Η Βικτωρία ήταν η πρώτη Βρετανή μονάρχης που είδε το όνομά της να δίνεται στη χρονική περίοδο της βασιλείας της ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Μέσα στο διάστημα, που χαρακτηρίζεται ως Βικτωριανή Εποχή, με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και τη σημαντική εδαφική επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας άλλαξαν ριζικά οι οικονομικές και κοινωνικές δομές του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα πρώτα της χρόνια η Βικτωρία μιλούσε μόνο γερμανικά εξ αιτίας της καταγωγής της μητέρας της. Στην ηλικία των τριών άρχισε να διδάσκεται αγγλικά και εν συνεχεία έμαθε ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά και γαλλικά.
Η Βικτωρία γεννήθηκε στο Παλάτι του Κένσιγκτον στις 24 Μαΐου 1819 και ήταν το μοναδικό παιδί του Πρίγκιπα Εδουάρδου Αυγούστου, Δούκα του Κεντ και του Στράδερν , τέταρτου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Γ΄, και της Βικτωρίας Μαρίας Λουΐζας, Πριγκίπισσας του Σάξεν-Κόμπουργκ-Σάαλφελντ και Δούκισσας της Σαξονίας
Η βασίλισσα που σημάδεψε έναν αιώνα
Η φράση «βασιλικότερος του βασιλέως» ίσως να ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της σιδηράς βασίλισσας Βικτωρίας γιατί οι οπαδοί της, οι Βικτωριανοί, καλλιέργησαν μια εικόνα ιερού τέρατος για τη μεγαλειότατη που μάλλον δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 18 χρόνων το 1837 και βασίλεψε 64 χρόνια, έως τον θάνατό της το 1901. Έγινε μητέρα εννέα παιδιών και είδε τα τρία από αυτά να φεύγουν από τη ζωή, αλλά αυτό που τη σημάδεψε ανεξίτηλα ήταν η απώλεια του συζύγου της. Η περίοδος της βασιλείας της είναι συνώνυμη του πουριτανισμού και της αυστηρότητας και αναφέρεται συχνά ως βικτωριανή εποχή. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αναφορές που μαρτυρούν ότι η ίδια δεν ήταν τόσο συντηρητική, ούτε νοιαζόταν πολύ για το πρωτόκολλο. Λάτρευε από παιδί τον Όλιβερ Τουίστ, ενώ ένιωθε μειονεκτικά για το ύψος της που δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο και προτιμούσε να εμφανίζεται έφιππη. Είχε όμως χαρακτηριστικά γαλάζια μάτια και γαλλική μύτη για την οποία περηφανευόταν. Η θυγατέρα του δούκα του Κεντ έγινε βασίλισσα επειδή και οι τέσσερις γιοι του βασιλιά Γουλιέλμου του Δ΄ ήταν νόθοι και δεν μπορούσαν να τον διαδεχθούν. Στα παιδικά της χρόνια την φώναζαν χαϊδευτικά Δρίνα προς τιμή του νονού της Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή της διαδραμάτισε ο θάνατος και η απουσία του πατέρα της, όταν ήταν μόλις οκτώ μηνών. Η Βικτωρία αναζήτησε την πατρική παρουσία σε όλους τους άνδρες που συνάντησε στη ζωή της και ένιωθε ασφάλεια όταν εκείνοι αναλάμβαναν πολλές από τις υποχρεώσεις της. Ήταν όμως και η ίδια αποφασιστική. Όταν βρισκόταν σε στάδιο ανάρρωσης από τύφο, ο επιστάτης της δούκισσας μητέρας της, Σερ Τζον Κονρόυ, για τη σχέση των οποίων ακούγονταν πολλά, την πίεζε να του αναθέσει το αξίωμα του γραμματέως όταν θα ανέβαινε στον θρόνο. «Αντιστάθηκα παρ΄ όλη την αρρώστια μου», έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό της η Βικτώρια, που τον απέλυσε μόλις έγινε βασίλισσα και περιόρισε την επιρροή του στη Γερμανίδα μητέρα της....
