Ο άρχοντας του Σασπένς
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, την School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Χίτσκοκ έπιασε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ στη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη. Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του '30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και έτσι ανέλαβε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955 συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια.Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου. Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου/Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλός Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.
Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άντρες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Τζέιμς Στιούαρτ, Κάρι Γκραντ, Κλοντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Πολ Νιούμαν.
Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζωρζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου). Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν Το Χέρι που Σκοτώνει (Shadow of a Doubt) και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος. Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας. Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Ο Βρόχος (Rope) το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ. Είναι χαρακτηριστικό σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, η εμφάνιση που κάνει ο ίδιος ο Χίτσκοκ είναι σε ρόλους κομπάρσου. Ο όρος στα αγγλικά είναι cameo appearence (=σύντομο πέρασμα).
Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζωρζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου). Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν Το Χέρι που Σκοτώνει (Shadow of a Doubt) και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος. Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας. Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Ο Βρόχος (Rope) το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ. Είναι χαρακτηριστικό σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, η εμφάνιση που κάνει ο ίδιος ο Χίτσκοκ είναι σε ρόλους κομπάρσου. Ο όρος στα αγγλικά είναι cameo appearence (=σύντομο πέρασμα).
Marnie (1964)
Έτσι oνομάζεται η κλεπτομανής πρωταγωνίστρια της ταινίας, την οποία υποδύεται η Tippi Hedren. Μια από τις αρχετυπικές ξανθιές του, ψυχρή, όμορφη, μυστήρια και εύθραυστη , σε ένα από τα χαρακτηριστικότερα ψυχολογικά του φιλμ. Η Marnie προβαίνει σε κλοπές χρηματικών ποσών, αλλάζει την ταυτότητα της και το παρουσιαστικό της, ελπίζοντας έτσι να διαφύγει .Γνωρίζει και παντρεύεται τον γοητευτικό της εργοδότη, ενώ αυτός έχει επίγνωση της πραγματικότητας των πράξεων της και έλκεται από την προσωπικότητα της. Ποιο είναι όμως το σκοτεινό ψυχολογικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης γυναίκας, το οποίο έχει απωθήσει στα βάθη του ασυνείδητου της;
Έτσι oνομάζεται η κλεπτομανής πρωταγωνίστρια της ταινίας, την οποία υποδύεται η Tippi Hedren. Μια από τις αρχετυπικές ξανθιές του, ψυχρή, όμορφη, μυστήρια και εύθραυστη , σε ένα από τα χαρακτηριστικότερα ψυχολογικά του φιλμ. Η Marnie προβαίνει σε κλοπές χρηματικών ποσών, αλλάζει την ταυτότητα της και το παρουσιαστικό της, ελπίζοντας έτσι να διαφύγει .Γνωρίζει και παντρεύεται τον γοητευτικό της εργοδότη, ενώ αυτός έχει επίγνωση της πραγματικότητας των πράξεων της και έλκεται από την προσωπικότητα της. Ποιο είναι όμως το σκοτεινό ψυχολογικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης γυναίκας, το οποίο έχει απωθήσει στα βάθη του ασυνείδητου της;
Spellbound (1945)
Στον κεντρικό ρόλο μια γοητευτική θεραπεύτρια, η Ingrid Bergman, και ένας ψυχικά ταραγμένος γιατρός που ερμηνεύει ο Gregory Peck. Σύντομα αποκαλύπτεται πως ο γιατρός έχει πλαστή ταυτότητα και πως δεν είναι εκείνος που δηλώνει – ο αληθινός γιατρός από την άλλη βρίσκεται δολοφονημένος. O Peck πάσχει από αμνησία, δε θυμάται το παραμικρό, ενώ παράλληλα κατατρύχεται από έντονους, ακατανόητους φόβους και συμπλέγματα ενοχής – θεωρεί πως είναι ο δολοφόνος. Η Bergman τον ερωτεύεται και προσπαθεί να αναζητήσει μαζί του την αλήθεια. Στο επίκεντρο όλων δεσπόζει η περίφημη σεκάνς του ονείρου – τα σκηνικά της οποίαςεπιμελήθηκε ο Salvador Dali, εμπλουτίζοντας το φιλμ με μια έντονη δόση υπερρεαλιστικού στοιχείου, καθιστώντας τη συγκεκριμένη σκηνή ως μία από τις κλασικότερες σε όλα τα έργα του Χίτσκοκ, ένα ονειρικό έργο τέχνης.
Στον κεντρικό ρόλο μια γοητευτική θεραπεύτρια, η Ingrid Bergman, και ένας ψυχικά ταραγμένος γιατρός που ερμηνεύει ο Gregory Peck. Σύντομα αποκαλύπτεται πως ο γιατρός έχει πλαστή ταυτότητα και πως δεν είναι εκείνος που δηλώνει – ο αληθινός γιατρός από την άλλη βρίσκεται δολοφονημένος. O Peck πάσχει από αμνησία, δε θυμάται το παραμικρό, ενώ παράλληλα κατατρύχεται από έντονους, ακατανόητους φόβους και συμπλέγματα ενοχής – θεωρεί πως είναι ο δολοφόνος. Η Bergman τον ερωτεύεται και προσπαθεί να αναζητήσει μαζί του την αλήθεια. Στο επίκεντρο όλων δεσπόζει η περίφημη σεκάνς του ονείρου – τα σκηνικά της οποίαςεπιμελήθηκε ο Salvador Dali, εμπλουτίζοντας το φιλμ με μια έντονη δόση υπερρεαλιστικού στοιχείου, καθιστώντας τη συγκεκριμένη σκηνή ως μία από τις κλασικότερες σε όλα τα έργα του Χίτσκοκ, ένα ονειρικό έργο τέχνης.
Suspicion (1941)
Το “Suspicion” αποτελεί μία από εκείνες τις ταινίες του Χίτσκοκ της οποίας η αρχή δεν προϊδεάζει καθόλου την εξέλιξη – νομίζεις πως έχεις να κάνεις με μια τυπική, ευχάριστη ρομαντική κομεντί, χαρακτηριστική της εποχής, με δύο λαμπρούς σταρ, τον Cary Grant (στην πρώτη του συνεργασία με τον Χίτσκοκ) και την Joan Fontaine (η οποία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης Ηθοποιού). Αν όμως διδάσκει κάτι το έργο είναι πως τα φαινόμενα απατούν. Η φιλήσυχη, ανέμελη ζωή σε μια πανέμορφη ευκατάστατη κατοικία απλώνει γύρω της σκιές, όταν υποχωρεί διστακτικά το φως του ήλιου και πέφτει το σκοτάδι. Ένα διάχυτο αίσθημα ανησυχίας χτίζεται σταδιακά – ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά, πως κάτι τρομερό επίκειται να γίνει, μα βρίσκεσαι μονίμως σε φάση αναμονής – και αυτό ενώ οι υποψίες σου φουντώνουν διαρκώς.
