Κορυφαίος ποιητής του βρετανικού ρομαντισμού και ευγενής με πολιτικές φιλοδοξίες, ιδεολόγος αλλά και ακτιβιστής με σημερινούς όρους, ο λόρδος Μπάιρον ήταν ένας φιλέλληνας χωρίς αυταπάτες. Οι κεντροευρωπαίοι αρχαιολάτρες φιλέλληνες του καιρού του έβλεπαν την Ελληνική Επανάσταση ως το απαραίτητο βήμα προς την κατεύθυνση της αναβίωσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ο Άγγλος λόρδος δεν είχε τέτοιες προσδοκίες. Γνώριζε καλά, έχοντας προσωπική εμπειρία από τα χρόνια της περιήγησης του στην Ελλάδα στα 1809-1811, ότι οι Ελληνες της εποχής του δεν ήταν οι αρχαίοι των κλασικών αναγνωσμάτων του στο Κέιμπριτζ. Τι τον παρακίνησε λοιπόν στα 1823 στην απόφαση να διαθέσει την περιουσία του και τον εαυτό του στην υπηρεσία του Αγώνα των Ελλήνων; Ηταν η ανία, η συγγραφική κόπωση, η ανάγκη για περιπέτεια, εγγενής στην τυχοδιωκτική φύση του, ή κάτι βαθύτερο;
Ο Τζορτζ Γκόρντον Νοέλ Μπάιρον ΣΤ' γεννιέται στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο μέσα σε αριστοκρατική οικογένεια, που έφθινε βέβαια ταχέως. Λίγο μετά τη γέννα του, ο πατέρας του, πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, εγκατέλειψε την οικογένεια λόγω χρεών και η μητέρα του, απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ', αναγκάστηκε να πουλήσει περιουσία και τίτλο ευγενείας για την αποπληρωμή τους, με το διαζύγιο να είναι μονόδρομος. Ο Βύρων γεννιέται με πρόβλημα στη δεξιά κνήμη που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει τόσο τον βίο όσο και το έργο του. Ως παιδί, μεγαλώνει πλάι στη σχιζοφρενή μητέρα του και την τροφό του, που οι βιογράφοι του ισχυρίζονται ότι τον κακοποιούσε. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια της παρακμασμένης φαμίλιας θα του αφήσουν «κληρονομιά» την έλλειψη πειθαρχίας και την αμετροέπεια του χαρακτήρα του. Το 1798 ωστόσο, σε ηλικία 10 ετών, ο Βύρων κληρονομεί τον τίτλο και την περιουσία του θείου του, γινόμενος έτσι ο 6ος Λόρδος Μπάιρον (Βύρων). Η ζωή του άλλαξε έτσι δραστικά: δύο χρόνια αργότερα θα βρεθεί σε ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, όπου θα λάβει τη δέουσα μόρφωση της άρχουσας τάξης.
Το 1803, ο Βύρων ερωτεύτηκε παράφορα τη μακρινή του ξαδέλφη Mary Chaworth, με το ανεκπλήρωτο του έρωτά του να βρίσκει δημιουργική έκφραση στα πρώτα ερωτικά ποιήματά του. Από το 1805-1808, ο Βύρων θα φοιτήσει με διαλείμματα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, με τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τις υπερβολές του να μένουν παροιμιώδη στο κολέγιο. Ταυτοχρόνως βέβαια του αφήνουν και πολλά χρέη, με τον ίδιο να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ ιππασίας, πυγμαχίας και τζόγου. Τα ερωτικά του ειδύλλια με γυναίκες και άντρες θα προκαλέσουν σκάνδαλο, όπως ήταν φυσικό, ενώ στα χρόνια του πανεπιστήμιου θα έρθει σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες που δονούσαν τον κόσμο...
