Γάλλος σχεδιαστής υψηλής ραπτικής, με σπουδαία επιρροή στο χώρο της μόδας.
Η σχεδιαστική του αντίληψη αντιπροσωπεύει την κλασσική κομψότητα και τονίζει τη θηλυκότητα.
Η σχεδιαστική του αντίληψη αντιπροσωπεύει την κλασσική κομψότητα και τονίζει τη θηλυκότητα.
Γεννήθηκε στην Γκρανβίλ της Νορμανδίας. To 1910 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι. Παρόλο που ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική ακολούθησε τις επιθυμίες των γονιών του να γίνει διπλωμάτης και σπούδασε στο École des Sciences Politiques το διάστημα 1923-1926. Το 1927 εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Το 1928 μαζί με τον φίλο του Jacques Bonjean και την οικονομική υποστήριξη του πατέρα του άνοιξε μια μικρή αίθουσα τέχνης στην οδό de la Boetie με την επωνυμία Galerie Jacques Bonjean. Το 1931 πεθαίνει η μητέρα του και ο αδελφός του και η οικογένειά του καταστέφεται οικονομικά. Κατόπιν όλων αυτών των γεγονότων αναγκάζεται να κλείσει την γκαλερί του. Η καριέρα του άρχισε την δεκαετία του 1930 όταν αποφάσισε μετά από παρότρυνση του φίλου του Jean Ozenne να πουλήσει σχέδιά του σε διάφορους οίκους μόδας υψηλής ραπτικής. Κάποια από τα σχέδια του αγοράστηκαν και από την γνωστή κατασκευάστρια καπέλων Agnes. Εκείνη την εποχή γνωρίζεται και με τον Robert Piguet όπου αγοράζει μερικά σχέδιά του και κάποια δημοσιεύονται στην εφημερίδα Le Figaro. Όταν το 1938 ο Piguet άνοιξε τον δικό του οίκο υψηλής ραπτικής εργάστηκε εκεί ως σχεδιαστής. Δυστυχώς η συνεργασία τους διακόπηκε το 1939 όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οπότε και κατατάχτηκε στον στρατό για να πολεμήσει.
Με την επιστροφή του το 1941 και μέχρι το 1946 εργάστηκε στον Lucien Lelong. Το 1946 άνοιξε δικό του οίκο μόδας στο Παρίσι (30 Avenue Montaigne) με την υποστήριξη του οίκου υφασμάτων Boussac (60.000 γαλλικά φράγκα). Ο Boussac προσέγγισε τον Dior με σκοπό να τον αναλάβει αλλά τελικά πείστηκε στην ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου οίκου μόδας. Ο οίκος Ντιόρ στεγάστηκε σε ένα υπέροχο κτίριο στο νούμερο 30 της Avenue Montaigne. Απασχολούσε 85 άτομα και ήταν διακοσμημένο στα αγαπημένα χρώματα του λευκό και γκρι. Διευθυντής ορίζεται ο Jacques Rouët. Η πρώτη του κολεξιόν παρουσιάζεται στις 12 Φεβρουαρίου 1947 και αποτελείται από 90 δημιουργίες φορεμένες από 6 μοντέλα. Η γραμμή του 1947, με τις φαρδιές φούστες και τη στενή μέση, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση και χαρακτηρίστηκε ως το «New Look».Το «New Look» του σχεδιαστή έγινε παγκόσμια μόδα, με αμερικανίδες σταρ και γαλλίδες της καλής κοινωνίας να συνωστίζονται κυριολεκτικά στο μικρό ατελιέ για μια του δημιουργία. Το στιλ του προκάλεσε διεθνή αίσθηση, καθώς χαρακτηριζόταν από στενή μέση, πληθωρικές φούστες, πολλά αξεσουάρ όπως καπέλα, χοντρά γάντια και παπούτσια με ψηλά τακούνια, τα οποία αγκάλιαζαν πάντα σφιχτά τη γυναικεία σιλουέτα. Η αισθητική του, σε μια εποχή που οι γυναίκες είχαν αρχίσει να απελευθερώνονται από τους περιορισμούς του πολέμου, παρέπεμπε στο παρελθόν. Αναβίωσε την υψηλή ραπτική του Παρισιού, που είχε παρακμάσει στη διάρκεια του πολέμου. Το 1949 τα τρία τέταρτα των εξαγωγών της Γαλλίας έφεραν το όνομά του. Αυτός ήταν επίσης που συνέλαβε την ιδέα του «τέλους αδείας», που σήμαινε ότι έπαιρνε αμοιβή για καθένα από τα σχέδιά του. Καθιέρωσε μεταξύ άλλων της γραμμές Tulip, Η, Α και Υ.