Το “Suspicion” αποτελεί μία από εκείνες τις ταινίες του Χίτσκοκ της οποίας η αρχή δεν προϊδεάζει καθόλου την εξέλιξη – νομίζεις πως έχεις να κάνεις με μια τυπική, ευχάριστη ρομαντική κομεντί, χαρακτηριστική της εποχής, με δύο λαμπρούς σταρ, τον Cary Grant (στην πρώτη του συνεργασία με τον Χίτσκοκ) και την Joan Fontaine (η οποία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης Ηθοποιού). Αν όμως διδάσκει κάτι το έργο είναι πως τα φαινόμενα απατούν. Η φιλήσυχη, ανέμελη ζωή σε μια πανέμορφη ευκατάστατη κατοικία απλώνει γύρω της σκιές, όταν υποχωρεί διστακτικά το φως του ήλιου και πέφτει το σκοτάδι. Ένα διάχυτο αίσθημα ανησυχίας χτίζεται σταδιακά – ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά, πως κάτι τρομερό επίκειται να γίνει, μα βρίσκεσαι μονίμως σε φάση αναμονής – και αυτό ενώ οι υποψίες σου φουντώνουν διαρκώς.
The Man Who Knew Too Much (1956)
Η μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που έγινε remake από τον ίδιο – από τη μία συναντούμε το “The Man Who Knew Too Much” του 1934, μία από τις γνωστότερες ταινίες της αγγλικής περιόδου του σκηνοθέτη, και την νεότερη εκδοχή της, 22 χρόνια μετά, όταν πλέον ο Χίτσκοκ είχε καταξιωθεί στις ΗΠΑ και διένυε την περίοδο της σκηνοθετικής του ωριμότητας.
Το κεντρικό θέμα αφορά ένα παντρεμένο ζευγάρι, του οποίου τα μέλη κάποιου εχθρικού κράτους (χωρίς να αναφέρεται όνομα) απαγάγουν το παιδί, προκειμένου να μην αποκαλύψουν μια απόκρυφη πληροφορία σχετικά με ένα σχέδιο πολιτικής συνωμοσίας που έχουν οργανώσει – μια πληροφορία την οποία ο ήρωας της ταινίας και πατέρας του παιδιού (James Stewart, στην εκδοχή του 1956) έμαθε τυχαία. Κοινή και στις δύο ταινίες είναι και η θρυλική κορύφωση κατά τη διάρκεια μιας όπερας, η οποία στην εκδοχή του ’56 διεξάγεται στο περίφημο Albert Hall του Λονδίνου. Η συγκεκριμένη σκηνή συνιστά σημείο αναφοράς του περιβόητου χιτσκοκικού σασπένς, και μία από τις κλασικότερες στιγμές σε όλα του τα φιλμ. Γνωρίζεις πως θα γίνει ένας φόνος κατά τη διάρκεια της όπερας, τη στιγμή ακριβώς που θα αντηχήσει ο ήχος ενός γκονγκ, και όσο τα δευτερόλεπτα περνάνε βασανιστικά περιμένεις να σκάσει σαν βόμβα η νότα που θα πυροδοτήσει τον μοιραίο πυροβολισμό. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Χίτσκοκ, στην περίφημη συνέντευξη του στον Τρυφό: «Η πρώτη ταινία συνιστούσε τη δουλειά ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη, ενώ η δεύτερη τη δουλειά ενός επαγγελματία».
Η μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που έγινε remake από τον ίδιο – από τη μία συναντούμε το “The Man Who Knew Too Much” του 1934, μία από τις γνωστότερες ταινίες της αγγλικής περιόδου του σκηνοθέτη, και την νεότερη εκδοχή της, 22 χρόνια μετά, όταν πλέον ο Χίτσκοκ είχε καταξιωθεί στις ΗΠΑ και διένυε την περίοδο της σκηνοθετικής του ωριμότητας.
Το κεντρικό θέμα αφορά ένα παντρεμένο ζευγάρι, του οποίου τα μέλη κάποιου εχθρικού κράτους (χωρίς να αναφέρεται όνομα) απαγάγουν το παιδί, προκειμένου να μην αποκαλύψουν μια απόκρυφη πληροφορία σχετικά με ένα σχέδιο πολιτικής συνωμοσίας που έχουν οργανώσει – μια πληροφορία την οποία ο ήρωας της ταινίας και πατέρας του παιδιού (James Stewart, στην εκδοχή του 1956) έμαθε τυχαία. Κοινή και στις δύο ταινίες είναι και η θρυλική κορύφωση κατά τη διάρκεια μιας όπερας, η οποία στην εκδοχή του ’56 διεξάγεται στο περίφημο Albert Hall του Λονδίνου. Η συγκεκριμένη σκηνή συνιστά σημείο αναφοράς του περιβόητου χιτσκοκικού σασπένς, και μία από τις κλασικότερες στιγμές σε όλα του τα φιλμ. Γνωρίζεις πως θα γίνει ένας φόνος κατά τη διάρκεια της όπερας, τη στιγμή ακριβώς που θα αντηχήσει ο ήχος ενός γκονγκ, και όσο τα δευτερόλεπτα περνάνε βασανιστικά περιμένεις να σκάσει σαν βόμβα η νότα που θα πυροδοτήσει τον μοιραίο πυροβολισμό. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Χίτσκοκ, στην περίφημη συνέντευξη του στον Τρυφό: «Η πρώτη ταινία συνιστούσε τη δουλειά ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη, ενώ η δεύτερη τη δουλειά ενός επαγγελματία».