Πρώτα ταξίδια και γραπτά
Αφού έλαβε δηκτικές κριτικές για την πρώτη του ποιητική συλλογή, τις «Ώρες Απραξίας» (Hours of Idleness - 1808), ο Βύρων ανταπάντησε με το σατιρικό ποίημα «English Bards and Scotch Reviewers», που έκανε πνευματώδη επίθεση στην κλειστή λογοτεχνική κοινότητα της χώρας και του εξασφάλισε την πρώτη του λογοτεχνική αναγνώριση. Ταυτοχρόνως, συνεχίζει την έκλυτη ζωή και αφήνει και πάλι κολοσσιαία χρέη. Στα 21 του πια, ο Βύρων στρογγυλοκάθεται στη θέση του στη Βουλή των Λόρδων, ενώ την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι του στη Μεσόγειο, όπου και θα γράψει ένα από τα πλέον περίφημα ποιήματά του, «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», με θέμα τις εντυπώσεις ενός νεαρού άντρα που ταξιδεύει σε άγνωστα εδάφη. Στην περιήγησή του στη Μεσόγειο το 1809 ο Βύρων δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την Ελλάδα, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως. Αφού συναντήθηκε με τον Αλή Πασά στο σαράι του, ο ποιητής περιδιάβηκε όλη σχεδόν τη χώρα και ξεναγήθηκε στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Δεν παρέλειψε βέβαια να ερωτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά την κόρη του βρετανού πρόξενου Θεόδωρου Μακρή, στην οποία και αφιέρωσε το περίφημο ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809). Ο Βύρων θα παραμείνει στην Ελλάδα άλλους 10 μήνες, μετρώντας αμέτρητες περιπέτειες, που λίγο έλειψε να του στερήσουν τη ζωή. Ο ίδιος πέρασε κολυμπώντας τα Στενά του Ελλήσποντου, μιμούμενος τον άθλο του μυθικού Λέανδρου(!), κατόρθωμα που το είχε καμάρι σε όλο του τον σύντομο βίο. Το 1811 ωστόσο, με τον ίδιο χτυπημένο πάλι βαριά από ελονοσία, αποφασίζει να επιστρέψει στη Βρετανία. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς χάνει τη μητέρα του, που παρά τη δύσκολη σχέση τους θα τον βυθίσει στη θλίψη. Η δημοσίευση ωστόσο του «Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ» θα τον κάνει διασημότητα και θα τον βγάλει από το βαρύ του πένθος, όπως και μια σειρά φυσικά από νέα σεξουαλικά σκάνδαλα και θυελλώδη ειδύλλια.
Το 1803, ο Βύρων ερωτεύτηκε παράφορα τη μακρινή του ξαδέλφη Mary Chaworth, με το ανεκπλήρωτο του έρωτά του να βρίσκει δημιουργική έκφραση στα πρώτα ερωτικά ποιήματά του. Από το 1805-1808, ο Βύρων θα φοιτήσει με διαλείμματα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, με τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τις υπερβολές του να μένουν παροιμιώδη στο κολέγιο. Ταυτοχρόνως βέβαια του αφήνουν και πολλά χρέη, με τον ίδιο να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ ιππασίας, πυγμαχίας και τζόγου. Τα ερωτικά του ειδύλλια με γυναίκες και άντρες θα προκαλέσουν σκάνδαλο, όπως ήταν φυσικό, ενώ στα χρόνια του πανεπιστήμιου θα έρθει σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες που δονούσαν τον κόσμο...
