Όλα θα ξεκινούσαν το 1957 στο Λίβερπουλ της Αγγλίας, όταν ο Τζων Λένον γνώρισε τον Πωλ ΜακΚάρτνεϊ και του πρότεινε να προσχωρήσει στο γκρουπ του, σχηματίζοντας προοδευτικά την πιο πετυχημένη συνεργασία στην ιστορία της μουσικής. Μετά τη διάσπαση των Beatles, ο Λένον και η σύζυγός του Γιόκο Όνο βάλθηκαν να διαλύσουν με τη μουσική τους τα κοινωνικά ταμπού, τόσο στις μουσικές τους συνθέσεις όσο και τις δημόσιες εμφανίσεις τους. Κι όταν ο Λένον δολοφονήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1980, φαινόταν ότι έμπαινε σε μια νέα φάση της ζωής του, σαφώς πιο αισιόδοξη. Έμελλε όμως, αντιθέτως, να γίνει ένα από τα οικουμενικά σύμβολα της ειρήνης, τόσο με τους λογής ακτιβιστές όσο και με τους λάτρεις της ροκ να συνεχίζουν να τον τιμούν με τον τρόπο που του πρέπει.
Ο Τζον Ουίνστον Λένον γεννιέται στις 9 Οκτωβρίου 1940 στο Λίβερπουλ της Αγγλίας μέσα σε οικογένεια της εργατικής τάξης. Σε ηλικία 4 ετών ωστόσο οι γονείς του χωρίζουν και η ανατροφή του ανατίθεται στη θεία, με τον πατέρα του, καμαρότο σε κρουαζιερόπλοια, να απέχει από τη ζωή του μικρού Τζον στα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής του. Όσο για τη μητέρα του, σύντομα θα ξαναπαντρευτεί, αφήνοντας μόνιμα πια τον Λένον στο σπίτι της θείας. Η ίδια ωστόσο του έμαθε πώς να παίζει πιάνο και μπάντζο, αλλά του αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Ο Λένον χάνει σε ηλικία 18 ετών (Ιούλιος 1958) τη μητέρα του σε τροχαίο δυστύχημα, με τον αιφνίδιο θάνατό της να αποτελεί ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της ζωής του. Όσο για τον ίδιο ως παιδί, ήταν γνωστός φαρσέρ και δαιμόνιο πνεύμα, μπλέκοντας συνεχώς σε περιπέτειες. Το καλλιτεχνικό του ταλέντο έκανε νωρίς-νωρίς την εμφάνισή του, με τον νεαρό Λένον να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει ιδιαιτέρως καλά...
Η γέννηση των Beatles
Ήταν η εκτόξευση του «βασιλιά» Έλβις Πρίσλεϊ στην κορυφή της ροκ που ώθησε τον 16χρονο Λένον να ιδρύσει το δικό του συγκρότημα, τους «Quarry Men» (από το όνομα του σχολείου τους, Quarry Bank High School). Και σε μια ευτυχή τροπή της μοίρας, ο Λένον γνωρίζει τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ σε εκκλησιαστικό φεστιβάλ στις 6 Ιουλίου 1957 και πολύ σύντομα τον καλεί να προσχωρήσει στην μπάντα του. Οι δυο τους θα έγραφαν τραγούδια μαζί και θα σχημάτιζαν το ένα γκρουπ πίσω από το άλλο, με το τελευταίο να είναι τελικά οι Beatles! Ο ΜακΚάρτνεϊ είναι που σύστησε τον Τζορτζ Χάρισον στον Λένον τον επόμενο χρόνο, με τον ίδιο και τον συμφοιτητή του στην Καλών Τεχνών Stuart Sutcliffe να προσχωρούν επίσης στο συγκρότημα του Λένον. Και ψάχνοντας πάντα για καλό ντράμερ, το συγκρότημα καταλήγει τελικά στον Pete Best το 1960. Η πρώτη τους ηχογράφηση έρχεται το 1958, με το τραγούδι του Buddy Holly «That'll be the Day». Στην πραγματικότητα, ήταν η μπάντα του Holly, οι Crickets, που ενέπνευσε το συγκρότημα του Λένον να αλλάξουν το όνομά τους σε Beatles. Κι έτσι, το 1961 οι Beatles μπαίνουν στο στόχαστρο του Brian Epstein, βλέποντάς τους να εμφανίζονται μόνιμα πια στο Cavern Club του Λίβερπουλ. Ως νέος τους ατζέντης, ο Epstein τους εξασφάλισε συμβόλαιο για δίσκο με την EMI. Με την προσθήκη του νέου ντράμερ Ρίνγκο Σταρ (Richard Starkey) αλλά και παραγωγό τον George Martin, η μπάντα κυκλοφορεί το πρώτο της σινγκλ, το «Love Me Do», τον Οκτώβριο του 1962, το οποίο σκαρφάλωσε μέχρι τη 17η θέση των βρετανικών charts. Ο Λένον γράφει το επόμενο σινγκλ των Beatles, το «Please Please Me», το οποίο πιάνει κορυφή στα charts, με τα υπόλοιπα να είναι λίγο-πολύ Ιστορία. Το συγκρότημα έμελλε να γίνει η δημοφιλέστερη μπάντα της Αγγλίας, έχοντας στο ενεργητικό της ασύλληπτες επιτυχίες όπως τα «She Loves You» και «I Want To Hold Your Hand». Ο Λένον παντρεύτηκε τη Cynthia Powell τον Αύγουστο του 1962 και το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Julian.Η Cynthia έπρεπε ωστόσο να κρατά πολύ χαμηλό προφίλ στη σχέση τους, καθώς η Beatlemania ερχόταν και ερχόταν ολοταχώς. Το ζευγάρι χώρισε το 1968, αν και ο Λένον θα ξαναπαντρευόταν την επόμενη χρονιά: στις 20 Μαρτίου 1969 νυμφεύεται τη γιαπωνέζα αβαν-γκαρντ καλλιτέχνιδα Γιόκο Όνο, την οποία είχε γνωρίσει σε γκαλερί τον Νοέμβριο του 1966...
