είναι η βασική αλήθεια της ίδιας του της δημιουργίας. Οραμα, όπως το λέει η λέξη, είναι κάτι που βλέπει κανείς και το νόημά τους τα έργα του Τζιακομέτι το αποκτούν στην πράξη, όταν τα κοιτάζει κανείς. Αυτή η εμπειρία είναι η ουσία τους. Και να κοιτάζει κανείς τα έργα του Τζιακομέτι είναι πρώτα απ' όλα και πέρα από κάθε αίνιγμα μια ευχαρίστηση, μια απόλαυση. Το κεφάλι του αδελφού του Ντιέγκο, π. χ., που βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή της Τέιτ Μόντερν στο Λονδίνο. Μοιάζει με το κρανίο στους «Πρεσβευτές» του Χολμπάιν, που για να το διακρίνεις ολόκληρο, πρέπει να το κοιτάξεις από μια ορισμένη γωνία. Ομως, και τότε δεν εμφανίζεται καθαρά.
Στον Τζιακομέτι άρεσε να φαντάζεται τις φιγούρες του να στέκονται σε μια γωνιά του δρόμου ή να διασχίζουν μια πλατεία του πραγματικού κόσμου. Εάν τα έργα του είναι πραγματικοί άνθρωποι και όχι τύποι ή σύμβολα (φιγούρες σταματημένες σε μια στιγμή της κίνησής τους) γίνονται τέτοιοι από τους άλλους ανθρώπους που τους κοιτάζουν - τους θεατές είτε σε μια αίθουσα εκθέσεων είναι είτε έξω από αυτήν.