Πρώτα ταξίδια και γραπτά
Αφού έλαβε δηκτικές κριτικές για την πρώτη του ποιητική συλλογή, τις «Ώρες Απραξίας» (Hours of Idleness - 1808), ο Βύρων ανταπάντησε με το σατιρικό ποίημα «English Bards and Scotch Reviewers», που έκανε πνευματώδη επίθεση στην κλειστή λογοτεχνική κοινότητα της χώρας και του εξασφάλισε την πρώτη του λογοτεχνική αναγνώριση. Ταυτοχρόνως, συνεχίζει την έκλυτη ζωή και αφήνει και πάλι κολοσσιαία χρέη. Στα 21 του πια, ο Βύρων στρογγυλοκάθεται στη θέση του στη Βουλή των Λόρδων, ενώ την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι του στη Μεσόγειο, όπου και θα γράψει ένα από τα πλέον περίφημα ποιήματά του, «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», με θέμα τις εντυπώσεις ενός νεαρού άντρα που ταξιδεύει σε άγνωστα εδάφη. Στην περιήγησή του στη Μεσόγειο το 1809 ο Βύρων δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την Ελλάδα, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως. Αφού συναντήθηκε με τον Αλή Πασά στο σαράι του, ο ποιητής περιδιάβηκε όλη σχεδόν τη χώρα και ξεναγήθηκε στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Δεν παρέλειψε βέβαια να ερωτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά την κόρη του βρετανού πρόξενου Θεόδωρου Μακρή, στην οποία και αφιέρωσε το περίφημο ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809). Ο Βύρων θα παραμείνει στην Ελλάδα άλλους 10 μήνες, μετρώντας αμέτρητες περιπέτειες, που λίγο έλειψε να του στερήσουν τη ζωή. Ο ίδιος πέρασε κολυμπώντας τα Στενά του Ελλήσποντου, μιμούμενος τον άθλο του μυθικού Λέανδρου(!), κατόρθωμα που το είχε καμάρι σε όλο του τον σύντομο βίο. Το 1811 ωστόσο, με τον ίδιο χτυπημένο πάλι βαριά από ελονοσία, αποφασίζει να επιστρέψει στη Βρετανία. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς χάνει τη μητέρα του, που παρά τη δύσκολη σχέση τους θα τον βυθίσει στη θλίψη. Η δημοσίευση ωστόσο του «Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ» θα τον κάνει διασημότητα και θα τον βγάλει από το βαρύ του πένθος, όπως και μια σειρά φυσικά από νέα σεξουαλικά σκάνδαλα και θυελλώδη ειδύλλια.
Το καλοκαίρι του 1813 ο Βύρων θα εμπλακεί ερωτικά με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα, που ήταν πλέον παντρεμένη. Το πάθος, οι ενοχές που νιώθει αλλά και η περιρρέουσα φημολογία για τον αιμομικτικό δεσμό θα απαθανατιστούν σε μια σειρά από λαμπρά «σκοτεινά» ποιήματα, όπως «Ο Γκιαούρ», «Η Νύφη της Αβύδου», «Ο Κουρσάρος», «Η Πολιορκία της Κορίνθου» κ.ά. Οι συλλογές του γίνονται ανάρπαστες, φέρνοντάς του ακόμα περισσότερα λεφτά, τα οποία ξοδεύει φυσικά αφειδώς σε έξαλλες διασκεδάσεις και σεξουαλικές περιπέτειες, με τα χρέη να συσσωρεύονται για ακόμα μια φορά. Ως τρόπο για να ξεφύγει από την έκλυτη ζωή και τις εφήμερες σχέσεις, κάνει τον Σεπτέμβριο του 1814 πρόταση γάμου στην Άνα (Αναμπέλα) Ισαβέλα Μίλμπανκ, μια γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη και καλλιεργημένη. Ο γάμος τους θα λάβει χώρα τον Ιανουάριο του 1815 και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα γεννηθεί η κόρη τους, Αυγούστα Άδα. Ο γάμος δεν έμελλε ωστόσο να κρατήσει πολύ, καθώς η διαφορετικότητα των χαρακτήρων παραήταν έκδηλη, και τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς η κακότυχη ένωση πήρε τέλος, με την Αναμπέλα να εγκαταλείπει τον Βύρων βουτηγμένο στο ποτό, τα χρέη και τις φήμες που έδιναν και έπαιρναν για τον αιμομικτικό του δεσμό αλλά και τις ομοφυλοφιλικές του περιπέτειες. Ο ίδιος δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τη γυναίκα και την κόρη του...