Η γέννηση των Beatles
Ήταν η εκτόξευση του «βασιλιά» Έλβις Πρίσλεϊ στην κορυφή της ροκ που ώθησε τον 16χρονο Λένον να ιδρύσει το δικό του συγκρότημα, τους «Quarry Men» (από το όνομα του σχολείου τους, Quarry Bank High School). Και σε μια ευτυχή τροπή της μοίρας, ο Λένον γνωρίζει τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ σε εκκλησιαστικό φεστιβάλ στις 6 Ιουλίου 1957 και πολύ σύντομα τον καλεί να προσχωρήσει στην μπάντα του. Οι δυο τους θα έγραφαν τραγούδια μαζί και θα σχημάτιζαν το ένα γκρουπ πίσω από το άλλο, με το τελευταίο να είναι τελικά οι Beatles! Ο ΜακΚάρτνεϊ είναι που σύστησε τον Τζορτζ Χάρισον στον Λένον τον επόμενο χρόνο, με τον ίδιο και τον συμφοιτητή του στην Καλών Τεχνών Stuart Sutcliffe να προσχωρούν επίσης στο συγκρότημα του Λένον. Και ψάχνοντας πάντα για καλό ντράμερ, το συγκρότημα καταλήγει τελικά στον Pete Best το 1960. Η πρώτη τους ηχογράφηση έρχεται το 1958, με το τραγούδι του Buddy Holly «That'll be the Day». Στην πραγματικότητα, ήταν η μπάντα του Holly, οι Crickets, που ενέπνευσε το συγκρότημα του Λένον να αλλάξουν το όνομά τους σε Beatles. Κι έτσι, το 1961 οι Beatles μπαίνουν στο στόχαστρο του Brian Epstein, βλέποντάς τους να εμφανίζονται μόνιμα πια στο Cavern Club του Λίβερπουλ. Ως νέος τους ατζέντης, ο Epstein τους εξασφάλισε συμβόλαιο για δίσκο με την EMI. Με την προσθήκη του νέου ντράμερ Ρίνγκο Σταρ (Richard Starkey) αλλά και παραγωγό τον George Martin, η μπάντα κυκλοφορεί το πρώτο της σινγκλ, το «Love Me Do», τον Οκτώβριο του 1962, το οποίο σκαρφάλωσε μέχρι τη 17η θέση των βρετανικών charts. Ο Λένον γράφει το επόμενο σινγκλ των Beatles, το «Please Please Me», το οποίο πιάνει κορυφή στα charts, με τα υπόλοιπα να είναι λίγο-πολύ Ιστορία. Το συγκρότημα έμελλε να γίνει η δημοφιλέστερη μπάντα της Αγγλίας, έχοντας στο ενεργητικό της ασύλληπτες επιτυχίες όπως τα «She Loves You» και «I Want To Hold Your Hand». Ο Λένον παντρεύτηκε τη Cynthia Powell τον Αύγουστο του 1962 και το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Julian.Η Cynthia έπρεπε ωστόσο να κρατά πολύ χαμηλό προφίλ στη σχέση τους, καθώς η Beatlemania ερχόταν και ερχόταν ολοταχώς. Το ζευγάρι χώρισε το 1968, αν και ο Λένον θα ξαναπαντρευόταν την επόμενη χρονιά: στις 20 Μαρτίου 1969 νυμφεύεται τη γιαπωνέζα αβαν-γκαρντ καλλιτέχνιδα Γιόκο Όνο, την οποία είχε γνωρίσει σε γκαλερί τον Νοέμβριο του 1966...
Beatlemania
ο 1964, οι Beatles έγιναν το πρώτο βρετανικό συγκρότημα που «χτύπησε» τη μουσική σκηνή των ΗΠΑ, κάνοντας το ντεμπούτο τους στη δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή «The Ed Sullivan Show» στις 9 Φεβρουαρίου 1964.
Η αμερικανική ψύχωση με την μπάντα ήταν γεγονός! Η Beatlemania εγκαινίασε τη «βρετανική εισβολή» ροκ συγκροτημάτων στις ΗΠΑ, φαινόμενο που περιλάμβανε φυσικά τόσο τους Rolling Stones όσο και τους Kinks. Μετά τη μνημειώδη εμφάνισή τους στην αμερικανική τηλεόραση, οι Beatles επιστρέφουν στην Αγγλία για να γυρίσουν την πρώτη τους ταινία, το «A Hard Day's Night» (1964), και να ετοιμαστούν για την πρώτη τους παγκόσμια περιοδεία. Το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ, το «Help!», κυκλοφορεί το 1965, αναγκάζοντας τον Ιούνιο τη βασίλισσα Ελισάβετ Β' να ανακοινώσει ότι οι Beatles θα ήταν πλέον «Member of the Order of the British Empire»! Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, η τετράδα εμφανίζεται μπροστά σε 55.600 ανθρώπους στο στάδιο Shea της Νέας Υόρκης, γράφοντας μουσική ιστορία για το ρεκόρ των περισσότερων θεατών σε συναυλία! Όταν οι Beatles επέστρεψαν στη Βρετανία, ηχογράφησαν το καινοτόμο μουσικά άλμπουμ «Rubber Soul» (1965), το οποίο σηματοδότησε τη στροφή του συγκροτήματος σε στίχους πέραν των ερωτικών τραγουδιών και της ποπ φόρμουλας που τους είχε κάνει διάσημους. Μέχρι το 1966 βέβαια, η μαγεία της Beatlemania είχε αρχίσει να φθίνει, παρά τις διακηρύξεις του Λένον ότι οι Beatles ήταν «πιο διάσημοι και από τον Ιησού πια», γεγονός που πυροδότησε καταγγελίες και άλλα υπέροχα γεγονότα στις ΗΠΑ. Το συγκρότημα σταμάτησε τις περιοδείες μετά τη συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο στις 29 Αυγούστου 1966.Έπειτα από ένα παρατεταμένο διάλειμμα, η μπάντα επέστρεψε στη δισκογραφία, επεκτείνοντας τους πειραματικούς της ήχους, επηρεασμένοι πια από τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και άλλες μουσικές ακροβασίες. Το πρώτο δείγμα δεν ήταν άλλο από το σινγκλ «Penny Lane/Strawberry Fields Forever», το οποίο ακολουθήθηκε από τον δίσκο «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band» (1967), το οποίο παραμένει μουσικό αριστούργημα και θεωρείται από πολλούς ως το κορυφαίο ροκ άλμπουμ όλων των εποχών...
Οι Beatles διαλύονται
Οι Beatles δέχτηκαν ένα ισχυρό πλήγμα όταν ο μάνατζέρ τους Epstein πέθανε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών στις 27 Αυγούστου 1967. Συγκλονισμένοι από τον χαμό του, την ηγεσία της μπάντας αναλαμβάνει ο ΜακΚάρτνεϊ και το φθινόπωρο κινηματογραφούν το «Magical Mystery Tour», το οποίο χαντακώθηκε από τους κριτικούς. Παρά ταύτα, το soundtrack της ταινίας, που περιείχε το τραγούδι του Λένον «I Am The Walrus», παραμένει η πιο αινιγματική και αποκρυφιστική δουλειά τους. Μετά τη σχετική εισπρακτική αποτυχία του «Magical Mystery Tour», οι Beatles αποσύρονται στην Ινδία για δύο μήνες στις αρχές του 1968, ανακαλύπτοντας τον υπερβατικό διαλογισμό των γιόγκι. Η επόμενη δουλειά τους, το «Apple Corps Ltd», μαστίστηκε από κακοδιαχείριση. Τον Ιούλιο ωστόσο το γκρουπ θα γνώριζε την τελευταία του μνημειώδη υστερική υποδοχή του κόσμου, στην πρεμιέρα του νέου τους φιλμ «Yellow Submarine»! Τον Νοέμβριο του 1968, το διπλό άλμπουμ της μπάντας, «The Beatles» (γνωστό επίσης ως «The White Album»), φανέρωνε τις αποκλίνουσες κατευθύνσεις που είχαν πάρει τα μέλη της. Μέχρι τότε, η καλλιτεχνική συνεργασία του Λένον με τη δεύτερη γυναίκα του Γιόκο Όνο είχε αρχίσει να προκαλεί τριγμούς στο εσωτερικό του συγκροτήματος: οι Λένον και Όνο είχαν εφεύρει ένα νέο είδος ειρηνικής διαμαρτυρίας, μένοντας στο κρεβάτι την ώρα που έδιναν συνεντεύξεις. Το περίφημο σινγκλ τους μάλιστα «Give Peace a Chance» (1969) έγινε κάτι σαν «εθνικός ύμνος» όλων των πασιφιστικών κινημάτων! Ο Λένον εγκατέλειψε τους Beatles τον Σεπτέμβριο του 1969, μόλις το συγκρότημα ολοκλήρωσε την ηχογράφηση του δίσκου «Abbey Road». Τα νέα της αποχώρησής του κρατήθηκαν φυσικά μυστικό μέχρι τον Απρίλιο του 1970, όταν ο ΜακΚάρντεϊ ανακοίνωσε τη δική του αποχώρηση, έναν μήνα πριν από την κυκλοφορία του «Let It Be»...