Η φράση «βασιλικότερος του βασιλέως» ίσως να ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της σιδηράς βασίλισσας Βικτωρίας γιατί οι οπαδοί της, οι Βικτωριανοί, καλλιέργησαν μια εικόνα ιερού τέρατος για τη μεγαλειότατη που μάλλον δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 18 χρόνων το 1837 και βασίλεψε 64 χρόνια, έως τον θάνατό της το 1901. Έγινε μητέρα εννέα παιδιών και είδε τα τρία από αυτά να φεύγουν από τη ζωή, αλλά αυτό που τη σημάδεψε ανεξίτηλα ήταν η απώλεια του συζύγου της. Η περίοδος της βασιλείας της είναι συνώνυμη του πουριτανισμού και της αυστηρότητας και αναφέρεται συχνά ως βικτωριανή εποχή. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αναφορές που μαρτυρούν ότι η ίδια δεν ήταν τόσο συντηρητική, ούτε νοιαζόταν πολύ για το πρωτόκολλο. Λάτρευε από παιδί τον Όλιβερ Τουίστ, ενώ ένιωθε μειονεκτικά για το ύψος της που δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο και προτιμούσε να εμφανίζεται έφιππη. Είχε όμως χαρακτηριστικά γαλάζια μάτια και γαλλική μύτη για την οποία περηφανευόταν. Η θυγατέρα του δούκα του Κεντ έγινε βασίλισσα επειδή και οι τέσσερις γιοι του βασιλιά Γουλιέλμου του Δ΄ ήταν νόθοι και δεν μπορούσαν να τον διαδεχθούν. Στα παιδικά της χρόνια την φώναζαν χαϊδευτικά Δρίνα προς τιμή του νονού της Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή της διαδραμάτισε ο θάνατος και η απουσία του πατέρα της, όταν ήταν μόλις οκτώ μηνών. Η Βικτωρία αναζήτησε την πατρική παρουσία σε όλους τους άνδρες που συνάντησε στη ζωή της και ένιωθε ασφάλεια όταν εκείνοι αναλάμβαναν πολλές από τις υποχρεώσεις της. Ήταν όμως και η ίδια αποφασιστική. Όταν βρισκόταν σε στάδιο ανάρρωσης από τύφο, ο επιστάτης της δούκισσας μητέρας της, Σερ Τζον Κονρόυ, για τη σχέση των οποίων ακούγονταν πολλά, την πίεζε να του αναθέσει το αξίωμα του γραμματέως όταν θα ανέβαινε στον θρόνο. «Αντιστάθηκα παρ΄ όλη την αρρώστια μου», έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό της η Βικτώρια, που τον απέλυσε μόλις έγινε βασίλισσα και περιόρισε την επιρροή του στη Γερμανίδα μητέρα της....
Στις 20 Ιουνίου 1837, είκοσι επτά ημέρες μετά την ενηλικίωση της Βικτωρίας, ο θείος της, Βασιλιάς Γουλιέλμος Δ΄, πέθανε. Το γεγονός της ανήγγειλαν ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι και ο Αυλάρχης Μαρκήσιος του Κόνινχαμ καλώντας τη να αναλάβει την ανώτατη αρχή της Αυτοκρατορίας. Η ίδια σημείωνε στο ημερολόγιό της την ημέρα εκείνη: «Είμαι πολύ νέα και σε πολλά, αν όχι σε όλα, άπειρη αλλά είμαι σίγουρη πως πολύ λίγοι έχουν πιότερη αληθινή καλή πρόθεση και περισσότερο αληθινό πόθο να πράξουν ό,τι είναι καλό και δίκαιο, απ’ ότι έχω εγώ».
