Κτήμα κάποτε της δυναστείας των Χμερ, που διοικούσε το μεγαλύτερο μέρος της Ινδοκίνας, η Καμπότζη, εκτός από τα δάση και την τροπική της βλάστηση, τις βελούδινες παραλίες και τους καταρράκτες, μπορεί να υπερηφανευτεί για την ιστορία και τον πολιτισμό της, ηχηρό «τεκμήριο» των οποίων είναι αναμφισβήτητα ο αρχαιολογικός χώρος της Angkor, ή «Machu Picchu της Ανατολής», όπως συχνά αποκαλείται. Είναι το βασικό αξιοθέατο της χώρας και ο σοβαρότερος λόγος για να κάνεις stop over στην Καμπότζη στο πλαίσιο ενός ταξιδιού σε γειτονικές χώρες. Η Καμπότζη είναι η «Χώρα του Νερού». Όχι μόνο επειδή ο ποταμός Mekong τη διατρέχει από τον Βορρά ως τον Νότο, αλλά επειδή εδώ βρίσκεται και ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους της Ανατολής, η λίμνη Tonle Sap, με 1.300 ειδών ψαριών και πολλά αποδημητικά πουλιά. Το υδάτινο στοιχείο διαμορφώνει το τοπίο. Γύρω από τη λίμνη «γεννήθηκαν» πλωτά χωριά από πληθυσμούς που έφτασαν εδώ προκειμένου να επιβιώσουν από την αλιεία. Ένα σχεδόν εξωπραγματικό τοπίο περιμένει τους επισκέπτες σε χωριά όπως τα Kompong Luong και Chong Khneas, όπου σπίτια, μαγαζιά, ακόμα και σχολεία στέκονται πάνω σε πασσάλους για να «ταξιδέψουν» σε ασφαλέστερα σημεία της λίμνης την περίοδο των μουσώνων, όταν η στάθμη του νερού αυξάνεται επικίνδυνα. Το νερό πρωταγωνιστεί και στην περιοχή Ratanakiri, πόλο έλξης για τους φυσιολάτρες. Οι καταρράκτες Kachang προσφέρουν μοναδικό θέαμα στους επισκέπτες που στην ίδια περιοχή έχουν την ευκαιρία να κολυμπήσουν στη λίμνη Yak Loum, η οποία σχηματίστηκε από ηφαιστειακό κρατήρα. Αν δεν είστε και τόσο αθλητικοί τύποι, αξίζει να αναφερθεί πως η περιοχή είναι επίσης γνωστή για τα ζιργκόν και τους ημιπολύτιμους λίθους που στα τοπικά παζάρια πωλούνται σε καλές τιμές. Στην παραθαλάσσια πόλη Kampot μπορείτε να χαλαρώσετε ακολουθώντας το ρυθμό των ντόπιων, ενώ επιβάλλεται μια εκδρομή στo χωριουδάκι Kratie, χτισμένο πάνω στην ανατολική όχθη του ποταμού Mekong, όπου, αν είστε τυχεροί, θα δείτε να περνούν κοπάδια δελφινιών. Λευκές παραλίες σας προσκαλούν στο Sihanoukville, στον ορίζοντα του οποίου πρωταγωνιστούν παρθένα νησάκια τα οποία μπορείτε να εξερευνήσετε με πλοιάρια που ξεκινούν από το λιμάνι. Τη γλυκιά ραστώνη των srok ( των επαρχιών όπως τις αποκαλούν οι ντόπιοι ) μπορεί να διακόψει μόνο η πολύβουη πρωτεύουσα της χώρας, Πνομ Πενχ, με τα μηχανάκια να περνάνε ξυστά δίπλα σου και τους μικροπωλητές να κάθονται στο έδαφος πίσω από ψάθινα καλάθια με πολύχρωμα φρούτα και λαχανικά και πάγκους με υφάσματα, κοσμήματα, ακόμη και αρχαία νομίσματα. Στη συμβολή τριών ποταμών ( των Μεκόνγκ, Τόνλε Σαπ και Τόνλε Μπασάκ ) το «Μαργαριτάρι της Ασίας» γοητεύει με τις παράδοξες εναλλαγές του: από τους ουρανοξύστες που ξεφυτρώνουν στους δρόμους της, τον «απόηχο» των Γάλλων αποικιοκρατών –όπως αποτυπώνεται στις βίλες αλλά και στο πανέμορφο κτίριο που στεγάζει την Κεντρική Αγορά– και τις Παγόδες του Παλατιού μέχρι τα τρελά φορτηγάκια με τους 15 τουλάχιστον επιβάτες, τις υπαίθριες αγορές και τα μπολ με το αρωματικό ρύζι που θα βρείτε σε κάθε γωνιά της πόλης.