ο 1964, οι Beatles έγιναν το πρώτο βρετανικό συγκρότημα που «χτύπησε» τη μουσική σκηνή των ΗΠΑ, κάνοντας το ντεμπούτο τους στη δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή «The Ed Sullivan Show» στις 9 Φεβρουαρίου 1964.
Η αμερικανική ψύχωση με την μπάντα ήταν γεγονός! Η Beatlemania εγκαινίασε τη «βρετανική εισβολή» ροκ συγκροτημάτων στις ΗΠΑ, φαινόμενο που περιλάμβανε φυσικά τόσο τους Rolling Stones όσο και τους Kinks. Μετά τη μνημειώδη εμφάνισή τους στην αμερικανική τηλεόραση, οι Beatles επιστρέφουν στην Αγγλία για να γυρίσουν την πρώτη τους ταινία, το «A Hard Day's Night» (1964), και να ετοιμαστούν για την πρώτη τους παγκόσμια περιοδεία. Το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ, το «Help!», κυκλοφορεί το 1965, αναγκάζοντας τον Ιούνιο τη βασίλισσα Ελισάβετ Β' να ανακοινώσει ότι οι Beatles θα ήταν πλέον «Member of the Order of the British Empire»! Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, η τετράδα εμφανίζεται μπροστά σε 55.600 ανθρώπους στο στάδιο Shea της Νέας Υόρκης, γράφοντας μουσική ιστορία για το ρεκόρ των περισσότερων θεατών σε συναυλία! Όταν οι Beatles επέστρεψαν στη Βρετανία, ηχογράφησαν το καινοτόμο μουσικά άλμπουμ «Rubber Soul» (1965), το οποίο σηματοδότησε τη στροφή του συγκροτήματος σε στίχους πέραν των ερωτικών τραγουδιών και της ποπ φόρμουλας που τους είχε κάνει διάσημους. Μέχρι το 1966 βέβαια, η μαγεία της Beatlemania είχε αρχίσει να φθίνει, παρά τις διακηρύξεις του Λένον ότι οι Beatles ήταν «πιο διάσημοι και από τον Ιησού πια», γεγονός που πυροδότησε καταγγελίες και άλλα υπέροχα γεγονότα στις ΗΠΑ. Το συγκρότημα σταμάτησε τις περιοδείες μετά τη συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο στις 29 Αυγούστου 1966.Έπειτα από ένα παρατεταμένο διάλειμμα, η μπάντα επέστρεψε στη δισκογραφία, επεκτείνοντας τους πειραματικούς της ήχους, επηρεασμένοι πια από τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και άλλες μουσικές ακροβασίες. Το πρώτο δείγμα δεν ήταν άλλο από το σινγκλ «Penny Lane/Strawberry Fields Forever», το οποίο ακολουθήθηκε από τον δίσκο «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band» (1967), το οποίο παραμένει μουσικό αριστούργημα και θεωρείται από πολλούς ως το κορυφαίο ροκ άλμπουμ όλων των εποχών...
Οι Beatles διαλύονται
Οι Beatles δέχτηκαν ένα ισχυρό πλήγμα όταν ο μάνατζέρ τους Epstein πέθανε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών στις 27 Αυγούστου 1967. Συγκλονισμένοι από τον χαμό του, την ηγεσία της μπάντας αναλαμβάνει ο ΜακΚάρτνεϊ και το φθινόπωρο κινηματογραφούν το «Magical Mystery Tour», το οποίο χαντακώθηκε από τους κριτικούς. Παρά ταύτα, το soundtrack της ταινίας, που περιείχε το τραγούδι του Λένον «I Am The Walrus», παραμένει η πιο αινιγματική και αποκρυφιστική δουλειά τους. Μετά τη σχετική εισπρακτική αποτυχία του «Magical Mystery Tour», οι Beatles αποσύρονται στην Ινδία για δύο μήνες στις αρχές του 1968, ανακαλύπτοντας τον υπερβατικό διαλογισμό των γιόγκι. Η επόμενη δουλειά τους, το «Apple Corps Ltd», μαστίστηκε από κακοδιαχείριση. Τον Ιούλιο ωστόσο το γκρουπ θα γνώριζε την τελευταία του μνημειώδη υστερική υποδοχή του κόσμου, στην πρεμιέρα του νέου τους φιλμ «Yellow Submarine»! Τον Νοέμβριο του 1968, το διπλό άλμπουμ της μπάντας, «The Beatles» (γνωστό επίσης ως «The White Album»), φανέρωνε τις αποκλίνουσες κατευθύνσεις που είχαν πάρει τα μέλη της. Μέχρι τότε, η καλλιτεχνική συνεργασία του Λένον με τη δεύτερη γυναίκα του Γιόκο Όνο είχε αρχίσει να προκαλεί τριγμούς στο εσωτερικό του συγκροτήματος: οι Λένον και Όνο είχαν εφεύρει ένα νέο είδος ειρηνικής διαμαρτυρίας, μένοντας στο κρεβάτι την ώρα που έδιναν συνεντεύξεις. Το περίφημο σινγκλ τους μάλιστα «Give Peace a Chance» (1969) έγινε κάτι σαν «εθνικός ύμνος» όλων των πασιφιστικών κινημάτων! Ο Λένον εγκατέλειψε τους Beatles τον Σεπτέμβριο του 1969, μόλις το συγκρότημα ολοκλήρωσε την ηχογράφηση του δίσκου «Abbey Road». Τα νέα της αποχώρησής του κρατήθηκαν φυσικά μυστικό μέχρι τον Απρίλιο του 1970, όταν ο ΜακΚάρντεϊ ανακοίνωσε τη δική του αποχώρηση, έναν μήνα πριν από την κυκλοφορία του «Let It Be»...