«Κυρία Μέλμπρουν» και ο έρωτας με τον Αλβέρτο
«Η μικρή μας Βίκυ», αποκαλούσαν οι Άγγλοι τη νέα τους βασίλισσα που διαδέχτηκε στον θρόνο μια σειρά από γέρους και μάλλον ανιαρούς βασιλείς. Αισθανόταν υπέροχα που είχε απαγκιστρωθεί από τη μητέρα της, αλλά η ανάγκη της για προστασία εκδηλώθηκε γρήγορα, όταν συνάντησε τον κατά δεκαετίες μεγαλύτερό της, πρωθυπουργό λόρδο Μέλμπρουν. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι δυο τους, με πρόσχημα τις συσκέψεις, κλείνονταν για ώρες στο σαλονάκι της βασίλισσας και το γέλιο της ακούγονταν έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Τα χαχανίσματα είχαν και πολιτικό αντίκτυπο, γιατί ο λόρδος ανήκε στους Ουίγους και η επιρροή του στη Βικτώρια προκάλεσε την αντίδραση των Φιλελευθέρων. Η Βικτωρία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του νέου πρωθυπουργού σερ Ρόμπερτ Πηλ και έγινε δεκτή με σφυρίγματα όταν εμφανίστηκε στις ιπποδρομίες του Άσκοτ. Κάποιος από το πλήθος την αποκάλεσε «κυρία Μέλμπρουν». Όταν οι Ουίγοι ανέκτησαν την εξουσία η βασίλισσα παραχώρησε δεξίωση προς τιμή του νεαρού Μεγάλου Δούκα Αλέξανδρου της Ρωσίας και χόρεψε έως τις τρεις και τέταρτο τα ξημερώματα και έγραψε στο ημερολόγιο ότι μάλλον, τον ερωτεύθηκε. Το 1840 παντρεύτηκε τον Αλβέρτο της γερμανικής δυναστείας του Σαξ Κοβούργου. Παρ΄ ότι ο γάμος ήταν από συνοικέσιο που έκανε ο θείος της βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος, η Βικτωρία ερωτεύθηκε τον ευθυτενή και καλλιεργημένο νέο. Τα επόμενα 20 χρόνια ήταν ευτυχισμένα, αν και η Βικτωρία δυσανασχετούσε με το καθήκον της μητρότητας. Το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, οι γάμοι των οποίων με άλλα μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων υπήρξαν η αιτία να αποδοθεί στη Βικτωρία το προσωνύμιο η Γιαγιά της Ευρώπης. Όπως έγραφε αργότερα με αφορμή τον τοκετό στην κόρη της: «μεταβαλλόμεθα τη στιγμή εκείνη σε πραγματικά ζώα, χάνοντας κάθε ανθρώπινη υπόσταση και κάθε πνευματική ανάταση». Ζήτησε να της χορηγηθεί χλωροφόρμιο για τις ωδίνες του τοκετού, προκαλώντας διαμαρτυρίες από τους ηθικολόγους που υποστήριζαν ότι οι πόνοι της γυναίκας είναι έκφραση της θείας θέλησης....
«Η μικρή μας Βίκυ», αποκαλούσαν οι Άγγλοι τη νέα τους βασίλισσα που διαδέχτηκε στον θρόνο μια σειρά από γέρους και μάλλον ανιαρούς βασιλείς. Αισθανόταν υπέροχα που είχε απαγκιστρωθεί από τη μητέρα της, αλλά η ανάγκη της για προστασία εκδηλώθηκε γρήγορα, όταν συνάντησε τον κατά δεκαετίες μεγαλύτερό της, πρωθυπουργό λόρδο Μέλμπρουν. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι δυο τους, με πρόσχημα τις συσκέψεις, κλείνονταν για ώρες στο σαλονάκι της βασίλισσας και το γέλιο της ακούγονταν έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Τα χαχανίσματα είχαν και πολιτικό αντίκτυπο, γιατί ο λόρδος ανήκε στους Ουίγους και η επιρροή του στη Βικτώρια προκάλεσε την αντίδραση των Φιλελευθέρων. Η Βικτωρία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του νέου πρωθυπουργού σερ Ρόμπερτ Πηλ και έγινε δεκτή με σφυρίγματα όταν εμφανίστηκε στις ιπποδρομίες του Άσκοτ. Κάποιος από το πλήθος την αποκάλεσε «κυρία Μέλμπρουν». Όταν οι Ουίγοι ανέκτησαν την εξουσία η βασίλισσα παραχώρησε δεξίωση προς τιμή του νεαρού Μεγάλου Δούκα Αλέξανδρου της Ρωσίας και χόρεψε έως τις τρεις και τέταρτο τα ξημερώματα και έγραψε στο ημερολόγιο ότι μάλλον, τον ερωτεύθηκε. Το 1840 παντρεύτηκε τον Αλβέρτο της γερμανικής δυναστείας του Σαξ Κοβούργου. Παρ΄ ότι ο γάμος ήταν από συνοικέσιο που έκανε ο θείος της βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος, η Βικτωρία ερωτεύθηκε τον ευθυτενή και καλλιεργημένο νέο. Τα επόμενα 20 χρόνια ήταν ευτυχισμένα, αν και η Βικτωρία δυσανασχετούσε με το καθήκον της μητρότητας. Το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, οι γάμοι των οποίων με άλλα μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων υπήρξαν η αιτία να αποδοθεί στη Βικτωρία το προσωνύμιο η Γιαγιά της Ευρώπης. Όπως έγραφε αργότερα με αφορμή τον τοκετό στην κόρη της: «μεταβαλλόμεθα τη στιγμή εκείνη σε πραγματικά ζώα, χάνοντας κάθε ανθρώπινη υπόσταση και κάθε πνευματική ανάταση». Ζήτησε να της χορηγηθεί χλωροφόρμιο για τις ωδίνες του τοκετού, προκαλώντας διαμαρτυρίες από τους ηθικολόγους που υποστήριζαν ότι οι πόνοι της γυναίκας είναι έκφραση της θείας θέλησης....