Rebecca (1940)
«Rebecca» είναι το όνομα της νεκρής πια γυναίκας ενός πλούσιου αριστοκράτη, που ερμηνεύει ο Laurence Olivier. Αν και αναφέρεται στον τίτλο, η Rebecca σαν πρόσωπο ουσιαστικά λάμπει δια της απουσίας της – όταν ξεκινάει η ταινία, είναι ήδη νεκρή. Ο χήρος Olivier γνωρίζει την πρωταγωνίστρια (Joan Fontaine), μια απλή, κοινή κοπέλα της αστικής τάξης, ερωτεύονται ο ένας τον άλλον και παντρεύονται. Εκείνη μετακομίζει στην επιβλητική του έπαυλη, έχοντας στη διάθεση της υπηρέτες, ρούχα, χρήματα, αχανή δωμάτια και ένα πανέμορφο τοπίο για εξερεύνηση, όλο δικό της, βγαλμένο από κάποιο πίνακα ζωγραφική. Σε ένα δωμάτιο μόνο αποφεύγει να μπει – εκείνο που έμενε παλιά η Rebecca, πριν τον θάνατο της, αν και ο πειρασμός της να το εξερευνήσει είναι μεγάλος… Και αυτά ενώ η τρομακτική υπηρέτρια κυρία Danvers της εξαπολύει σκοτεινά βλέμματα μίσους, συγκρίνοντας την συνεχώς με τη Rebecca, λέγοντας της πως δε θα κατορθώσει ποτέ να φτάσει την αξία της νεκρής πρώην συζύγου, πως συνιστά ένα υποκατάστατο, μια κακή απομίμηση, τίποτα περισσότερο Βασισμένο σε βιβλίο, ενδεδυμένο με μια επιβλητική γοτθική ατμόσφαιρα, και αναδεικνύοντας εκπληκτικές πραγματικά ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της, η “Rebecca” όχι άδικα υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Χίτσκοκ. Πρόκειται για την πρώτη ταινία που γύρισε έχοντας περάσει την όχθη του Ατλαντικού, μεταβαίνοντας από την Αγγλία στις ΗΠΑ, καθώς και για το μοναδικό έργο του που βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
«Rebecca» είναι το όνομα της νεκρής πια γυναίκας ενός πλούσιου αριστοκράτη, που ερμηνεύει ο Laurence Olivier. Αν και αναφέρεται στον τίτλο, η Rebecca σαν πρόσωπο ουσιαστικά λάμπει δια της απουσίας της – όταν ξεκινάει η ταινία, είναι ήδη νεκρή. Ο χήρος Olivier γνωρίζει την πρωταγωνίστρια (Joan Fontaine), μια απλή, κοινή κοπέλα της αστικής τάξης, ερωτεύονται ο ένας τον άλλον και παντρεύονται. Εκείνη μετακομίζει στην επιβλητική του έπαυλη, έχοντας στη διάθεση της υπηρέτες, ρούχα, χρήματα, αχανή δωμάτια και ένα πανέμορφο τοπίο για εξερεύνηση, όλο δικό της, βγαλμένο από κάποιο πίνακα ζωγραφική. Σε ένα δωμάτιο μόνο αποφεύγει να μπει – εκείνο που έμενε παλιά η Rebecca, πριν τον θάνατο της, αν και ο πειρασμός της να το εξερευνήσει είναι μεγάλος… Και αυτά ενώ η τρομακτική υπηρέτρια κυρία Danvers της εξαπολύει σκοτεινά βλέμματα μίσους, συγκρίνοντας την συνεχώς με τη Rebecca, λέγοντας της πως δε θα κατορθώσει ποτέ να φτάσει την αξία της νεκρής πρώην συζύγου, πως συνιστά ένα υποκατάστατο, μια κακή απομίμηση, τίποτα περισσότερο Βασισμένο σε βιβλίο, ενδεδυμένο με μια επιβλητική γοτθική ατμόσφαιρα, και αναδεικνύοντας εκπληκτικές πραγματικά ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της, η “Rebecca” όχι άδικα υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Χίτσκοκ. Πρόκειται για την πρώτη ταινία που γύρισε έχοντας περάσει την όχθη του Ατλαντικού, μεταβαίνοντας από την Αγγλία στις ΗΠΑ, καθώς και για το μοναδικό έργο του που βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Dial M For Murder (1954)
Η συγκεκριμένη ταινία είναι ξεχωριστή γιατί εκτυλίσσεται όλο σε ένα μόνο χώρο, το εσωτερικό ενός διαμερίσματος. Είχε προβληθεί αρχικά σε 3D, στους κινηματογράφους των καιρών, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στους θεατές – οι οποίοι έβλεπαν ξαφνικά ένα ψαλίδι να έρχεται απειλητικά κατά πάνω τους.Σηματοδότησε την εξαιρετικά πετυχημένη συνεργασία του σκηνοθέτη με τη μούσα του, Grace Kelly – αναμφισβήτητα την λαμπρότερη παρουσία από όλες τις «ξανθιές» του και εκείνη που αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο ήθελε να βασιστούν όλες οι άλλες. Ένας σύζυγος πληρώνει έναν δολοφόνο προκειμένου να σκοτώσει τη άπιστη γυναίκα του, και να αποκτήσει την περιουσία της. Καταστρώνει ένα τέλειο, άψογα οργανωμένο σχέδιο για τον φόνο της, έτσι ώστε να μην υποψιαστεί κανείς τίποτα.Ωστόσο τα πράγματα δεν πάνε όπως φαντάζεται . Στο τέλος, μια μόνο λεπτομέρεια μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Η συγκεκριμένη ταινία είναι ξεχωριστή γιατί εκτυλίσσεται όλο σε ένα μόνο χώρο, το εσωτερικό ενός διαμερίσματος. Είχε προβληθεί αρχικά σε 3D, στους κινηματογράφους των καιρών, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στους θεατές – οι οποίοι έβλεπαν ξαφνικά ένα ψαλίδι να έρχεται απειλητικά κατά πάνω τους.Σηματοδότησε την εξαιρετικά πετυχημένη συνεργασία του σκηνοθέτη με τη μούσα του, Grace Kelly – αναμφισβήτητα την λαμπρότερη παρουσία από όλες τις «ξανθιές» του και εκείνη που αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο ήθελε να βασιστούν όλες οι άλλες. Ένας σύζυγος πληρώνει έναν δολοφόνο προκειμένου να σκοτώσει τη άπιστη γυναίκα του, και να αποκτήσει την περιουσία της. Καταστρώνει ένα τέλειο, άψογα οργανωμένο σχέδιο για τον φόνο της, έτσι ώστε να μην υποψιαστεί κανείς τίποτα.Ωστόσο τα πράγματα δεν πάνε όπως φαντάζεται . Στο τέλος, μια μόνο λεπτομέρεια μπορεί να κάνει τη διαφορά.
The Birds (1963)
Μια φιλήσυχη πολιτεία, κάπου σε ένα προάστιο, ένα γραφικό σκηνικό με σπιτάκια, λιμάνι, βαρκούλες, μια περιοχή στην οποία ζει και βασιλεύει η γαλήνη,την οποία έρχεται να ταράξει βίαια, η πρωτοφανής επίθεση από σμήνη πουλιών, με στόχο τους κατοίκους! Κατά τη διάρκεια του έργου οι χαρακτήρες του αρνούνται να πιστέψουν αυτό που βλέπουν με τα μάτια τους. Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική στο να επιτίθενται σμήνη από πουλιά, μέχρι θανάτου! Μήπως πρόκειται για το τέλος του κόσμου? Μια μορφή οικολογικής καταστροφής? Μήπως ήταν η παρέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση και το ζωικό βασίλειο, που ώθησε το τελευταίο να πάρει την εκδίκηση του? Το τέλος της ταινίας ανήκει στα πλέον παροιμιώδη, ένα τέλος που ο ίδιος ο Χίτσκοκ επέμενε να πάρει τη συγκεκριμένη μορφή (και το οποίο δεν συγκαταλεγόταν στο αρχικό σενάριο), ένα φινάλε που δεν παρέχει απαντήσεις, δε προχωρεί σε κάθαρση, μα αφήνει τον θεατή να αιωρείται σ’ ένα ατελείωτο γκρίζο σύννεφο, και στο οποίο μόνος πρωταγωνιστής είναι εκείνος που έδωσε το όνομα του στην ταινία: Τα πουλιά, και η φύση η ίδια. Η παράλογη φύση, η σκοτεινή, ακατανόητη φύση, πέρα και έξω από την προσπάθεια του ανθρώπου να την τοποθετήσει σε καλούπια και να την ερμηνεύσει.