Αυτοεξορία
Τον Απρίλιο του 1816, μέσα σε κλίμα ιδιαίτερα αφιλόξενο για τον ίδιο, που τον ανάγκαζει να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, ο Βύρων εγκαταλείπει την Αγγλία, στην οποία μάλιστα έμελλε να μην επιστρέψει ποτέ. Ταξίδεψε στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος με τον λογοτέχνη Πέρσι Σέλεϊ και την επίσης συγγραφέα γυναίκα του Μέρι Σέλεϊ. Στην παραμονή του στην Ελβετία συγγράφει την τρίτη ωδή του «Τσάιλντ Χάρολντ», αυτή τη φορά μεταφέροντας τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στο Βέλγιο και την περιπλάνησή του κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Την ίδια εποχή γράφει και το κορυφαίο του ποιητικό δράμα «Μάνφρεντ». Το καλοκαίρι του 1816 οι Σέλεϊ μετακόμισαν πίσω στην Αγγλία, με την αδερφή της Μέρι, Κλερ, να γεννά την κόρη του Βύρωνα Αλέγκρα τον Ιανουάριο του 1817. Τον Οκτώβριο του 1816, ο Βύρων και ο αδελφικός του φίλος Τζον Χόμπχαους μετακινούνται στην Ιταλία, με τον ίδιο να συνεχίζει την έκλυτη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες, που θα απαθανατιστούν στην κορυφαία του ίσως ερωτική συλλογή, τον «Δον Ζουάν»: ο ίδιος θα προλάβει να γράψει 16 ωδές μέχρι τον θάνατό του, αφήνοντας το εκτενές ποίημα ανολοκλήρωτο. Όντας στην Ιταλία, υποστηρίζει ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα που ξέσπασε στη χώρα, με την άσωτη ζωή του να αφήνει ωστόσο το στίγμα της στην υγεία του: ο Βύρων, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 30 ετών, μοιάζει πλέον πολύ μεγαλύτερος και καταβεβλημένος. Άλλο ένα ειδύλλιο θα σημαδέψει την παραμονή του στην Ιταλία: συνδέεται ερωτικά με την 19χρονη παντρεμένη κοντέσα Teresa Guiccioli, η οποία σύντομα θα εγκαταλείψει τον άντρα της για τα μάτια του ρομαντικού ποιητή. Η ισχυρή προσωπικότητά του θα μαγέψει και τον πατέρα της αριστοκράτισσας, ο οποίος θα μυήσει τον ποιητή στη μυστική εταιρία Carbonari, που είχε σκοπό να απελευθερώσει την Ιταλία από τον αυστριακό ζυγό. Μεταξύ 1821-1822, ο Βύρων αναλαμβάνει τα ηνία της εφημερίδας της εταιρίας και μπλέκεται ενεργά στο αυτονομιστικό κίνημα...
Αυτοεξορία
Τον Απρίλιο του 1816, μέσα σε κλίμα ιδιαίτερα αφιλόξενο για τον ίδιο, που τον ανάγκαζει να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, ο Βύρων εγκαταλείπει την Αγγλία, στην οποία μάλιστα έμελλε να μην επιστρέψει ποτέ. Ταξίδεψε στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος με τον λογοτέχνη Πέρσι Σέλεϊ και την επίσης συγγραφέα γυναίκα του Μέρι Σέλεϊ. Στην παραμονή του στην Ελβετία συγγράφει την τρίτη ωδή του «Τσάιλντ Χάρολντ», αυτή τη φορά μεταφέροντας τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στο Βέλγιο και την περιπλάνησή του κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Την ίδια εποχή γράφει και το κορυφαίο του ποιητικό δράμα «Μάνφρεντ». Το καλοκαίρι του 1816 οι Σέλεϊ μετακόμισαν πίσω στην Αγγλία, με την αδερφή της Μέρι, Κλερ, να γεννά την κόρη του Βύρωνα Αλέγκρα τον Ιανουάριο του 1817. Τον Οκτώβριο του 1816, ο Βύρων και ο αδελφικός του φίλος Τζον Χόμπχαους μετακινούνται στην Ιταλία, με τον ίδιο να συνεχίζει την έκλυτη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες, που θα απαθανατιστούν στην κορυφαία του ίσως ερωτική συλλογή, τον «Δον Ζουάν»: ο ίδιος θα προλάβει να γράψει 16 ωδές μέχρι τον θάνατό του, αφήνοντας το εκτενές