Γενεαλογικά είχε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, γερμανική καταγωγή και ήταν η τελευταία εκπρόσωπος στο βρετανικό θρόνο του Βασιλικού Οίκου του Αννοβέρου (Hannoveraner). Ο διάδοχός της, υιός της, Εδουάρδος Ζ΄, ανήκε στο Βασιλικό Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα (Sachsen-Coburg und Gotha).
Σύμβολο της βρετανικής παράδοσης.
Ο Αλβέρτος αφιερώθηκε στη νέα του πατρίδα και σύντομα μετατράπηκε σε βασιλιά χωρίς στέμμα, ενώ επηρέασε τη Βικτωρία με τα ενδιαφέροντά του για τη φύση και τη μελέτη. Η εργατική τάξη εκτιμούσε τον απλό τρόπο ζωής τους, αλλά οι αριστοκράτες τους ειρωνεύονταν. Ο Αλβέρτος τους αποκαλούσε «κυνηγούς αλεπούδων». Στις 10 Ιουνίου 1840, ευρισκόμενη μέσα σε ανοιχτή άμαξα μαζί με τον Αλβέρτο, και ενώ διήνυε την πρώτη εγκυμοσύνη της, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ Όξφορντ (Edward Oxford) στο Constitution Hill. Ο νεαρός καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε λόγω παραφροσύνης. Η Βικτωρία δεν τραυματίστηκε από την επίθεση καθώς οι βολές του επίδοξου δολοφόνου ήταν άστοχες. Το 1842, όμως, έγιναν σε βάρος της άλλες τρεις, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, απόπειρες, που οδήγησαν τον Αλβέρτο να προτείνει στα μέλη του Κοινοβουλίου την ψήφιση της «Πράξης περί Εσχάτης Προδοσίας», βάσει της οποίας οιοσδήποτε στόχευε με όπλο τη Βασίλισσα, της επιτίθετο, πετούσε εναντίον της οποιοδήποτε αντικείμενο ή εμφάνιζε όπλο παρουσία της με σκοπό να την τρομάξει, καταδικαζόταν σε επτάχρονη φυλάκιση και μαστίγωση. Τα πάντα άλλαξαν τον Νοέμβριο του 1861 όταν ο τυφοειδής πυρετός κατέβαλε τον εύθραυστο οργανισμό του Αλβέρτου. Η Βικτώρια σκέφτηκε ακόμη και να αυτοκτονήσει, όπως εξομολογήθηκε αργότερα. Η αυλή βυθίστηκε στο πένθος και πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να επιτραπεί στις κυρίες της τιμής να φορέσουν γκρίζα και μοβ, τα χρώματα του μέτριου πένθους. Το προσωπικό έβγαλε το μαύρο περιβραχιόνια μετά από οκτώ χρόνια. Τα πάντα έμειναν στη θέση τους και κάθε βράδυ ένας υπηρέτης μετέφερε μια κανάτα με ζεστό νερό στο υπνοδωμάτιο του νεκρού και άπλωνε στο κρεβάτι τη νυχτικιά του. Με τον ιπποκόμο Τζον Μπράουν (1863) Επί σαράντα χρόνια έμεινε στο κομοδίνο το ποτήρι με το οποίο είχε πιει το τελευταίο του φάρμακο. Στη μεριά του Αλβέρτου στο συζυγικό κρεβάτι, η Βικτωρία είχε βάλει την τελευταία μακάβρια φωτογραφία του. Αντίγραφά της μπήκαν σε όλες τις βασιλικές κατοικίες 30 πόντους πάνω από το μαξιλάρι! Από εκείνη τη στιγμή η Βασίλισσα υιοθέτησε τη, χαρακτηριστική μέχρι το τέλος της ζωής της, μαύρη ενδυμασία και απομονώθηκε από το δημόσιο βίο. Συνέχισε να ασχολείται τυπικά με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας, αλλά αρνούνταν κάθε δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο, ακόμη και για το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Τον περισσότερο χρόνο της, πλέον, τον περνούσε στη Σκωτία, στο Κάστρο του Μπάλμοραλ. Η αποχή της Βασίλισσας