Μια φιλήσυχη πολιτεία, κάπου σε ένα προάστιο, ένα γραφικό σκηνικό με σπιτάκια, λιμάνι, βαρκούλες, μια περιοχή στην οποία ζει και βασιλεύει η γαλήνη,την οποία έρχεται να ταράξει βίαια, η πρωτοφανής επίθεση από σμήνη πουλιών, με στόχο τους κατοίκους! Κατά τη διάρκεια του έργου οι χαρακτήρες του αρνούνται να πιστέψουν αυτό που βλέπουν με τα μάτια τους. Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική στο να επιτίθενται σμήνη από πουλιά, μέχρι θανάτου! Μήπως πρόκειται για το τέλος του κόσμου? Μια μορφή οικολογικής καταστροφής? Μήπως ήταν η παρέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση και το ζωικό βασίλειο, που ώθησε το τελευταίο να πάρει την εκδίκηση του? Το τέλος της ταινίας ανήκει στα πλέον παροιμιώδη, ένα τέλος που ο ίδιος ο Χίτσκοκ επέμενε να πάρει τη συγκεκριμένη μορφή (και το οποίο δεν συγκαταλεγόταν στο αρχικό σενάριο), ένα φινάλε που δεν παρέχει απαντήσεις, δε προχωρεί σε κάθαρση, μα αφήνει τον θεατή να αιωρείται σ’ ένα ατελείωτο γκρίζο σύννεφο, και στο οποίο μόνος πρωταγωνιστής είναι εκείνος που έδωσε το όνομα του στην ταινία: Τα πουλιά, και η φύση η ίδια. Η παράλογη φύση, η σκοτεινή, ακατανόητη φύση, πέρα και έξω από την προσπάθεια του ανθρώπου να την τοποθετήσει σε καλούπια και να την ερμηνεύσει.
Notorious (1946)
Από όλα τα ρομαντικά ζευγάρια στα έργα του Χίτσκοκ, εκείνο του “Notorious” υπήρξε ίσως το πιο διάσημο: Cary Grant και Ingrid Bergman, σε έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της ζωής τους Μεταξύ άλλων, εδώ έχουμε μία εκ των τολμηρότερων σεκάνς… φιλιού στα δύσκολα εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 40, μια εποχή κατά την οποία είχε επιβληθεί στις ΗΠΑ ο κώδικας Hayes. Αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γλυκανάλατο ρομαντικό φιλμ, παρά για μια κατασκοπική ταινία με οξυδερκή, ρεαλιστική ματιά πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τα πάθη που τις αναμοχλεύουν. Ο T.R.Devlin (Cary Grant) εργάζεται για την μυστική αμερικανικής υπηρεσία και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την φιλενάδα του, Alicia (Ingrid Bergman), ως σεξουαλικό δόλωμα προκειμένου να αποσπάσει η χώρα του μυστικά από τους Ναζί. Βλέπουμε τη Bergman να υιοθετεί καταναγκαστικά τον ρόλο της κατασκόπου και ερωμένης, παρατηρούμε πως ξετυλίγεται μέσα της η σύγκρουση ανάμεσα στους αντιφατικούς ρόλους που καλείται να υποδυθεί, ως αντικείμενο ερωτικού πάθους και πιόνι κρατικών συμφερόντων από τη μία, και στον αυθεντικό έρωτα της απέναντι στον T.R. Devlin από την άλλη. Ο Claude Rains που υποδύεται τον Ναζί- σύζυγο, ανήκει στους δημοφιλέστερους κακούς του Χίτσκοκ, και αναμφισβήτητα στους περισσότερο συμπαθείς του. Το σασπένς του έργου, η εξέλιξη της πλοκής, η αγωνία για την τύχη των πρωταγωνιστών, η αληθοφάνεια και ο ρεαλισμός των χαρακτήρων του, οι εξαιρετικές ερμηνείες, τα ιδιαίτερα σκηνοθετικά πλάνα και η πολύ όμορφη εικόνα δικαίως συγκαταλέγουν το φιλμ στα κορυφαία του σκηνοθέτη.
Από όλα τα ρομαντικά ζευγάρια στα έργα του Χίτσκοκ, εκείνο του “Notorious” υπήρξε ίσως το πιο διάσημο: Cary Grant και Ingrid Bergman, σε έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της ζωής τους Μεταξύ άλλων, εδώ έχουμε μία εκ των τολμηρότερων σεκάνς… φιλιού στα δύσκολα εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 40, μια εποχή κατά την οποία είχε επιβληθεί στις ΗΠΑ ο κώδικας Hayes. Αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γλυκανάλατο ρομαντικό φιλμ, παρά για μια κατασκοπική ταινία με οξυδερκή, ρεαλιστική ματιά πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τα πάθη που τις αναμοχλεύουν. Ο T.R.Devlin (Cary Grant) εργάζεται για την μυστική αμερικανικής υπηρεσία και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την φιλενάδα του, Alicia (Ingrid Bergman), ως σεξουαλικό δόλωμα προκειμένου να αποσπάσει η χώρα του μυστικά από τους Ναζί. Βλέπουμε τη Bergman να υιοθετεί καταναγκαστικά τον ρόλο της κατασκόπου και ερωμένης, παρατηρούμε πως ξετυλίγεται μέσα της η σύγκρουση ανάμεσα στους αντιφατικούς ρόλους που καλείται να υποδυθεί, ως αντικείμενο ερωτικού πάθους και πιόνι κρατικών συμφερόντων από τη μία, και στον αυθεντικό έρωτα της απέναντι στον T.R. Devlin από την άλλη. Ο Claude Rains που υποδύεται τον Ναζί- σύζυγο, ανήκει στους δημοφιλέστερους κακούς του Χίτσκοκ, και αναμφισβήτητα στους περισσότερο συμπαθείς του. Το σασπένς του έργου, η εξέλιξη της πλοκής, η αγωνία για την τύχη των πρωταγωνιστών, η αληθοφάνεια και ο ρεαλισμός των χαρακτήρων του, οι εξαιρετικές ερμηνείες, τα ιδιαίτερα σκηνοθετικά πλάνα και η πολύ όμορφη εικόνα δικαίως συγκαταλέγουν το φιλμ στα κορυφαία του σκηνοθέτη.
Strangers on a Train (1951)
Ο «Άγνωστος του Εξπρές» είναι η ταινία με τα διπλά μοτίβα. Ήδη από το ξεκίνημα παρουσιάζονται δύο ταξί, δύο ζευγάρια πόδια ενώ βαδίζουν στον σταθμό, δύο τρένα που διασχίζουν γραμμές που τέμνονται. Βλέπουμε τον Hitchcock να επιβιβάζεται στο τρένο κουβαλώντας ένα double bass (κοντραμπάσο). Δύο άντρες, άγνωστοι μεταξύ τους, γνωρίζονται στο βαγόνι του τρένου και ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα στιχομυθία ανάμεσα τους – σαν ανταλλαγή πασών σε κάποιο άθλημα. Ο Guy γνωρίζει τον Bruno στο τρένο, ο οποίος αποκαλύπτεται στην πορεία πως έχει ψυχολογικά προβλήματα. Τόσο ο πρωταγωνιστής ( Guy) όσο και ο ( Bruno) περιστοιχίζονται από άτομα που τους δυσκολεύουν τη ζωή. Ο Guy από την γυναίκα του, την οποία θέλει να χωρίσει,ενώ ο Bruno από τους γονείς του, ιδιαίτερα τον πατέρα του, τον οποίο θα ήθελε να σκοτώσει. Ο Bruno προτείνει ένα σχέδιο: να δολοφονήσουν ο ένας το επαχθές πρόσωπο του άλλου!