Σόλο καριέρα
Όχι πολύ αργότερα από την οριστική διάλυση των Beatles, το 1970, ο Λένον κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, το «John Lennon/Plastic Ono Band», με πειραματικούς και μινιμαλιστικούς ήχους, μουσικό μοτίβο που θα επαναλάβει και το 1971 με το μοναδικό «Imagine», το πιο εμπορικά πετυχημένο και μουσικά καταξιωμένο άλμπουμ του στη μετά-Beatles εποχή: ήταν τα χρόνια της αγάπης και του έρωτα. Ο Λένον και η Όνο μετακόμισαν στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 1971, κινδυνεύοντας συνεχώς με απέλαση από τη διακυβέρνηση Νίξον! Ο ακτιβισμός του Λένον κατά του Πολέμου του Βιετνάμ τον είχε μετατρέψει σε εχθρό της κυβέρνησης, η οποία έβρισκε βολικό πάτημα στην καταδίκη του Λένον για μαριχουάνα το 1968 στην Αγγλία. Και μόνο αφότου παραιτήθηκε ο Νίξον από το τιμόνι της Αμερικής θα έπαιρνε ο Λένον μόνιμη άδεια παραμονής στη χώρα (1976)! Το 1972, την ώρα που πάλευε να παραμείνει στις ΗΠΑ, έδωσε μια συναυλία στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης για τα παιδιά με νοητικές παθήσεις, συνεχίζοντας να προωθεί την ειρήνη σε κάθε ευκαιρία. Η μάχη του ωστόσο με την κυβέρνηση θα άφηνε το στίγμα της στον γάμο του, με το ζευγάρι να χωρίζει το φθινόπωρο του 1973. Ο Λένον μετακινείται στο Λος Άντζελες, παρτάροντας με τη νέα του πια σύντροφο May Pang.
Παρά τις περιπέτειες της προσωπικής του ζωής, συνέχιζε να κυκλοφορεί επιτυχίες: «Mind Games» (1973), «Walls and Bridges» (1974) και «Rock 'n' Roll» (1975). Την ίδια εποχή, ο Λένον συνεργάζεται τόσο με τον Ντέιβιντ Μπόουι όσο και τον Έλτον Τζον. Οι Λένον και Όνο βρέθηκαν και πάλι μαζί το 1974 και ήρθε ο ερχομός του μόνου τους παιδιού, του γιου Sean, ο οποίος γεννήθηκε στα 35α γενέθλια του Λένον (9 Οκτωβρίου 1975). Λίγο μετά, ο Λένον αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μουσική για να αφιερωθεί στην πατρότητα...
Τραγικό τέλος
Το 1980, ο Λένον επέστρεψε στη μουσική βιομηχανία με το άλμπουμ «Double Fantasy», στο οποίο περιλαμβανόταν η επιτυχία «(Just Like) Starting Over». Ως τραγική ειρωνεία θα 'λεγε κανείς, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Λένον έπεφτε στο πεζοδρόμιο από σφαίρες διαταραγμένου ψυχικά οπαδού του έξω από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη. Ο κορυφαίος τραγουδοποιός πέθανε σε νεοϋρκέζικο νοσοκομείο στις 8 Δεκεμβρίου 1980, σε ηλικία 40 ετών. Η δολοφονία του Λένον είχε, και συνεχίζει να έχει, πρωτοφανή επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα. Εκατομμύρια κόσμος πένθησαν τον χαμό του θρυλικού μουσικού, την ώρα που οι πωλήσεις των δίσκων του γνώρισαν νέο ρεκόρ. Το άδικο τέλος του βύθισε τον κόσμο της μουσικής στη θλίψη και το πένθος. Ο Λένον περιλήφθηκε μετά θάνατον τόσο στο Hall of Fame των Στιχουργών (1987) όσο και το αντίστοιχο του Rock and Roll (1994), παραμένοντας μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής...
Όχι πολύ αργότερα από την οριστική διάλυση των Beatles, το 1970, ο Λένον κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, το «John Lennon/Plastic Ono Band», με πειραματικούς και μινιμαλιστικούς ήχους, μουσικό μοτίβο που θα επαναλάβει και το 1971 με το μοναδικό «Imagine», το πιο εμπορικά πετυχημένο και μουσικά καταξιωμένο άλμπουμ του στη μετά-Beatles εποχή: ήταν τα χρόνια της αγάπης και του έρωτα. Ο Λένον και η Όνο μετακόμισαν στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 1971, κινδυνεύοντας συνεχώς με απέλαση από τη διακυβέρνηση Νίξον! Ο ακτιβισμός του Λένον κατά του Πολέμου του Βιετνάμ τον είχε μετατρέψει σε εχθρό της κυβέρνησης, η οποία έβρισκε βολικό πάτημα στην καταδίκη του Λένον για μαριχουάνα το 1968 στην Αγγλία. Και μόνο αφότου παραιτήθηκε ο Νίξον από το τιμόνι της Αμερικής θα έπαιρνε ο Λένον μόνιμη άδεια παραμονής στη χώρα (1976)! Το 1972, την ώρα που πάλευε να παραμείνει στις ΗΠΑ, έδωσε μια συναυλία στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης για τα παιδιά με νοητικές παθήσεις, συνεχίζοντας να προωθεί την ειρήνη σε κάθε ευκαιρία. Η μάχη του ωστόσο με την κυβέρνηση θα άφηνε το στίγμα της στον γάμο του, με το ζευγάρι να χωρίζει το φθινόπωρο του 1973. Ο Λένον μετακινείται στο Λος Άντζελες, παρτάροντας με τη νέα του πια σύντροφο May Pang.
Παρά τις περιπέτειες της προσωπικής του ζωής, συνέχιζε να κυκλοφορεί επιτυχίες: «Mind Games» (1973), «Walls and Bridges» (1974) και «Rock 'n' Roll» (1975). Την ίδια εποχή, ο Λένον συνεργάζεται τόσο με τον Ντέιβιντ Μπόουι όσο και τον Έλτον Τζον. Οι Λένον και Όνο βρέθηκαν και πάλι μαζί το 1974 και ήρθε ο ερχομός του μόνου τους παιδιού, του γιου Sean, ο οποίος γεννήθηκε στα 35α γενέθλια του Λένον (9 Οκτωβρίου 1975). Λίγο μετά, ο Λένον αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μουσική για να αφιερωθεί στην πατρότητα...
Τραγικό τέλος
Το 1980, ο Λένον επέστρεψε στη μουσική βιομηχανία με το άλμπουμ «Double Fantasy», στο οποίο περιλαμβανόταν η επιτυχία «(Just Like) Starting Over». Ως τραγική ειρωνεία θα 'λεγε κανείς, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Λένον έπεφτε στο πεζοδρόμιο από σφαίρες διαταραγμένου ψυχικά οπαδού του έξω από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη. Ο κορυφαίος τραγουδοποιός πέθανε σε νεοϋρκέζικο νοσοκομείο στις 8 Δεκεμβρίου 1980, σε ηλικία 40 ετών. Η δολοφονία του Λένον είχε, και συνεχίζει να έχει, πρωτοφανή επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα. Εκατομμύρια κόσμος πένθησαν τον χαμό του θρυλικού μουσικού, την ώρα που οι πωλήσεις των δίσκων του γνώρισαν νέο ρεκόρ. Το άδικο τέλος του βύθισε τον κόσμο της μουσικής στη θλίψη και το πένθος. Ο Λένον περιλήφθηκε μετά θάνατον τόσο στο Hall of Fame των Στιχουργών (1987) όσο και το αντίστοιχο του Rock and Roll (1994), παραμένοντας μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής...