για μεγάλο διάστημα από τα κοινά προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας του μοναρχικού θεσμού και προώθησε την ιδέα της αντικατάστασής του με αβασίλευτη δημοκρατία. Οι Άγγλοι συμμετείχαν στο πένθος, αλλά μετά από ένα σημείο άρχισαν να μιλούν για ανισορροπία της βασίλισσας και στις λαϊκές γειτονιές την κατηγορούσαν ακόμη και για νεκροφιλία. Ταυτόχρονα, ξέσπασαν νέες σκανδαλιστικές φήμες με πρωταγωνιστή τον ορεσίβιο Σκωτσέζο ιπποκόμο Τζον Μπράουν, ο οποίος τη συνόδευε στις βόλτες της με το αγαπημένο της πόνι. Είχαν αναπτύξει οικειότητα που υπερέβαινε το πρωτόκολλο, τον άφηνε να πίνει και να της προσφέρει ουίσκι και του επέτρεπε να της κάνει παρατηρήσεις για την ενδυμασία της. Οι φήμες φούντωσαν τόσο, που κάποιοι έλεγαν πως είχαν παντρευτεί μυστικά. Ο θόρυβος καταλάγιασε επειδή η Βικτωρία έδειξε πρωτοφανή ανεκτικότητα. Ο Μπράουν πέθανε το 1883 και τα επόμενα χρόνια, η βασίλισσα μετατράπηκε σταδιακά σε σύμβολο της βρετανικής παράδοσης. Άλλωστε, στα χρόνια της βασιλείας της, η βρετανική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της επέκτασής της με τις αποικίες. Ξεψύχησε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 στην αγκαλιά του αγαπημένου της εγγονού Γουλιέλμου του Β΄, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν ο Κάιζερ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Βασίλισσα Βικτωρία, η «Χήρα του Ουίνδσορ» και «Γιαγιά της Ευρώπης» άφησε πίσω της μία Αυτοκρατορία στην οποία ο «Ήλιος ποτέ δε δύει», έχοντας ταυτίσει το όνομά της με μία ολόκληρη εποχή«Βικτωριανή Εποχή». Η τελευταία επιθυμία της ήταν να τοποθετηθεί στο φέρετρό της μία τήβεννος του Πρίγκιπα Αλβέρτου....
Ο Αλβέρτος αφιερώθηκε στη νέα του πατρίδα και σύντομα μετατράπηκε σε βασιλιά χωρίς στέμμα, ενώ επηρέασε τη Βικτωρία με τα ενδιαφέροντά του για τη φύση και τη μελέτη. Η εργατική τάξη εκτιμούσε τον απλό τρόπο ζωής τους, αλλά οι αριστοκράτες τους ειρωνεύονταν. Ο Αλβέρτος τους αποκαλούσε «κυνηγούς αλεπούδων». Στις 10 Ιουνίου 1840, ευρισκόμενη μέσα σε ανοιχτή άμαξα μαζί με τον Αλβέρτο, και ενώ διήνυε την πρώτη εγκυμοσύνη της, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ Όξφορντ (Edward Oxford) στο Constitution Hill. Ο νεαρός καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε λόγω παραφροσύνης. Η Βικτωρία δεν τραυματίστηκε από την επίθεση καθώς οι βολές του επίδοξου δολοφόνου ήταν άστοχες. Το 1842, όμως, έγιναν σε βάρος της άλλες τρεις, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, απόπειρες, που οδήγησαν τον Αλβέρτο να προτείνει στα μέλη του Κοινοβουλίου την ψήφιση της «Πράξης περί Εσχάτης Προδοσίας», βάσει της οποίας οιοσδήποτε στόχευε με όπλο τη Βασίλισσα, της επιτίθετο, πετούσε εναντίον της οποιοδήποτε αντικείμενο ή εμφάνιζε όπλο παρουσία της με σκοπό να την τρομάξει, καταδικαζόταν σε επτάχρονη φυλάκιση και μαστίγωση. Τα πάντα άλλαξαν τον Νοέμβριο του 1861 όταν ο τυφοειδής πυρετός κατέβαλε τον εύθραυστο οργανισμό του Αλβέρτου. Η Βικτώρια