ποίημα ανολοκλήρωτο. Όντας στην Ιταλία, υποστηρίζει ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα που ξέσπασε στη χώρα, με την άσωτη ζωή του να αφήνει ωστόσο το στίγμα της στην υγεία του: ο Βύρων, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 30 ετών, μοιάζει πλέον πολύ μεγαλύτερος και καταβεβλημένος. Άλλο ένα ειδύλλιο θα σημαδέψει την παραμονή του στην Ιταλία: συνδέεται ερωτικά με την 19χρονη παντρεμένη κοντέσα Teresa Guiccioli, η οποία σύντομα θα εγκαταλείψει τον άντρα της για τα μάτια του ρομαντικού ποιητή. Η ισχυρή προσωπικότητά του θα μαγέψει και τον πατέρα της αριστοκράτισσας, ο οποίος θα μυήσει τον ποιητή στη μυστική εταιρία Carbonari, που είχε σκοπό να απελευθερώσει την Ιταλία από τον αυστριακό ζυγό. Μεταξύ 1821-1822, ο Βύρων αναλαμβάνει τα ηνία της εφημερίδας της εταιρίας και μπλέκεται ενεργά στο αυτονομιστικό κίνημα...
Ο λόρδος Βύρωνας στο Μεσσολόγγι
Λίγο πολύ, όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι ο Λόρδος Βύρων άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, όπου είχε φτάσει αρχές του 1824 για να συμπαρασταθεί έμπρακτα στον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία και την εθνική τους ανεξαρτησία. Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμαζόταν την περίοδο εκείνη από τις έριδες και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της Επανάστασης, που καθένα επιδίωκε να προσεταιριστεί τον Μπάιρον, κάτι που ο ίδιος απέφυγε για να μην ταυτιστεί με καμία πλευρά των αντιμαχομένων. Δεν θα είχε, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα άρθρο για τον Μπάιρον στο Μεσολόγγι, αν δεν καταπιανόταν με πτυχές της δράσης του, άγνωστες στο ευρύ κοινό. Ας αρχίσουμε από το γεγονός ότι ο Λόρδος Βύρων αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι στις 4 Ιανουαρίου 1824, προερχόμενος από την Κεφαλλονιά, η οποία ήταν υπό βρετανική διοίκηση (όπως και όλα τα Επτάνησα), από το 1809, και έτσι είχε εξασφαλίσει πολλές δυνατότητες για την προετοιμασία του δεύτερου (και τελευταίου) ταξιδιού του στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στην Κεφαλλονιά ο Λόρδος Βύρων διέμεινε στα Μεταξάτα και είχε φτάσει στο νησί τον Ιούνιο 1823 από την Ιταλία (τη Γένοβα, για την ακρίβεια) όπου είχε δράσει σχεδόν έξι χρόνια μέσα από το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων, άλλη άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της ζωής και δράσης του κορυφαίου των φιλελλήνων. Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμαζόταν την περίοδο εκείνη από τις έριδες και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της Επανάστασης, που καθένα επιδίωκε να προσεταιριστεί τον Μπάιρον, κάτι που ο ίδιος απέφυγε για να μην ταυτιστεί με καμία πλευρά των αντιμαχομένων, όπως προκύπτει «Από το Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς» καθώς και από επιστολές που είχε στείλει σε ομοϊδεάτες και φίλους του, καθώς και σε στελέχη του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.
Ιδού ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς»:
«Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μία φατρία αλλά ένα έθνος, και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες), θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για ν' αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ».