Όντας άγνωστοι μεταξύ τους, δε θα τεθεί ζήτημα κινήτρου και θα έχουν έτσι τα χέρια τους καθαρά από το πρόσωπο της δικαιοσύνης, καθώς δε θα είναι οι ίδιοι οι δολοφόνοι – θα ήταν ένας «άγνωστος» εκείνος που διέπραξε τον φόνο.Ο Guy δεν τον παίρνει στα σοβαρά, αλλά ο δεύτερος βάζει σε εφαρμογή το δικό του μέρος του σχεδίου. Δύο άντρες, δύο κίνητρα, δύο πιθανοί φόνοι. Συνειδητοποιείς πως ο Bruno δε συνιστά παρά τη σκοτεινή, απωθημένη πλευρά του Guy – την υλική έκφανση των πλέον απόκρυφων και φρικιαστικών πτυχών που πιθανό όλοι να κουβαλάμε μέσα μας. Ακόμα τρομερότερο είναι πως ο Bruno, ο ψυχοπαθής δολοφόνος με το ψύχραιμο βλέμμα, τη μετρημένη φωνή και τους κομψούς τρόπους, είναι περισσότερο ενδιαφέρον σαν χαρακτήρας από τον καλό, μα άχρωμο Guy. Για την ακρίβεια πρόκειται για έναν από τους συναρπαστικότερους «κακούς» του Χίτσκοκ.Το έργο περιλαμβάνει ορισμένες από τις διασημότερες σκηνές του Χιτς, ανάμεσα στις οποίες μια υποβλητική σκηνή φόνου, ιδωμένη μέσα από τα γυαλιά του θύματος, το πιο αγωνιώδες ματς τένις που έχετε δει ποτέ, καθώς και μια ριψοκίνδυνη (και για τους ίδιους τους συντελεστές ενώ τη γύριζαν, πράγμα που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Χίτσκοκ) τελική σκηνή σ’ ένα καρουζέλ. Να τονίσουμε, τέλος, το ομοφυλόφιλικό υπόβαθρο (σε έμμεσο, υπόγειο επίπεδο) που διέπει την επαφή των δύο αντρών, καθώς και ότι στο καστ συμμετέχει και η κόρη του Χίτσκοκ, Πατρίτσια.
Ο «Άγνωστος του Εξπρές» είναι η ταινία με τα διπλά μοτίβα. Ήδη από το ξεκίνημα παρουσιάζονται δύο ταξί, δύο ζευγάρια πόδια ενώ βαδίζουν στον σταθμό, δύο τρένα που διασχίζουν γραμμές που τέμνονται. Βλέπουμε τον Hitchcock να επιβιβάζεται στο τρένο κουβαλώντας ένα double bass (κοντραμπάσο). Δύο άντρες, άγνωστοι μεταξύ τους, γνωρίζονται στο βαγόνι του τρένου και ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα στιχομυθία ανάμεσα τους – σαν ανταλλαγή πασών σε κάποιο άθλημα. Ο Guy γνωρίζει τον Bruno στο τρένο, ο οποίος αποκαλύπτεται στην πορεία πως έχει ψυχολογικά προβλήματα. Τόσο ο πρωταγωνιστής ( Guy) όσο και ο ( Bruno) περιστοιχίζονται από άτομα που τους δυσκολεύουν τη ζωή. Ο Guy από την γυναίκα του, την οποία θέλει να χωρίσει,ενώ ο Bruno από τους γονείς του, ιδιαίτερα τον πατέρα του, τον οποίο θα ήθελε να σκοτώσει. Ο Bruno προτείνει ένα σχέδιο: να δολοφονήσουν ο ένας το επαχθές πρόσωπο του άλλου!
Όντας άγνωστοι μεταξύ τους, δε θα τεθεί ζήτημα κινήτρου και θα έχουν έτσι τα χέρια τους καθαρά από το πρόσωπο της δικαιοσύνης, καθώς δε θα είναι οι ίδιοι οι δολοφόνοι – θα ήταν ένας «άγνωστος» εκείνος που διέπραξε τον φόνο.Ο Guy δεν τον παίρνει στα σοβαρά, αλλά ο δεύτερος βάζει σε εφαρμογή το δικό του μέρος του σχεδίου. Δύο άντρες, δύο κίνητρα, δύο πιθανοί φόνοι. Συνειδητοποιείς πως ο Bruno δε συνιστά παρά τη σκοτεινή, απωθημένη πλευρά του Guy – την υλική έκφανση των πλέον απόκρυφων και φρικιαστικών πτυχών που πιθανό όλοι να κουβαλάμε μέσα μας. Ακόμα τρομερότερο είναι πως ο Bruno, ο ψυχοπαθής δολοφόνος με το ψύχραιμο βλέμμα, τη μετρημένη φωνή και τους κομψούς τρόπους, είναι περισσότερο ενδιαφέρον σαν χαρακτήρας από τον καλό, μα άχρωμο Guy. Για την ακρίβεια πρόκειται για έναν από τους συναρπαστικότερους «κακούς» του Χίτσκοκ.Το έργο περιλαμβάνει ορισμένες από τις διασημότερες σκηνές του Χιτς, ανάμεσα στις οποίες μια υποβλητική σκηνή φόνου, ιδωμένη μέσα από τα γυαλιά του θύματος, το πιο αγωνιώδες ματς τένις που έχετε δει ποτέ, καθώς και μια ριψοκίνδυνη (και για τους ίδιους τους συντελεστές ενώ τη γύριζαν, πράγμα που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Χίτσκοκ) τελική σκηνή σ’ ένα καρουζέλ. Να τονίσουμε, τέλος, το ομοφυλόφιλικό υπόβαθρο (σε έμμεσο, υπόγειο επίπεδο) που διέπει την επαφή των δύο αντρών, καθώς και ότι στο καστ συμμετέχει και η κόρη του Χίτσκοκ, Πατρίτσια.