Τζον Λένον, η ψυχή των Μπιτλς
Η ιστορική συνέντευξη στον Σάιον Βένερ, ιδρυτή και διευθυντή του περιοδικού Ρόλινγκ Στόουν:
Ήταν 25 Νοεμβρίου του 1969, όταν ο Τζον Λένον, μέλος των Μπιτλς, με μια δραματική χειρονομία επέστρεψε στην βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας το μετάλλιο της Βρετανικής αυτοκρατορίας, που του είχε απονεμηθεί τέσσερα χρόνια πριν. Ήταν μια χειρονομία διαμαρτυρίας για την υποστήριξή της Αγγλίας προς τις ΗΠΑ στον βρόμικο πόλεμο του Βιετνάμ και για την πολιτική της χώρας στο αιματοκύλισμα της Μπιάφρα, που τότε προσπαθούσε να απαλλαγεί από τη νιγηριανή θηλιά. Το 1971, λίγο μετά την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη, έδωσε μια ιστορική συνέντευξη στον Σάιον Βένερ, ιδρυτή και διευθυντή του περιοδικού Ρόλινγκ Στόουν: 30.000 λέξεις, δυο συνεχόμενα βράδια, ένας χείμαρρος κατηγοριών και αποκαλύψεων. Στα αποσπάσματα που ακολουθούν, ο Λένον μιλά έξω από τα δόντια για τις ίντριγκες, τις αντιπαλότητες, το «ξεπούλημα» των Μπιτλς και το δικό του άδηλο μέλλον.
- Είσαι οι Μπιτλς;
«Όχι, είμαι ο εαυτός μου. Ο Πολ δεν είναι οι Μπιτλς, όπως δεν ήταν ο Μπράιαν Επστάιν ούτε είναι ο Ντικ Τζέιμς. Οι Μπιτλς είναι οι Μπιτλς. Καθένας έχει τη δική του οντότητα. Ο Τζορτζ ήταν ένας τραγουδιστής που είχε δικό του συγκρότημα προτού έρθει μαζί μας. Στο συγκρότημα, καθένας μας παίζει το δικό του ρόλο».
- Λένε πως οι Μπιτλ ήταν οι τέσσερις διαφορετικές πλευρές ενός και του αυτού πράγματος: τι απέγιναν αυτές οι τέσσερις πλευρές;
«Απλά θυμήθηκαν πως είναι ξεχωριστά άτομα. Κάπου, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι κοντέψαμε να πιστέψουμε στο μύθο των Μπιτλς. Δεν ξέρω αν οι άλλοι ακόμη το πιστεύουν. Ήμασταν τέσσερις τύποι. Γνώρισα τον Πολ και του είπα: “θέλεις να ’ρθεις στο συγκρότημά μου;". Έπειτα ήρθαν ο Τζορτζ και ο Ρίνγκο. Ήμασταν απλά ένα συγκρότημα που μεταμορφώθηκε σε κάτι μεγάλο, πολύ μεγάλο. Αυτό είναι όλο».
- Τι συνέβη με τους Μπιτλς;
«Κάπου χαθήκαμε. Τα καλύτερα κομμάτια από τη κοινή μας δουλειά ποτέ δεν ηχογραφήθηκαν. Ήμασταν βασικά ερμηνευτές κι όταν παίζαμε σε μπαράκια δημιουργούσαμε ήχους φανταστικούς, κανείς δεν μπορούσε να μας επισκιάσει στη Βρετανία. Αλλά από τη στιγμή που γνωρίσαμε την επιτυχία, όλα πήγαν στράφι. Μας επέβαλαν κουστούμια και κουρέματα, μας τυποποίησαν. Πουληθήκαμε. Η μουσική μας ήταν νεκρή προτού καν κάνουμε τη μεγάλη περιοδεία στα θέατρα του Ηνωμένου Βασιλείου. Μας ανάγκαζαν να παίζουμε σε 20 λεπτά κομμάτια που θα έπρεπε να κρατήσουν 2 ώρες και να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια κάθε βράδυ. Γι’ αυτό και δεν προοδεύσαμε μουσικά σαν συγκρότημα. Η μουσική των Μπιτλς πέθανε τότε. Ήταν το τέλος: πουληθήκαμε και δεχτήκαμε να πεθάνουμε με αντάλλαγμα την επιτυχία».
- Γιατί τόση αντιπαλότητα με τον Πολ (Μακ Κάρτνεϊ);
«Όταν είδα την ταινία Let it Be στεναχωρήθηκα βαθιά. Ένιωσα ότι έγινε από τον Πολ για να δοξάσει ...τον Πολ. Και νομίζω ότι αυτός ήταν από τους βασικούς λόγους που διαλυθήκαμε. Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος του Τζορτζ, αλλά ξέρω πολύ καλά πως όλοι μας είχαμε μπουχτίσει να είμαστε οι μουσικοί που συνόδευαν τον Πολ. Κι όλη η ταινία σχεδιάστηκε με ένα μόνο στόχο: Να εστιάσει η κάμερα πάνω στον Πολ και σε κανέναν άλλο».
- Πώς φτάσατε στη διάλυση;
«Μετά το θάνατο του Μπράιαν, βυθιστήκαμε. Ο Πολ ανέλαβε τα ηνία και υποτίθεται πως μας καθοδηγούσε. Και πού μας οδήγησε; Πάψαμε να λειτουργούμε σαν ομάδα. Απλώς κάναμε κύκλους, ανακυκλωνόμαστε στα ίδια και τα ίδια. Αυτή ήταν η αιτία που διαλύθηκαν οι Μπιτλς».
- Πότε σταμάτησες να γράφεις τραγούδια με τον Πολ;
«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1962. Δε θυμάμαι καλά, αλλά αν μου δείξεις τους δίσκους μπορώ να σου πω με ακρίβεια ποιος έγραψε κάθε μουσική φράση. Συχνά το κάναμε μαζί. Αλλά, αν εξαιρέσουμε τον πρώτο καιρό, τα καλύτερα κομμάτια μας τα κάναμε πάντα καθένας ξεχωριστά. Το θέμα "One after 909" από το άλμπουμ Let it be, το έγραψα όταν ήμουν 17 ή 18 χρόνων».