Από τα Μεταξάτα είχε κάνει ενέργειες να συναντήσει τον Μάρκο Μπότσαρη. Έγραφε σχετικά στις 11 Σεπτεμβρίου 1823 προς τον στενό του φίλο John Hobhouse «λίγο μετά την άφιξή μου, έβαλα κάποιον να γράψει στον Μάρκο Μπότσαρη στην Ακαρνανία και ξοδεύοντας ένα σημαντικό ποσό έστειλα το γράμμα με ένα μικρό καΐκι που διέσπασε τον αποκλεισμό. Μου απάντησε εκφράζοντας την επιθυμία του να περάσω απέναντι και δηλώνοντας ότι σκόπευε να δώσει μάχη με τους Τούρκους την άλλη μέρα (μετά την ημερομηνία της επιστολής του), πράγμα που έκανε και σκοτώθηκε, αλλά η παράταξή του νίκησε και ο ίδιος σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες έδειξε εξαιρετική γενναιότητα ώσπου τραυματίστηκε θανάσιμα». Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ήταν και οι επιστολές (δύο για την ακρίβεια) που έστειλε ο Μπάιρον από την Κεφαλλονιά προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Ιταλία μέσω του Πέρσυ Σέλλεϋ και της Μαίρη Σέλλεϋ. Στην πρώτη εξ αυτών, με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1823 εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία». Πιο κάτω,επισήμαινε «τις συνέπειες που μπορεί να φέρει αυτή η διχόνοια, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει στους βάρβαρους δυνάστες σας, την ψύχρανση που θα προκαλέσει σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον Αγώνα σας, δηλαδή σε όλους τους φίλους του Διαφωτισμού και της Ανθρωπότητας...». Στη δεύτερη επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1823 έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται - και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς.
Λίγο πολύ, όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι ο Λόρδος Βύρων άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, όπου είχε φτάσει αρχές του 1824 για να συμπαρασταθεί έμπρακτα στον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία και την εθνική τους ανεξαρτησία. Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμαζόταν την περίοδο εκείνη από τις έριδες και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της Επανάστασης, που καθένα επιδίωκε να προσεταιριστεί τον Μπάιρον, κάτι που ο ίδιος απέφυγε για να μην ταυτιστεί με καμία πλευρά των αντιμαχομένων. Δεν θα είχε, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα άρθρο για τον Μπάιρον στο Μεσολόγγι, αν δεν καταπιανόταν με πτυχές της δράσης του, άγνωστες στο ευρύ κοινό. Ας αρχίσουμε από το γεγονός ότι ο Λόρδος Βύρων αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι στις 4 Ιανουαρίου 1824, προερχόμενος από την Κεφαλλονιά, η οποία ήταν υπό βρετανική διοίκηση (όπως και όλα τα Επτάνησα), από το 1809, και έτσι είχε εξασφαλίσει πολλές δυνατότητες για την προετοιμασία του δεύτερου (και τελευταίου) ταξιδιού του στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στην Κεφαλλονιά ο Λόρδος Βύρων διέμεινε στα Μεταξάτα και είχε φτάσει στο νησί τον Ιούνιο 1823 από την Ιταλία (τη Γένοβα, για την ακρίβεια) όπου είχε δράσει σχεδόν έξι χρόνια μέσα από το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων, άλλη άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της ζωής και δράσης του κορυφαίου των φιλελλήνων. Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμαζόταν την περίοδο εκείνη από τις έριδες και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της Επανάστασης, που καθένα επιδίωκε να προσεταιριστεί τον Μπάιρον, κάτι που ο ίδιος απέφυγε για να μην ταυτιστεί με καμία πλευρά των αντιμαχομένων, όπως προκύπτει «Από το Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς» καθώς και από επιστολές που είχε στείλει σε ομοϊδεάτες και φίλους του, καθώς και σε στελέχη του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.
Ιδού ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς»:
«Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μία φατρία αλλά ένα έθνος, και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες), θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για ν' αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ».