Vertigo (1958)
“Vertigo” είναι η ονομασία που δίνεται σε εκείνο το αίσθημα της ζαλάδας που πιάνει κάποιον όταν βρίσκεται σε ορισμένο ύψος και αισθάνεται πως κινδυνεύει να πέσει – το λέμε και «υψοφοβία». Η συγκεκριμένη ταινία έχει στο επίκεντρο της ιστορίας της τα ύψη, ένα γραφικό κωδωνοστάσιο ενός καθεδρικού ναού, μια ιστορία μυστηρίου με σχεδόν μεταφυσικές αποχρώσεις, έναν έρωτα, ένα φονικό, καθώς και τις συνεχείς μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Όλα ενδεδυμένα σε ονειρικές σχεδόν αποχρώσεις, λες και αυτό που βλέπεις δεν συνιστά παρά τον προθάλαμο μιας ονειροφαντασίας, ή μιας παλιάς, ξεθωριασμένης ανάμνησης, μπλεγμένης σε κάποια επαναλαμβανόμενη καμπή του χρόνου. Καθώς μάλιστα εμπλέκεται ο έρωτας μέσα στην ιστορία, πόσο μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο έρωτα όταν φτάνουμε να πλάθουμε την αγαπημένη κατά το πρότυπο που έχουμε μέσα στο μυαλό μας, χτίζοντας τη λίγο λίγο, δημιουργώντας τη εκ νέου σχεδόν? Αγαπάμε το πρόσωπο που είναι εκείνη πραγματικά, ή απλά την εικόνα που έχουμε πλάσει με την φαντασία μας ? Καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνοθετικής διαδρομής του, ο Χίτσκοκ «έχτιζε» την «ιδανική ξανθιά». Τη Απόλυτη, Ιδεατή Γυναίκα, στα πρότυπα των ανομολόγητων φαντασιώσεων του, και αντίστοιχα, η Kim Novak στο “Vertigo” συνιστά μια γυναίκα αμφίβολης, ρευστής ταυτότητας, η οποία χτίζεται λίγο λίγο. Ποια είναι πραγματικά? Υπάρχει ουσία πίσω απ’ τα φαινόμενα? Περιεχόμενο κάτω απ’ την εικόνα? Ή μήπως στο τέλος έχουμε να κάνουμε απλά με μια διαδοχή εικόνων, σαν το ξεφύλλισμα σελίδων σε ένα περιοδικό, σελίδες με εικόνες φωτομοντέλων, όμορφων μα επιφανειακών. Πρόκειται για μια παράδοξη ιστορία μυστηρίου με χαμηλούς τόνους, γοτθικές αποχρώσεις και έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο, ένα έργο που θέτει το ζήτημα της Ταυτότητας στο επίκεντρο του, και σίγουρα ξένισε τον κόσμο που περίμενε δράση, φόνους και ατελείωτο σασπένς.
“Vertigo” είναι η ονομασία που δίνεται σε εκείνο το αίσθημα της ζαλάδας που πιάνει κάποιον όταν βρίσκεται σε ορισμένο ύψος και αισθάνεται πως κινδυνεύει να πέσει – το λέμε και «υψοφοβία». Η συγκεκριμένη ταινία έχει στο επίκεντρο της ιστορίας της τα ύψη, ένα γραφικό κωδωνοστάσιο ενός καθεδρικού ναού, μια ιστορία μυστηρίου με σχεδόν μεταφυσικές αποχρώσεις, έναν έρωτα, ένα φονικό, καθώς και τις συνεχείς μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Όλα ενδεδυμένα σε ονειρικές σχεδόν αποχρώσεις, λες και αυτό που βλέπεις δεν συνιστά παρά τον προθάλαμο μιας ονειροφαντασίας, ή μιας παλιάς, ξεθωριασμένης ανάμνησης, μπλεγμένης σε κάποια επαναλαμβανόμενη καμπή του χρόνου. Καθώς μάλιστα εμπλέκεται ο έρωτας μέσα στην ιστορία, πόσο μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο έρωτα όταν φτάνουμε να πλάθουμε την αγαπημένη κατά το πρότυπο που έχουμε μέσα στο μυαλό μας, χτίζοντας τη λίγο λίγο, δημιουργώντας τη εκ νέου σχεδόν? Αγαπάμε το πρόσωπο που είναι εκείνη πραγματικά, ή απλά την εικόνα που έχουμε πλάσει με την φαντασία μας ? Καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνοθετικής διαδρομής του, ο Χίτσκοκ «έχτιζε» την «ιδανική ξανθιά». Τη Απόλυτη, Ιδεατή Γυναίκα, στα πρότυπα των ανομολόγητων φαντασιώσεων του, και αντίστοιχα, η Kim Novak στο “Vertigo” συνιστά μια γυναίκα αμφίβολης, ρευστής ταυτότητας, η οποία χτίζεται λίγο λίγο. Ποια είναι πραγματικά? Υπάρχει ουσία πίσω απ’ τα φαινόμενα? Περιεχόμενο κάτω απ’ την εικόνα? Ή μήπως στο τέλος έχουμε να κάνουμε απλά με μια διαδοχή εικόνων, σαν το ξεφύλλισμα σελίδων σε ένα περιοδικό, σελίδες με εικόνες φωτομοντέλων, όμορφων μα επιφανειακών. Πρόκειται για μια παράδοξη ιστορία μυστηρίου με χαμηλούς τόνους, γοτθικές αποχρώσεις και έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο, ένα έργο που θέτει το ζήτημα της Ταυτότητας στο επίκεντρο του, και σίγουρα ξένισε τον κόσμο που περίμενε δράση, φόνους και ατελείωτο σασπένς.
North By Northwest (1959)
Το έργο συνιστά ένα αδιάκοπο κυνηγητό, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή.Το κλασικό μοτίβο του «αθώου θύματος που διώκεται από το νόμο» επανέρχεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο. Ο Cary Grant σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της ζωής του, υποδύεται τον ανυποψίαστο διαφημιστή που μπλέκεται άθελα του σε μια πλεκτάνη μυστηρίου, γνωρίζει μια μοιραία ξανθιά (με αμφίβολες προθέσεις), συμμετέχει σε μια εντυπωσιακή καταδίωξη με αεροπλάνο, και καταλήγει να παλεύει πάνω στο εντυπωσιακό μνημείο του όρους Rushmore, κάτω από τα πέτρινα βλέμματα των Αμερικανών προέδρων – «στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων», όπως είναι και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας. Η ταινία αποτυπώνει πλήρως το πνεύμα της εποχής της. Το παιχνίδι των κατασκόπων παραπέμπει στην ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ τα αστικά σκηνικά, οι επιβλητικοί ουρανοξύστες και τα μοντέρνα σπίτια με την περίτεχνη, σχεδόν φουτουριστική αισθητική παραπέμπουν στις κυρίαρχες τάσεις των καιρών. Καταλυτική στάθηκε η επίδραση του έργου σε όλα τα μεταγενέστερα φιλμ περιπέτειας και κατασκοπίας. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην ταινία ως «το πρώτο φιλμ του Τζέημς Μποντ» (πριν ακόμα γυριστούν τα φιλμ του Τζέημς Μποντ), ενώ μεταγενέστεροι, περίφημοι ήρωες της μεγάλης οθόνης, όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς, επηρεάστηκαν καταλυτικά από το πρότυπο που έθεσε ο Cary Grant, ο οποίος αντιμετωπίζει κινδύνους, έρχεται σε επαφή με όμορφες (μα επικίνδυνες) γυναίκες, σκαρφαλώνει σε μνημεία, παλεύει με κακούς και πετάει έξυπνες ατάκες μπλεγμένες με άφθονες δόσεις χιούμορ.