- Πώς θα χαρακτήριζες τις σχέσεις του Τζορτζ, του Πολ και του Ρίνγκο με την Γιόκο;
«Φρίκη. Δεν την πήγαιναν. Μπορείς να βρεις τις δηλώσεις που έχει κάνει ο Πολ: έχουν δημοσιευτεί σε πλήθος περιοδικά. Ο Πολ έχει ομολογήσει ότι στην αρχή τη μισούσε, αλλά αργότερα άρχισε να τη συμπαθεί. Για μένα ήταν πολύ αργά. Είμαι με τη Γιόκο. Γιατί θα έπρεπε να ανεχτώ τις χυδαιότητες όλων αυτών των ανθρώπων; Είπαν ότι φαινόταν απαίσια στην ταινία Let it be. Δοκίμασε και εσύ να μοιραστείς 60 απογεύματα με τους πιο αλαζονικούς και ματαιόδοξους τύπους του πλανήτη και θα καταλάβεις τι σημαίνει να νιώθεις φρικτά ταπεινωμένος... Κι ο Τζορτζ με το που την γνώρισε την πρόσβαλε λέγοντας πως δήθεν πρέπει να είναι ειλικρινής μαζί της και της αράδιασε ένα σωρό κακίες που έλεγαν γι’ αυτήν ο Ντίλαν και κάποιοι άλλοι, όπως ότι είχε φρικτή φήμη στη Νέα Υόρκη. Ακόμα δεν ξέρω γιατί δεν του έσπασα τα μούτρα. Ο Ρίνγκο φέρθηκε καλά αλλά οι άλλοι μας έκαναν μαύρη τη ζωή. Ποτέ δεν θα τους συγχωρέσω, αν και δεν μπορώ να αποφύγω να τους αγαπώ ακόμη».
- Και η γνώμη σου για τους σημερινούς Ρόλινγκ Στόουνς;
«Νομίζω ότι υπερβάλλουν με τον τόσο μοντερνισμό τους. Μ’ αρέσουν κάποια κομμάτια τους αλλά νομίζω ότι όλα αυτά τα θηλυπρεπή χοροπηδήματα του Μικ Τζάγκερ μοιάζουν με κρύο ανέκδοτο. Φαντάζομαι ότι θα πάω να δω τις ταινίες του όπως όλος ο κόσμος, αλλά πραγματικά μου φαίνεται κακόγουστο. Ο Μικ έχει πει ένα σωρό άσχημα πράγματα για τους Μπιτλς κι αυτό μου φαίνεται απαράδεκτο. Στο κάτω κάτω ό,τι κι αν κάναμε, ο Μικ μας αντέγραφε και δεν θα ήταν άσχημο αν όλοι εσείς που υποτίθεται ότι ασχολείσθε με το underground το αναφέρατε κάποτε. Το Satanic Majesties είναι το Sargent Pepper και το We love you είναι το All you need is love. Και μ’ ενοχλεί η άποψη πως ό,τι έκαναν οι Στόουνς ήταν επαναστατικό. Και οι Μπιτλς ήταν επαναστάτες. Ποτέ δεν τους κακολόγησα, μ’ άρεσε η μουσική και το στιλ τους καθώς κι ο δρόμος που ακολούθησαν όταν έπαψαν να μας μιμούνται. Αλά είναι φανερό πως ο Μικ έχει ενοχληθεί από το μεγαλείο των Μπιτλς».
- Θεωρείς ότι είσαι μια μεγαλοφυΐα;
«Ναι. Αν υπάρχουν μεγαλοφυΐες, εγώ είμαι μία από αυτές. Το συνειδητοποίησα όταν ήμουν 8 - 9 ετών. Και σκεφτόμουν: "Δεν καταλαβαίνουν ότι είμαι πιο έξυπνος από τους άλλους; Δεν βλέπουν πως οι δάσκαλοι είναι όλοι τους βλάκες, μου δίνουν πληροφορίες που μου είναι άχρηστες;". Ένιωσα χαμένος στο γυμνάσιο και έλεγα στη θεία μου: "Μην πετάξεις αυτά τα ποιήματα, θα το μετανιώσεις όταν θα είμαι διάσημος". Κι εκείνη εκεί, να τα πετά. Δεν τους συγχωρώ που δε μου φέρθηκαν όπως στις μεγαλοφυΐες. Για μένα ήταν πασιφανές. Γιατί δεν με έστελναν να σπουδάσω Τέχνες; Γιατί δεν με βοηθούσαν; Δεν καταλάβαινα γιατί ήθελαν με το στανιό να με κάνουν σαν όλους τους άλλους, επιμένοντας να γίνω οδοντίατρος ή δάσκαλος; Ήμουν διαφορετικός. Γιατί στα κομμάτια κανείς δεν το πρόσεχε;».
- Πώς μπήκε στη ζωή σου το LSD;
«Ένας οδοντίατρος σε ένα δείπνο στο Λονδίνο το έδωσε στο Τζορτζ, σε μένα και στις γυναίκες μας, χωρίς να μας πει τίποτε. Ήταν φίλος του Τζορτζ και οδοντίατρος μας και το έριξε στον καφέ μας. Έπειτα ξαναπήρα μαζί με τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο στο Λος Άντζελες στη διάρκεια μιας περιοδείας μας. Κι έπειτα κόλλησα. Άρχισα το 1964 και θα ’κανα πάνω από 1.000 ταξίδια, κυριολεκτικά. Κι ο Τζορτζ κρεμάστηκε από το LSD. Δεν μπορούσαμε μήτε να φάμε. Το φαγητό έπεφτε από τα χέρια μας. Ο Πολ άργησε πολύ να το δοκιμάσει. Και νομίζω ότι τόσο εκείνος όσο κι ο Ρίνγκο μετάνιωσαν για την εμπειρία. Όσο για μένα, τα ταξίδια μου έγιναν τόσο φρικτά που δεν άντεχα πια και το σταμάτησα. Το ξανάρχισα μόλις γνώρισα την Γιόκο. Πίστευα ότι έπρεπε να καταστρέψω το εγώ μου και το έκανα. Έπινα και δεκάδες χάπια, ναρκωτικά πολύ ισχυρότερα από τη μαριχουάνα. Τα έπινα από τα 17, όταν έγινα μουσικός. Ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσεις στο Αμβούργο παίζοντας 8 ώρες την ημέρα ήταν τα χάπια. Ήμουν μια ζωή μαστουρωμένος γιατί πάντα χρειαζόμουν ένα ναρκωτικό για να επιζήσω. Αν και ποτέ δεν παραδόθηκα στην ηρωίνη. Σνιφάραμε πού και πού, όταν είχαμε τα χάλια μας, αλλά ποτέ δεν χτύπησα ενέσεις. Τα ναρκωτικά ήταν μια ματιά στα σωθικά μου. Αλλά δεν ήταν η μαστούρα που έγραφε τη μουσική. Εγώ την έγραφα σε όποια κατάσταση κι αν ήμουν».
- Πώς φαντάζεσαι τα επόμενα χρόνια σου;
«Δεν μπορώ να μιλώ για τα χρόνια για έρχονται. Με πιάνει ίλιγγος όταν σκέφτομαι πόσα εκατομμύρια χρόνια θα έρθουν ακόμα. Ζω με τις βδομάδες, δεν προγραμματίζω πέρα από εκεί. Φαντάζομαι όμως ότι στο μέλλον, η Γιόκο κι εγώ θα είμαστε ένα ζευγάρι καταπληκτικών γερόντων που θα ζει στις ακτές τις Ιρλανδίας ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ όπου θα φυλάμε αποσπασματικές μαρτυρίες της τρέλας μας».
