Όταν επιλέγουμε να είμαστε με έναν σύντροφο, πάντα υπάρχει η πιθανότητα μίας πιο πολλά υποσχόμενης επιλογής. Παρόλα αυτά, είναι μερικές φορές που αποφασίζουμε κάποια στιγμή και ρισκάρουμε να είμαστε με κάποιον/α. Με ποια κριτήρια λοιπόν καταλήγουμε στην εκάστοτε επιλογή; Η πιο αυθόρμητη απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι ότι επιλέγουμε κάποιον/α ως τον κατάλληλο/η σύντροφο με βάση την εξωτερική εμφάνιση, την προσωπικότητα, την ηλικία, την μόρφωση, τις διάφορες ενασχολήσεις, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Η επιλογή, δηλαδή, γίνεται με βάση κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαθέτει ο άλλος. Αν στην συνέχεια το καλοσκεφτεί κανείς λίγο παραπάνω θα αναφέρει ως σημαντικό συστατικό την οικειότητα, την εγγύτητα, την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων. Με άλλα λόγια, θα γίνει λόγος για την λεγόμενη ‘χημεία’ που υπάρχει μεταξύ του ζευγαριού. Σε αυτό το επίπεδο έχει γίνει μία μετατόπιση από το τι διαθέτει ο άλλος και δίνεται έμφαση στην ίδια την ποιότητα της σχέσης και το πώς νιώθουμε οι ίδιοι σε αυτήν.
Όταν επιλέγουμε έναν σύντροφο τείνουμε να αναδημιουργούμε τον αρχικό δεσμό με την μητέρα και τον πατέρα, είτε όπως αυτοί ήταν στην πραγματικότητα, είτε έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Ακόμα και αν υπήρχαν προβλήματα σε αυτήν την σχέση διαλέγουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε τις περισσότερες φορές έναν άνθρωπο με τον οποίο πιθανότατα να επανεμφανιστούν παρόμοια προβλήματα. Ένα εύλογο ερώτημα είναι: γιατί να επιλέγουμε να συμμετέχουμε σε μία προβληματική σχέση, ενώ θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε; Ο λόγος είναι επειδή προσδοκούμε ότι αυτήν την φορά δεν θα κάνουμε τα ίδια λάθη, αλλά αντίθετα θα καταφέρουμε να δώσουμε μία λύση, να επανορθώσουμε κι έτσι να νιώσουμε ανακούφιση. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που δημιουργούμε είναι ένας ακόμα φαύλος κύκλος. Συνήθως όταν επιλέγουμε ένα σύντροφο, μέχρι να τον γνωρίσουμε αρκετά, δημιουργούμε μία εξιδανικευμένη εικόνα για εκείνον/η. Όσο πιο εξιδανικευμένη είναι αυτή η εικόνα, τόσο πιο πολύ παραβλέπουμε πλευρές στον χαρακτήρα του άλλου. Πρόκειται για πλευρές που μπορεί να είναι προσωρινά αθέατες, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παύουν να υπάρχουν και στην πορεία αναπόφευκτα κάνουν την εμφάνισή τους.
Όσο ψηλότερο είναι το βάθρο στο οποίο τοποθετούμε τον σύντροφό μας, τόσο πιο ανώμαλη είναι και η προσγείωση που αναμένεται στην συνέχεια. Η προσγείωση επέρχεται καθώς στην πορεία γνωρίζουμε τον άνθρωπο και αρχίζουμε να τον βλέπουμε στις πιο πραγματικές του διαστάσεις. Σε αυτό το σημείο είναι που εμφανίζεται και η απογοήτευση. Η απογοήτευση υπάρχει γιατί χάθηκε αυτή η σχέση στην οποία έχουμε επενδύσει τόσα πολλά. Από ‘κει και πέρα ανοίγονται δύο δρόμοι: ή θα πέσουμε σε κατάθλιψη ή θα εγκαταλείψουμε αυτήν την σχέση για να αναζητήσουμε ανενόχλητοι τον επόμενο ‘ιδανικό’ και ‘τέλειο’ σύντροφο, μέχρι να απογοητευτούμε ξανά και ξανά.