Το έργο συνιστά ένα αδιάκοπο κυνηγητό, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή.Το κλασικό μοτίβο του «αθώου θύματος που διώκεται από το νόμο» επανέρχεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο. Ο Cary Grant σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της ζωής του, υποδύεται τον ανυποψίαστο διαφημιστή που μπλέκεται άθελα του σε μια πλεκτάνη μυστηρίου, γνωρίζει μια μοιραία ξανθιά (με αμφίβολες προθέσεις), συμμετέχει σε μια εντυπωσιακή καταδίωξη με αεροπλάνο, και καταλήγει να παλεύει πάνω στο εντυπωσιακό μνημείο του όρους Rushmore, κάτω από τα πέτρινα βλέμματα των Αμερικανών προέδρων – «στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων», όπως είναι και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας. Η ταινία αποτυπώνει πλήρως το πνεύμα της εποχής της. Το παιχνίδι των κατασκόπων παραπέμπει στην ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ τα αστικά σκηνικά, οι επιβλητικοί ουρανοξύστες και τα μοντέρνα σπίτια με την περίτεχνη, σχεδόν φουτουριστική αισθητική παραπέμπουν στις κυρίαρχες τάσεις των καιρών. Καταλυτική στάθηκε η επίδραση του έργου σε όλα τα μεταγενέστερα φιλμ περιπέτειας και κατασκοπίας. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην ταινία ως «το πρώτο φιλμ του Τζέημς Μποντ» (πριν ακόμα γυριστούν τα φιλμ του Τζέημς Μποντ), ενώ μεταγενέστεροι, περίφημοι ήρωες της μεγάλης οθόνης, όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς, επηρεάστηκαν καταλυτικά από το πρότυπο που έθεσε ο Cary Grant, ο οποίος αντιμετωπίζει κινδύνους, έρχεται σε επαφή με όμορφες (μα επικίνδυνες) γυναίκες, σκαρφαλώνει σε μνημεία, παλεύει με κακούς και πετάει έξυπνες ατάκες μπλεγμένες με άφθονες δόσεις χιούμορ.
Psycho (1960)
Ένα φιλμ σχετικά περιορισμένου κόστους, γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου σε άσπρο/μαύρο, σε μια εποχή που οι ασπρόμαυρες ταινίες θεωρούνταν υπερβολικά «καλλιτεχνικές» και αντι-εμπορικές.Ο «Χιτς» είχε σημειώσει καταιγιστική επιτυχία έναν μόλις χρόνο πριν, με το “North ByNorthwest”, ένα φιλμ που πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις εκείνες που θεωρούσαν πως οφείλει να έχει ένα πετυχημένο έργο των καιρών του. Δεν είχαμε να κάνουμε με ένα θρίλερ καταδίωξης, ούτε με μια περιπέτεια αγωνιώδους σασπένς, ούτε καν με ένα ψυχολογικό φιλμ, σαν εκείνα που είχαν καθιερώσει τον σκηνοθέτη. Με το «Ψυχώ» ο Χίτσκοκ έμπαινε βαθιά στα μονοπάτια των ταινιών τρόμου, εισάγοντας για πρώτη φορά στο mainstream στοιχεία splatter, εμπνευσμένος από τα b-movies των καιρών. Στο τελευταίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο ένας ακόμα παράγοντας. Ήδη στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 50, ο Χίτσκοκ είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής σε ένα διαφορετικό κοινό: εκείνο της αναδυόμενης νεολαίας των καιρών. Η σειρά “Alfred Hitchcock Presents” είχε μεγάλη πέραση στους νέους και ο «Χιτς» είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό κοινό, με νέα γούστα και απαιτήσεις Το «Ψυχώ» υπήρξε ένα τολμηρό πείραμα του Χίτσκοκ, ένα πείραμα που στόχευε στη νεολαία. Η επιτυχία του πειράματος ήταν σαρωτική. Η πρωτοποριακή και βαθιά αμφιλεγόμενη για την εποχή της εξέλιξη της ιστορίας υπήρξε ένας από τους καταλύτες της επιτυχίας της – και ακόμα ένα μεγάλο ρίσκο του σκηνοθέτη. Το να σκοτώνεις την πρωταγωνίστρια σου στα μισά μόλις του έργου είναι κάτι απρόσμενο, σοκαριστικό, κάτι που ακόμα και σήμερα σπάνια βλέπουμε. Ο Χίτσκοκ όμως το επιχείρησε και άφησε ιστορία. Επανέρχονται εδώ άφθονα από τα κλασικά μοτίβα του Χίτσκοκ – ο φετιχισμός της ξανθιάς, το μυστήριο και η διαλεύκανση του, η φοβερή μητρική φιγούρα, η οφθαλμολαγνεία και ο γκρίζοι χαρακτήρες, πέρα από το καλό και το κακό. Η ερμηνεία του Anthony Perkins είναι απλά συγκλονιστική.Σε επίπεδο μαζικού αντίκτυπου, το «Ψυχώ» υπήρξε αναμφίβολα η κορυφαία ταινία του Χίτσκοκ.
Ένα φιλμ σχετικά περιορισμένου κόστους, γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου σε άσπρο/μαύρο, σε μια εποχή που οι ασπρόμαυρες ταινίες θεωρούνταν υπερβολικά «καλλιτεχνικές» και αντι-εμπορικές.Ο «Χιτς» είχε σημειώσει καταιγιστική επιτυχία έναν μόλις χρόνο πριν, με το “North ByNorthwest”, ένα φιλμ που πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις εκείνες που θεωρούσαν πως οφείλει να έχει ένα πετυχημένο έργο των καιρών του. Δεν είχαμε να κάνουμε με ένα θρίλερ καταδίωξης, ούτε με μια περιπέτεια αγωνιώδους σασπένς, ούτε καν με ένα ψυχολογικό φιλμ, σαν εκείνα που είχαν καθιερώσει τον σκηνοθέτη. Με το «Ψυχώ» ο Χίτσκοκ έμπαινε βαθιά στα μονοπάτια των ταινιών τρόμου, εισάγοντας για πρώτη φορά στο mainstream στοιχεία splatter, εμπνευσμένος από τα b-movies των καιρών. Στο τελευταίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο ένας ακόμα παράγοντας. Ήδη στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 50, ο Χίτσκοκ είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής σε ένα διαφορετικό κοινό: εκείνο της αναδυόμενης νεολαίας των καιρών. Η σειρά “Alfred Hitchcock Presents” είχε μεγάλη πέραση στους νέους και ο «Χιτς» είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό κοινό, με νέα γούστα και απαιτήσεις Το «Ψυχώ» υπήρξε ένα τολμηρό πείραμα του Χίτσκοκ, ένα πείραμα που στόχευε στη νεολαία. Η επιτυχία του πειράματος ήταν σαρωτική. Η πρωτοποριακή και βαθιά αμφιλεγόμενη για την εποχή της εξέλιξη της ιστορίας υπήρξε ένας από τους καταλύτες της επιτυχίας της – και ακόμα ένα μεγάλο ρίσκο του σκηνοθέτη. Το να σκοτώνεις την πρωταγωνίστρια σου στα μισά μόλις του έργου είναι κάτι απρόσμενο, σοκαριστικό, κάτι που ακόμα και σήμερα σπάνια βλέπουμε. Ο Χίτσκοκ όμως το επιχείρησε και άφησε ιστορία. Επανέρχονται εδώ άφθονα από τα κλασικά μοτίβα του Χίτσκοκ – ο φετιχισμός της ξανθιάς, το μυστήριο και η διαλεύκανση του, η φοβερή μητρική φιγούρα, η οφθαλμολαγνεία και ο γκρίζοι χαρακτήρες, πέρα από το καλό και το κακό. Η ερμηνεία του Anthony Perkins είναι απλά συγκλονιστική.Σε επίπεδο μαζικού αντίκτυπου, το «Ψυχώ» υπήρξε αναμφίβολα η κορυφαία ταινία του Χίτσκοκ.