σκέφτηκε ακόμη και να αυτοκτονήσει, όπως εξομολογήθηκε αργότερα. Η αυλή βυθίστηκε στο πένθος και πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να επιτραπεί στις κυρίες της τιμής να φορέσουν γκρίζα και μοβ, τα χρώματα του μέτριου πένθους. Το προσωπικό έβγαλε το μαύρο περιβραχιόνια μετά από οκτώ χρόνια. Τα πάντα έμειναν στη θέση τους και κάθε βράδυ ένας υπηρέτης μετέφερε μια κανάτα με ζεστό νερό στο υπνοδωμάτιο του νεκρού και άπλωνε στο κρεβάτι τη νυχτικιά του. Με τον ιπποκόμο Τζον Μπράουν (1863) Επί σαράντα χρόνια έμεινε στο κομοδίνο το ποτήρι με το οποίο είχε πιει το τελευταίο του φάρμακο. Στη μεριά του Αλβέρτου στο συζυγικό κρεβάτι, η Βικτωρία είχε βάλει την τελευταία μακάβρια φωτογραφία του. Αντίγραφά της μπήκαν σε όλες τις βασιλικές κατοικίες 30 πόντους πάνω από το μαξιλάρι! Από εκείνη τη στιγμή η Βασίλισσα υιοθέτησε τη, χαρακτηριστική μέχρι το τέλος της ζωής της, μαύρη ενδυμασία και απομονώθηκε από το δημόσιο βίο. Συνέχισε να ασχολείται τυπικά με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας, αλλά αρνούνταν κάθε δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο, ακόμη και για το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Τον περισσότερο χρόνο της, πλέον, τον περνούσε στη Σκωτία, στο Κάστρο του Μπάλμοραλ. Η αποχή της Βασίλισσας για μεγάλο διάστημα από τα κοινά προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας του μοναρχικού θεσμού και προώθησε την ιδέα της αντικατάστασής του με αβασίλευτη δημοκρατία. Οι Άγγλοι συμμετείχαν στο πένθος, αλλά μετά από ένα σημείο άρχισαν να μιλούν για ανισορροπία της βασίλισσας και στις λαϊκές γειτονιές την κατηγορούσαν ακόμη και για νεκροφιλία. Ταυτόχρονα, ξέσπασαν νέες σκανδαλιστικές φήμες με πρωταγωνιστή τον ορεσίβιο Σκωτσέζο ιπποκόμο Τζον Μπράουν, ο οποίος τη συνόδευε στις βόλτες της με το αγαπημένο της πόνι. Είχαν αναπτύξει οικειότητα που υπερέβαινε το πρωτόκολλο, τον άφηνε να πίνει και να της προσφέρει ουίσκι και του επέτρεπε να της κάνει παρατηρήσεις για την ενδυμασία της. Οι φήμες φούντωσαν τόσο, που κάποιοι έλεγαν πως είχαν παντρευτεί μυστικά. Ο θόρυβος καταλάγιασε επειδή η Βικτωρία έδειξε πρωτοφανή ανεκτικότητα. Ο Μπράουν πέθανε το 1883 και τα επόμενα χρόνια, η βασίλισσα μετατράπηκε σταδιακά σε σύμβολο της βρετανικής παράδοσης. Άλλωστε, στα χρόνια της βασιλείας της, η βρετανική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της επέκτασής της με τις αποικίες. Ξεψύχησε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 στην αγκαλιά του αγαπημένου της εγγονού Γουλιέλμου του Β΄, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν ο Κάιζερ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Βασίλισσα Βικτωρία, η «Χήρα του Ουίνδσορ» και «Γιαγιά της Ευρώπης» άφησε πίσω της μία Αυτοκρατορία στην οποία ο «Ήλιος ποτέ δε δύει», έχοντας ταυτίσει το όνομά της με μία ολόκληρη εποχή«Βικτωριανή Εποχή». Η τελευταία επιθυμία της ήταν να τοποθετηθεί στο φέρετρό της μία τήβεννος του Πρίγκιπα Αλβέρτου....