Η ιστορική συνέντευξη στον Σάιον Βένερ, ιδρυτή και διευθυντή του περιοδικού Ρόλινγκ Στόουν:
Ήταν 25 Νοεμβρίου του 1969, όταν ο Τζον Λένον, μέλος των Μπιτλς, με μια δραματική χειρονομία επέστρεψε στην βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας το μετάλλιο της Βρετανικής αυτοκρατορίας, που του είχε απονεμηθεί τέσσερα χρόνια πριν. Ήταν μια χειρονομία διαμαρτυρίας για την υποστήριξή της Αγγλίας προς τις ΗΠΑ στον βρόμικο πόλεμο του Βιετνάμ και για την πολιτική της χώρας στο αιματοκύλισμα της Μπιάφρα, που τότε προσπαθούσε να απαλλαγεί από τη νιγηριανή θηλιά. Το 1971, λίγο μετά την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη, έδωσε μια ιστορική συνέντευξη στον Σάιον Βένερ, ιδρυτή και διευθυντή του περιοδικού Ρόλινγκ Στόουν: 30.000 λέξεις, δυο συνεχόμενα βράδια, ένας χείμαρρος κατηγοριών και αποκαλύψεων. Στα αποσπάσματα που ακολουθούν, ο Λένον μιλά έξω από τα δόντια για τις ίντριγκες, τις αντιπαλότητες, το «ξεπούλημα» των Μπιτλς και το δικό του άδηλο μέλλον.
- Είσαι οι Μπιτλς;
«Όχι, είμαι ο εαυτός μου. Ο Πολ δεν είναι οι Μπιτλς, όπως δεν ήταν ο Μπράιαν Επστάιν ούτε είναι ο Ντικ Τζέιμς. Οι Μπιτλς είναι οι Μπιτλς. Καθένας έχει τη δική του οντότητα. Ο Τζορτζ ήταν ένας τραγουδιστής που είχε δικό του συγκρότημα προτού έρθει μαζί μας. Στο συγκρότημα, καθένας μας παίζει το δικό του ρόλο».
- Λένε πως οι Μπιτλ ήταν οι τέσσερις διαφορετικές πλευρές ενός και του αυτού πράγματος: τι απέγιναν αυτές οι τέσσερις πλευρές;
«Απλά θυμήθηκαν πως είναι ξεχωριστά άτομα. Κάπου, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι κοντέψαμε να πιστέψουμε στο μύθο των Μπιτλς. Δεν ξέρω αν οι άλλοι ακόμη το πιστεύουν. Ήμασταν τέσσερις τύποι. Γνώρισα τον Πολ και του είπα: “θέλεις να ’ρθεις στο συγκρότημά μου;". Έπειτα ήρθαν ο Τζορτζ και ο Ρίνγκο. Ήμασταν απλά ένα συγκρότημα που μεταμορφώθηκε σε κάτι μεγάλο, πολύ μεγάλο. Αυτό είναι όλο».
- Τι συνέβη με τους Μπιτλς;
«Κάπου χαθήκαμε. Τα καλύτερα κομμάτια από τη κοινή μας δουλειά ποτέ δεν ηχογραφήθηκαν. Ήμασταν βασικά ερμηνευτές κι όταν παίζαμε σε μπαράκια δημιουργούσαμε ήχους φανταστικούς, κανείς δεν μπορούσε να μας επισκιάσει στη Βρετανία. Αλλά από τη στιγμή που γνωρίσαμε την επιτυχία, όλα πήγαν στράφι. Μας επέβαλαν κουστούμια και κουρέματα, μας τυποποίησαν. Πουληθήκαμε. Η μουσική μας ήταν νεκρή προτού καν κάνουμε τη μεγάλη περιοδεία στα θέατρα του Ηνωμένου Βασιλείου. Μας ανάγκαζαν να παίζουμε σε 20 λεπτά κομμάτια που θα έπρεπε να κρατήσουν 2 ώρες και να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια κάθε βράδυ. Γι’ αυτό και δεν προοδεύσαμε μουσικά σαν συγκρότημα. Η μουσική των Μπιτλς πέθανε τότε. Ήταν το τέλος: πουληθήκαμε και δεχτήκαμε να πεθάνουμε με αντάλλαγμα την επιτυχία».
- Γιατί τόση αντιπαλότητα με τον Πολ (Μακ Κάρτνεϊ);
«Όταν είδα την ταινία Let it Be στεναχωρήθηκα βαθιά. Ένιωσα ότι έγινε από τον Πολ για να δοξάσει ...τον Πολ. Και νομίζω ότι αυτός ήταν από τους βασικούς λόγους που διαλυθήκαμε. Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος του Τζορτζ, αλλά ξέρω πολύ καλά πως όλοι μας είχαμε μπουχτίσει να είμαστε οι μουσικοί που συνόδευαν τον Πολ. Κι όλη η ταινία σχεδιάστηκε με ένα μόνο στόχο: Να εστιάσει η κάμερα πάνω στον Πολ και σε κανέναν άλλο».
- Πώς φτάσατε στη διάλυση;
«Μετά το θάνατο του Μπράιαν, βυθιστήκαμε. Ο Πολ ανέλαβε τα ηνία και υποτίθεται πως μας καθοδηγούσε. Και πού μας οδήγησε; Πάψαμε να λειτουργούμε σαν ομάδα. Απλώς κάναμε κύκλους, ανακυκλωνόμαστε στα ίδια και τα ίδια. Αυτή ήταν η αιτία που διαλύθηκαν οι Μπιτλς».
- Πότε σταμάτησες να γράφεις τραγούδια με τον Πολ;
«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1962. Δε θυμάμαι καλά, αλλά αν μου δείξεις τους δίσκους μπορώ να σου πω με ακρίβεια ποιος έγραψε κάθε μουσική φράση. Συχνά το κάναμε μαζί. Αλλά, αν εξαιρέσουμε τον πρώτο καιρό, τα καλύτερα κομμάτια μας τα κάναμε πάντα καθένας ξεχωριστά. Το θέμα "One after 909" από το άλμπουμ Let it be, το έγραψα όταν ήμουν 17 ή 18 χρόνων».