Όταν αντίθετα δίνουμε χρόνο στον εαυτό μας να γνωρίσει τον άλλον τόσο πιο βαθμιαία γίνεται και η προσγείωση στην πραγματικότητα. Η σχέση σε αυτήν την περίπτωση εξελίσσεται σε πιο στέρεες βάσεις. Από την έξαψη περνά ομαλά στην εκτίμηση, το ενδιαφέρον, την συνεργασία και την συντροφικότητα. Καλό θα ήταν επίσης να μην ξεχνάμε ότι ό,τι ισχύει για την δική μας εξιδανίκευση, τα ίδια ισχύουν και για την άλλη πλευρά. Ίσως για αυτό όταν ακούμε μεγάλα λόγια και πολύ νωρίς θα ήταν σκόπιμο να βαστάμε και μικρό καλαθι.
Όταν επιλέγουμε έναν σύντροφο τείνουμε να αναδημιουργούμε τον αρχικό δεσμό με την μητέρα και τον πατέρα, είτε όπως αυτοί ήταν στην πραγματικότητα, είτε έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Ακόμα και αν υπήρχαν προβλήματα σε αυτήν την σχέση διαλέγουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε τις περισσότερες φορές έναν άνθρωπο με τον οποίο πιθανότατα να επανεμφανιστούν παρόμοια προβλήματα. Ένα εύλογο ερώτημα είναι: γιατί να επιλέγουμε να συμμετέχουμε σε μία προβληματική σχέση, ενώ θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε; Ο λόγος είναι επειδή προσδοκούμε ότι αυτήν την φορά δεν θα κάνουμε τα ίδια λάθη, αλλά αντίθετα θα καταφέρουμε να δώσουμε μία λύση, να επανορθώσουμε κι έτσι να νιώσουμε ανακούφιση. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που δημιουργούμε είναι ένας ακόμα φαύλος κύκλος. Συνήθως όταν επιλέγουμε ένα σύντροφο, μέχρι να τον γνωρίσουμε αρκετά, δημιουργούμε μία εξιδανικευμένη εικόνα για εκείνον/η. Όσο πιο εξιδανικευμένη είναι αυτή η εικόνα, τόσο πιο πολύ παραβλέπουμε πλευρές στον χαρακτήρα του άλλου. Πρόκειται για πλευρές που μπορεί να είναι προσωρινά αθέατες, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παύουν να υπάρχουν και στην πορεία αναπόφευκτα κάνουν την εμφάνισή τους.
Όσο ψηλότερο είναι το βάθρο στο οποίο τοποθετούμε τον σύντροφό μας, τόσο πιο ανώμαλη είναι και η προσγείωση που αναμένεται στην συνέχεια. Η προσγείωση επέρχεται καθώς στην πορεία γνωρίζουμε τον άνθρωπο και αρχίζουμε να τον βλέπουμε στις πιο πραγματικές του διαστάσεις. Σε αυτό το σημείο είναι που εμφανίζεται και η απογοήτευση. Η απογοήτευση υπάρχει γιατί χάθηκε αυτή η σχέση στην οποία έχουμε επενδύσει τόσα πολλά. Από ‘κει και πέρα ανοίγονται δύο δρόμοι: ή θα πέσουμε σε κατάθλιψη ή θα εγκαταλείψουμε αυτήν την σχέση για να αναζητήσουμε ανενόχλητοι τον επόμενο ‘ιδανικό’ και ‘τέλειο’ σύντροφο, μέχρι να απογοητευτούμε ξανά και ξανά.
Όταν αντίθετα δίνουμε χρόνο στον εαυτό μας να γνωρίσει τον άλλον τόσο πιο βαθμιαία γίνεται και η προσγείωση στην πραγματικότητα. Η σχέση σε αυτήν την περίπτωση εξελίσσεται σε πιο στέρεες βάσεις. Από την έξαψη περνά ομαλά στην εκτίμηση, το ενδιαφέρον, την συνεργασία και την συντροφικότητα. Καλό θα ήταν επίσης να μην ξεχνάμε ότι ό,τι ισχύει για την δική μας εξιδανίκευση, τα ίδια ισχύουν και για την άλλη πλευρά. Ίσως για αυτό όταν ακούμε μεγάλα λόγια και πολύ νωρίς θα ήταν σκόπιμο να βαστάμε και μικρό καλαθι.