Από τα Μεταξάτα είχε κάνει ενέργειες να συναντήσει τον Μάρκο Μπότσαρη. Έγραφε σχετικά στις 11 Σεπτεμβρίου 1823 προς τον στενό του φίλο John Hobhouse «λίγο μετά την άφιξή μου, έβαλα κάποιον να γράψει στον Μάρκο Μπότσαρη στην Ακαρνανία και ξοδεύοντας ένα σημαντικό ποσό έστειλα το γράμμα με ένα μικρό καΐκι που διέσπασε τον αποκλεισμό. Μου απάντησε εκφράζοντας την επιθυμία του να περάσω απέναντι και δηλώνοντας ότι σκόπευε να δώσει μάχη με τους Τούρκους την άλλη μέρα (μετά την ημερομηνία της επιστολής του), πράγμα που έκανε και σκοτώθηκε, αλλά η παράταξή του νίκησε και ο ίδιος σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες έδειξε εξαιρετική γενναιότητα ώσπου τραυματίστηκε θανάσιμα». Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ήταν και οι επιστολές (δύο για την ακρίβεια) που έστειλε ο Μπάιρον από την Κεφαλλονιά προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Ιταλία μέσω του Πέρσυ Σέλλεϋ και της Μαίρη Σέλλεϋ. Στην πρώτη εξ αυτών, με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1823 εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία». Πιο κάτω,επισήμαινε «τις συνέπειες που μπορεί να φέρει αυτή η διχόνοια, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει στους βάρβαρους δυνάστες σας, την ψύχρανση που θα προκαλέσει σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον Αγώνα σας, δηλαδή σε όλους τους φίλους του Διαφωτισμού και της Ανθρωπότητας...». Στη δεύτερη επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1823 έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται - και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς.
Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία. Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες. Αν η Ελλάδα ζηλεύει την τύχη της Βλαχίας και της Κριμαίας, μπορεί να την έχει αύριο. Αν της Ιταλίας, μεθαύριο. Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει ν' αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία. Πιστέψτε στην απεριόριστη εκτίμηση και στον σεβασμό μου». Ανησυχούσε λοιπόν ο Λόρδος Βύρων αλλά δεν έχανε ούτε στιγμή την προσήλωσή του στην ιδέα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. «Τρέφω ελπίδες ότι ο Αγώνας θα θριαμβεύσει», έγραφε στον φίλο του Τhomas Moore στις 27 Δεκεμβρίου 1823. Παρά τις δυσκολίες, τελικά έφυγε για το Μεσολόγγι όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τις εκεί ελληνικές Αρχές και τον λαό. Δεν καθυστέρησε ούτε στιγμή να αναλάβει δράση. Εκεί οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα από Σουλιώτες, του οποίου τη συντήρηση ανέλαβε ο ίδιος ενώ στήριξε οικονομικά και την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» με διευθυντή τον Eλβετό Μeyer. Εκεί γιόρτασε και την 36η επέτειο των γενεθλίων του γράφοντας το τελευταίο ποίημά του με τίτλο «Σήμερα έκλεισα τα 36 χρόνια μου». Δεν περιοριζόταν όμως η δράση του Λόρδου Βύρωνα στα του Απελευθερωτικού Αγώνα. Καταπιανόταν και με ανθρωπιστικές υποθέσεις, όπως η απελευθέρωση αιχμαλώτων, απευθυνόμενος από το Μεσολόγγι για τον σκοπό αυτό τόσο στις οθωμανικές όσο και στις βρετανικές αρχές, εννοείται και στις ελληνικές. Το κλίμα του Μεσολογγίου και οι έγνοιες του είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία του. Αρρώστησε βαριά, έπεσε στο κρεβάτι, αρνήθηκε τις συμβουλές των γιατρών του να φύγει για θεραπεία στην Αγγλία για να μην εγκαταλείψει το μετερίζι του Αγώνα. Πέθανε -στην ουσία θυσιάστηκε- ανήμερα το Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, πυροδοτώντας με τον θάνατό του νέο κύμα φιλελληνισμού σε όλη την Ευρώπη και ευρύτερα.