- Πώς θα χαρακτήριζες τις σχέσεις του Τζορτζ, του Πολ και του Ρίνγκο με την Γιόκο;
«Φρίκη. Δεν την πήγαιναν. Μπορείς να βρεις τις δηλώσεις που έχει κάνει ο Πολ: έχουν δημοσιευτεί σε πλήθος περιοδικά. Ο Πολ έχει ομολογήσει ότι στην αρχή τη μισούσε, αλλά αργότερα άρχισε να τη συμπαθεί. Για μένα ήταν πολύ αργά. Είμαι με τη Γιόκο. Γιατί θα έπρεπε να ανεχτώ τις χυδαιότητες όλων αυτών των ανθρώπων; Είπαν ότι φαινόταν απαίσια στην ταινία Let it be. Δοκίμασε και εσύ να μοιραστείς 60 απογεύματα με τους πιο αλαζονικούς και ματαιόδοξους τύπους του πλανήτη και θα καταλάβεις τι σημαίνει να νιώθεις φρικτά ταπεινωμένος... Κι ο Τζορτζ με το που την γνώρισε την πρόσβαλε λέγοντας πως δήθεν πρέπει να είναι ειλικρινής μαζί της και της αράδιασε ένα σωρό κακίες που έλεγαν γι’ αυτήν ο Ντίλαν και κάποιοι άλλοι, όπως ότι είχε φρικτή φήμη στη Νέα Υόρκη. Ακόμα δεν ξέρω γιατί δεν του έσπασα τα μούτρα. Ο Ρίνγκο φέρθηκε καλά αλλά οι άλλοι μας έκαναν μαύρη τη ζωή. Ποτέ δεν θα τους συγχωρέσω, αν και δεν μπορώ να αποφύγω να τους αγαπώ ακόμη».
- Και η γνώμη σου για τους σημερινούς Ρόλινγκ Στόουνς;
«Νομίζω ότι υπερβάλλουν με τον τόσο μοντερνισμό τους. Μ’ αρέσουν κάποια κομμάτια τους αλλά νομίζω ότι όλα αυτά τα θηλυπρεπή χοροπηδήματα του Μικ Τζάγκερ μοιάζουν με κρύο ανέκδοτο. Φαντάζομαι ότι θα πάω να δω τις ταινίες του όπως όλος ο κόσμος, αλλά πραγματικά μου φαίνεται κακόγουστο. Ο Μικ έχει πει ένα σωρό άσχημα πράγματα για τους Μπιτλς κι αυτό μου φαίνεται απαράδεκτο. Στο κάτω κάτω ό,τι κι αν κάναμε, ο Μικ μας αντέγραφε και δεν θα ήταν άσχημο αν όλοι εσείς που υποτίθεται ότι ασχολείσθε με το underground το αναφέρατε κάποτε. Το Satanic Majesties είναι το Sargent Pepper και το We love you είναι το All you need is love. Και μ’ ενοχλεί η άποψη πως ό,τι έκαναν οι Στόουνς ήταν επαναστατικό. Και οι Μπιτλς ήταν επαναστάτες. Ποτέ δεν τους κακολόγησα, μ’ άρεσε η μουσική και το στιλ τους καθώς κι ο δρόμος που ακολούθησαν όταν έπαψαν να μας μιμούνται. Αλά είναι φανερό πως ο Μικ έχει ενοχληθεί από το μεγαλείο των Μπιτλς».
- Θεωρείς ότι είσαι μια μεγαλοφυΐα;
«Ναι. Αν υπάρχουν μεγαλοφυΐες, εγώ είμαι μία από αυτές. Το συνειδητοποίησα όταν ήμουν 8 - 9 ετών. Και σκεφτόμουν: "Δεν καταλαβαίνουν ότι είμαι πιο έξυπνος από τους άλλους; Δεν βλέπουν πως οι δάσκαλοι είναι όλοι τους βλάκες, μου δίνουν πληροφορίες που μου είναι άχρηστες;". Ένιωσα χαμένος στο γυμνάσιο και έλεγα στη θεία μου: "Μην πετάξεις αυτά τα ποιήματα, θα το μετανιώσεις όταν θα είμαι διάσημος". Κι εκείνη εκεί, να τα πετά. Δεν τους συγχωρώ που δε μου φέρθηκαν όπως στις μεγαλοφυΐες. Για μένα ήταν πασιφανές. Γιατί δεν με έστελναν να σπουδάσω Τέχνες; Γιατί δεν με βοηθούσαν; Δεν καταλάβαινα γιατί ήθελαν με το στανιό να με κάνουν σαν όλους τους άλλους, επιμένοντας να γίνω οδοντίατρος ή δάσκαλος; Ήμουν διαφορετικός. Γιατί στα κομμάτια κανείς δεν το πρόσεχε;».
- Πώς μπήκε στη ζωή σου το LSD;
«Ένας οδοντίατρος σε ένα δείπνο στο Λονδίνο το έδωσε στο Τζορτζ, σε μένα και στις γυναίκες μας, χωρίς να μας πει τίποτε. Ήταν φίλος του Τζορτζ και οδοντίατρος μας και το έριξε στον καφέ μας. Έπειτα ξαναπήρα μαζί με τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο στο Λος Άντζελες στη διάρκεια μιας περιοδείας μας. Κι έπειτα κόλλησα. Άρχισα το 1964 και θα ’κανα πάνω από 1.000 ταξίδια, κυριολεκτικά. Κι ο Τζορτζ κρεμάστηκε από το LSD. Δεν μπορούσαμε μήτε να φάμε. Το φαγητό έπεφτε από τα χέρια μας. Ο Πολ άργησε πολύ να το δοκιμάσει. Και νομίζω ότι τόσο εκείνος όσο κι ο Ρίνγκο μετάνιωσαν για την εμπειρία. Όσο για μένα, τα ταξίδια μου έγιναν τόσο φρικτά που δεν άντεχα πια και το σταμάτησα. Το ξανάρχισα μόλις γνώρισα την Γιόκο. Πίστευα ότι έπρεπε να καταστρέψω το εγώ μου και το έκανα. Έπινα και δεκάδες χάπια, ναρκωτικά πολύ ισχυρότερα από τη μαριχουάνα. Τα έπινα από τα 17, όταν έγινα μουσικός. Ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσεις στο Αμβούργο παίζοντας 8 ώρες την ημέρα ήταν τα χάπια. Ήμουν μια ζωή μαστουρωμένος γιατί πάντα χρειαζόμουν ένα ναρκωτικό για να επιζήσω. Αν και ποτέ δεν παραδόθηκα στην ηρωίνη. Σνιφάραμε πού και πού, όταν είχαμε τα χάλια μας, αλλά ποτέ δεν χτύπησα ενέσεις. Τα ναρκωτικά ήταν μια ματιά στα σωθικά μου. Αλλά δεν ήταν η μαστούρα που έγραφε τη μουσική. Εγώ την έγραφα σε όποια κατάσταση κι αν ήμουν».
- Πώς φαντάζεσαι τα επόμενα χρόνια σου;
«Δεν μπορώ να μιλώ για τα χρόνια για έρχονται. Με πιάνει ίλιγγος όταν σκέφτομαι πόσα εκατομμύρια χρόνια θα έρθουν ακόμα. Ζω με τις βδομάδες, δεν προγραμματίζω πέρα από εκεί. Φαντάζομαι όμως ότι στο μέλλον, η Γιόκο κι εγώ θα είμαστε ένα ζευγάρι καταπληκτικών γερόντων που θα ζει στις ακτές τις Ιρλανδίας ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ όπου θα φυλάμε αποσπασματικές μαρτυρίες της τρέλας μας».