Με την επιστροφή του το 1941 και μέχρι το 1946 εργάστηκε στον Lucien Lelong. Το 1946 άνοιξε δικό του οίκο μόδας στο Παρίσι (30 Avenue Montaigne) με την υποστήριξη του οίκου υφασμάτων Boussac (60.000 γαλλικά φράγκα). Ο Boussac προσέγγισε τον Dior με σκοπό να τον αναλάβει αλλά τελικά πείστηκε στην ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου οίκου μόδας. Ο οίκος Ντιόρ στεγάστηκε σε ένα υπέροχο κτίριο στο νούμερο 30 της Avenue Montaigne. Απασχολούσε 85 άτομα και ήταν διακοσμημένο στα αγαπημένα χρώματα του λευκό και γκρι. Διευθυντής ορίζεται ο Jacques Rouët. Η πρώτη του κολεξιόν παρουσιάζεται στις 12 Φεβρουαρίου 1947 και αποτελείται από 90 δημιουργίες φορεμένες από 6 μοντέλα. Η γραμμή του 1947, με τις φαρδιές φούστες και τη στενή μέση, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση και χαρακτηρίστηκε ως το «New Look».Το «New Look» του σχεδιαστή έγινε παγκόσμια μόδα, με αμερικανίδες σταρ και γαλλίδες της καλής κοινωνίας να συνωστίζονται κυριολεκτικά στο μικρό ατελιέ για μια του δημιουργία. Το στιλ του προκάλεσε διεθνή αίσθηση, καθώς χαρακτηριζόταν από στενή μέση, πληθωρικές φούστες, πολλά αξεσουάρ όπως καπέλα, χοντρά γάντια και παπούτσια με ψηλά τακούνια, τα οποία αγκάλιαζαν πάντα σφιχτά τη γυναικεία σιλουέτα. Η αισθητική του, σε μια εποχή που οι γυναίκες είχαν αρχίσει να απελευθερώνονται από τους περιορισμούς του πολέμου, παρέπεμπε στο παρελθόν. Αναβίωσε την υψηλή ραπτική του Παρισιού, που είχε παρακμάσει στη διάρκεια του πολέμου. Το 1949 τα τρία τέταρτα των εξαγωγών της Γαλλίας έφεραν το όνομά του. Αυτός ήταν επίσης που συνέλαβε την ιδέα του «τέλους αδείας», που σήμαινε ότι έπαιρνε αμοιβή για καθένα από τα σχέδιά του. Καθιέρωσε μεταξύ άλλων της γραμμές Tulip, Η, Α και Υ.
"To άρωμα μιας γυναίκας λέει πιο πολλά για εκείνη, παρά ο γραφικός της χαρακτήρας."
Η Coco Chanel είχε πει ότι ο Dior “ντύνει τις γυναίκες σαν πολυθρόνες” και εκείνος είχε πει για τη Coco “με ένα μαύρο πουλόβερ και 10 σειρές μαργαριτάρια ξεσήκωσε τη μόδα”.
Διάσημες σταρς, όπως η Rita Hayworth και η Margot Fonteyn αγοράζουν και φορούν κομμάτια του Dior και ο οίκος απογειώνεται ακόμα περισσότερο. Ο Christian Dior καλείται να παρουσιάσει μία προσωπική collection για την Αγγλική βασιλική οικογένεια αν και ο βασιλιάς Γεώργιος απαγορεύει στις νεαρές πριγκίπισσες, Elizabeth και Margaret, να υιοθετήσουν το New Look μιάς που αυτό μπορεί να θέσει κακό παράδειγμα σε μία μεταπολεμική εποχή γεμάτη καθωσπρεπισμούς.Ο Christian Dior είναι γνωστό πως ήταν ιδιαίτερα προληπτικός, κάτι που ενισχύθηκε με τα χρόνια. Κάθε collection περιέχει ένα παλτό με το όνομα της πόλης που γεννήθηκε –Granville- , σε κάθε επίδειξη τουλάχιστον ένα μοντέλο πρέπει να φοράει το αγαπημένο του λουλούδι –κρίνο- και ποτέ μία couture επίδειξη δε ξεκινάει αν πρώτα δεν έχει συμβουλευθεί τη προσωπική του χαρτορίχτρα. Το 1955 ο Yves Saint Laurent γίνεται βοηθός παραγωγής στον οίκο Dior. Στις 24 Οκτωβρίου του 1957 ο Christian Dior παθαίνει καρδιακή προσβολή και χάνει τη ζωή του. Ο οίκος βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση. Γύρω στα 2.500 άτομα παρευρίσκονται στη κηδεία του ανάμεσά τους όλοι οι συνεργάτες του και διάσημοι πελάτες του καθώς και η Δούκισσα του Windsor. Σε μία προσπάθεια να βρεθεί κάποια τάξη ο Jacques Rouët διορίζει το 21χρονο Yves Saint Laurent ως καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου. Ο Saint Laurent παραμένει στη θέση αυτή μέχρι να τον καλέσουν να υπηρετήσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Τη θέση του παίρνει ο Marc Bohan ο οποίος αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός και σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας νέας εποχής λανσάροντας το ‘Slim Look’, μία πιο μοντέρνα σιλουέτα σε αντίθεση με τη κλασσική Dior φιγούρα.Το 1997 o πλέον διευθυντής και CEO του οίκου Dior, Bernard Arnault, διορίζει το Βρετανό σχεδιαστή John Galliano στη θέση του Marc Bohan.
Ο Γάλλος σχεδιαστής, πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 52 ετών από καρδιακή προσβολή. Μάλιστα λίγο πριν το θάνατό του, φέρεται να είχε πνιγεί από ψαροκόκκαλο σε δείπνο. Η Γαλλική εφημερίδα Le Monde, τον χαρακτήρισε σαν άνθρωπο με λεπτό γούστο, τον καλύτερο πρεσβευτή της Γαλλικής Πρωτεύουσας σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην κηδεία του διάσημου μόδιστρου, παραβρέθηκαν τουλάχιστον 2.500 άτομα.
Ο Γάλλος σχεδιαστής, πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 52 ετών από καρδιακή προσβολή. Μάλιστα λίγο πριν το θάνατό του, φέρεται να είχε πνιγεί από ψαροκόκκαλο σε δείπνο. Η Γαλλική εφημερίδα Le Monde, τον χαρακτήρισε σαν άνθρωπο με λεπτό γούστο, τον καλύτερο πρεσβευτή της Γαλλικής Πρωτεύουσας σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην κηδεία του διάσημου μόδιστρου, παραβρέθηκαν τουλάχιστον 2.500 άτομα.