Rear Window (1954)
Το “Rear Window” είναι ένα σκηνοθετικό αριστοτέχνημα. Για την δημιουργία του ο Χίτσκοκ επιμελήθηκε της κατασκευής ενός εκπληκτικού σκηνικού, μιας αστικής γειτονιάς στο κέντρο κάποιας πόλης. Βλέπουμε τα διαμερίσματα του κτιρίου απέναντι, μέσα από τον φακό του πρωταγωνιστή της ιστορίας (James Stewart), ο οποίος έχει καθηλωθεί στο κρεβάτι του εξαιτίας ενός ατυχήματος που τον αναγκάζει να έχει παροδικά τo πόδι του σε γύψο και να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Μην έχοντας τι να κάνει για να περάσει η ώρα του, καταφεύγει σε μια ανελέητη παρακολούθηση των γειτόνων του στο κτίριο απέναντι, μέσα από τα κιάλια του – και μεις με τη σειρά μας, βλέπουμε ό,τι βλέπει, μέσα από τον φακό της κάμερας. Η κάμερα μετακινείται από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, και μεις παρατηρούμε από τα τζάμια και τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες τους γείτονες, κάθε έναν ξεχωριστά, να επιδίδονται στις καθημερινές τους ασχολίες. Κάθε γείτονας κρύβει μια δική του ιστορία.
Ο ήρωας παρακολουθεί με τον φακό του ένα ζευγάρι να τσακώνεται σε καθημερινή βάσην και ένα βράδυ διαπιστώνει πως η γυναίκα έχει εξαφανιστεί. Τις επόμενες μέρες δε φαίνεται να είναι πουθενά μέσα στο διαμέρισμα – να έφυγε άραγε για κάποιο ταξίδι? Οι υποψίες (και ο φόβος του) ενισχύονται όταν παρατηρεί τον σύζυγο της να μεταφέρει… ένα κιβώτιο, δεμένο με σκοινιά. Ο σύζυγος δολοφόνησε τη γυναίκα του, την έκλεισε σ’ ένα κουτί και αποφάσισε να την ξεφορτωθεί? Μήπως όμως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εντυπώσεων? Πλάι στον James Stewart (ο οποίος πρωταγωνιστεί σε τρεις από τις δέκα κορυφαίες ταινίες του Χίτσκοκ, και υπήρξε ο πλέον «γήινος» από τους ήρωες του) η εκθαμβωτική Grace Kelly – η πιο ερωτεύσιμη από όλες τις ξανθιές του Hitchcock, και η απόλυτη για τον ίδιο τον σκηνοθέτη πρωταγωνίστρια του. Το κεντρικό επαναλαμβανόμενο θέμα είναι εκείνο της οφθαλμολαγνείας (κάτι που έχουμε δει ξανά σε έργα του Χίτσκοκ), καταμεσής μιας πόλης, όπου τα διαμερίσματα δεσπόζουν σαν μισάνοιχτα σπιρτόκουτα, κατάμεστα με ζωές ανθρώπων, τις ελπίδες, τους φόβους, τις χαρές, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους. Παρακολουθούμε αδιάκοπα ο ένας τον άλλο, μα ζούμε αποξενωμένοι, χωρισμένοι μεταξύ μας. Το Rear Window είναι πραγματικά ένα παράθυρο στον κόσμο των ανθρώπων, με τα σκοτεινά και φωτεινά σημεία του, τις άσχημες και όμορφες πτυχές του.
Το “Rear Window” είναι ένα σκηνοθετικό αριστοτέχνημα. Για την δημιουργία του ο Χίτσκοκ επιμελήθηκε της κατασκευής ενός εκπληκτικού σκηνικού, μιας αστικής γειτονιάς στο κέντρο κάποιας πόλης. Βλέπουμε τα διαμερίσματα του κτιρίου απέναντι, μέσα από τον φακό του πρωταγωνιστή της ιστορίας (James Stewart), ο οποίος έχει καθηλωθεί στο κρεβάτι του εξαιτίας ενός ατυχήματος που τον αναγκάζει να έχει παροδικά τo πόδι του σε γύψο και να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Μην έχοντας τι να κάνει για να περάσει η ώρα του, καταφεύγει σε μια ανελέητη παρακολούθηση των γειτόνων του στο κτίριο απέναντι, μέσα από τα κιάλια του – και μεις με τη σειρά μας, βλέπουμε ό,τι βλέπει, μέσα από τον φακό της κάμερας. Η κάμερα μετακινείται από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, και μεις παρατηρούμε από τα τζάμια και τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες τους γείτονες, κάθε έναν ξεχωριστά, να επιδίδονται στις καθημερινές τους ασχολίες. Κάθε γείτονας κρύβει μια δική του ιστορία.
Ο ήρωας παρακολουθεί με τον φακό του ένα ζευγάρι να τσακώνεται σε καθημερινή βάσην και ένα βράδυ διαπιστώνει πως η γυναίκα έχει εξαφανιστεί. Τις επόμενες μέρες δε φαίνεται να είναι πουθενά μέσα στο διαμέρισμα – να έφυγε άραγε για κάποιο ταξίδι? Οι υποψίες (και ο φόβος του) ενισχύονται όταν παρατηρεί τον σύζυγο της να μεταφέρει… ένα κιβώτιο, δεμένο με σκοινιά. Ο σύζυγος δολοφόνησε τη γυναίκα του, την έκλεισε σ’ ένα κουτί και αποφάσισε να την ξεφορτωθεί? Μήπως όμως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εντυπώσεων? Πλάι στον James Stewart (ο οποίος πρωταγωνιστεί σε τρεις από τις δέκα κορυφαίες ταινίες του Χίτσκοκ, και υπήρξε ο πλέον «γήινος» από τους ήρωες του) η εκθαμβωτική Grace Kelly – η πιο ερωτεύσιμη από όλες τις ξανθιές του Hitchcock, και η απόλυτη για τον ίδιο τον σκηνοθέτη πρωταγωνίστρια του. Το κεντρικό επαναλαμβανόμενο θέμα είναι εκείνο της οφθαλμολαγνείας (κάτι που έχουμε δει ξανά σε έργα του Χίτσκοκ), καταμεσής μιας πόλης, όπου τα διαμερίσματα δεσπόζουν σαν μισάνοιχτα σπιρτόκουτα, κατάμεστα με ζωές ανθρώπων, τις ελπίδες, τους φόβους, τις χαρές, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους. Παρακολουθούμε αδιάκοπα ο ένας τον άλλο, μα ζούμε αποξενωμένοι, χωρισμένοι μεταξύ μας. Το Rear Window είναι πραγματικά ένα παράθυρο στον κόσμο των ανθρώπων, με τα σκοτεινά και φωτεινά σημεία του, τις άσχημες και όμορφες πτυχές του.