Εθνικό Μουσείο Καμπότζης
Σε τέσσερα τμήματα του μουσείου στην Πνομ Πενχ εκτίθεται η ιστορία των σχεδόν 1.000 ετών της Αυτοκρατορίας των Χμερ. Το κτίριο του μουσείου, βαμμένο στο χρώμα της τερακότα καλωσορίζει τους επισκέπτες τους με τα περίφημα naga, τα φίδια-φύλακες. ( www.cambodiamuseum.info )
Βασιλικό Παλάτι
Τα κτίριά του φέρουν τις χαρακτηριστικές οροφές της αρχιτεκτονικής των Χμερ και αποκαλύπτονται πίσω από το τείχος που τα προστατεύει. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά τα κτίρια ( εκτός από την κατοικία της σημερινής βασιλικής οικογένειας ), τους ειδυλλιακούς κήπους του παλατιού και την ξακουστή Ασημένια Παγόδα, το πάτωμα της οποία κατασκευάστηκε από 5.000 επάργυρα πλακάκια. Η Ασημένια Παγόδα φιλοξενεί πολύτιμα αγάλματα του Βούδα: τον «Σμαραγδένιο Βούδα» της Καμπότζης ( σφυρηλατημένο σε κρύσταλλο Baccarat ) και τον Maitreya Βούδα, ένα άγαλμα από χρυσό, διακοσμημένο με 9.584 διαμάντια.
Wat Ounalom
Ο ναός υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους ιερότερους τόπους λατρείας των βουδιστών της χώρας. Ανεγέρθηκε το 1443 και καταστράφηκε επί των Ερυθρών Χμερ για να αποκατασταθεί και πάλι. Εκεί στεγάζεται σήμερα το πιο ψηλό άγαλμα του Βούδα που μπορεί να δει κανείς στην Καμπότζη.
Γαλλική Συνοικία της Πνομ Πενχ
Θαυμάστε τα art deco και Belle Epoque κτίρια, κοσμήματα αρχιτεκτονικής, όπως το ταχυδρομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, ο σταθμός του τρένου και το κτίριο της Γαλλικής Πρεσβείας.
Μουσείο Γενοκτονίας Tuol Sleng
Το 1975, το Γυμνάσιο Tuol Svay Prey έγινε το μεγαλύτερο κέντρο ανάκρισης του Πολ Ποτ, ηγέτη των Ερυθρών Χμερ ( ακραίου κομμουνιστικό καθεστώτος της Καμπότζης ). Χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν εκεί. Ο χώρος μετατράπηκε σε μουσείο ρίχνοντας φως σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της χώρας κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους περίπου 2 εκατομμύρια κάτοικοι και ξένοι πολίτες.
Σε τέσσερα τμήματα του μουσείου στην Πνομ Πενχ εκτίθεται η ιστορία των σχεδόν 1.000 ετών της Αυτοκρατορίας των Χμερ. Το κτίριο του μουσείου, βαμμένο στο χρώμα της τερακότα καλωσορίζει τους επισκέπτες τους με τα περίφημα naga, τα φίδια-φύλακες. ( www.cambodiamuseum.info )
Βασιλικό Παλάτι
Τα κτίριά του φέρουν τις χαρακτηριστικές οροφές της αρχιτεκτονικής των Χμερ και αποκαλύπτονται πίσω από το τείχος που τα προστατεύει. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά τα κτίρια ( εκτός από την κατοικία της σημερινής βασιλικής οικογένειας ), τους ειδυλλιακούς κήπους του παλατιού και την ξακουστή Ασημένια Παγόδα, το πάτωμα της οποία κατασκευάστηκε από 5.000 επάργυρα πλακάκια. Η Ασημένια Παγόδα φιλοξενεί πολύτιμα αγάλματα του Βούδα: τον «Σμαραγδένιο Βούδα» της Καμπότζης ( σφυρηλατημένο σε κρύσταλλο Baccarat ) και τον Maitreya Βούδα, ένα άγαλμα από χρυσό, διακοσμημένο με 9.584 διαμάντια.
Wat Ounalom
Ο ναός υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους ιερότερους τόπους λατρείας των βουδιστών της χώρας. Ανεγέρθηκε το 1443 και καταστράφηκε επί των Ερυθρών Χμερ για να αποκατασταθεί και πάλι. Εκεί στεγάζεται σήμερα το πιο ψηλό άγαλμα του Βούδα που μπορεί να δει κανείς στην Καμπότζη.
Γαλλική Συνοικία της Πνομ Πενχ
Θαυμάστε τα art deco και Belle Epoque κτίρια, κοσμήματα αρχιτεκτονικής, όπως το ταχυδρομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, ο σταθμός του τρένου και το κτίριο της Γαλλικής Πρεσβείας.
Μουσείο Γενοκτονίας Tuol Sleng
Το 1975, το Γυμνάσιο Tuol Svay Prey έγινε το μεγαλύτερο κέντρο ανάκρισης του Πολ Ποτ, ηγέτη των Ερυθρών Χμερ ( ακραίου κομμουνιστικό καθεστώτος της Καμπότζης ). Χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν εκεί. Ο χώρος μετατράπηκε σε μουσείο ρίχνοντας φως σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της χώρας κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους περίπου 2 εκατομμύρια κάτοικοι και ξένοι πολίτες.
Ο θρύλος του θεϊκού Aνγκορ
Για τη δηµιουργία του Ανγκορ υπάρχουν πολλοί θρύλοι, µια και οι θνητοί δεν πίστευαν ότι µπορεί να είναι ανθρώπινο έργο. Λέγεται λοιπόν ότι ο θεός Ιντρα που ζούσε στο όρος Μέρου έδωσε ξανά ανθρώπινη ζωή στον γιο του Κετοµελέα µε αποστολή να προστατέψει τον βουδισµό και να φροντίσει το βασίλειο µε δόξα, ευηµερία και ειρήνη. Μια νύχτα ο Ιντρα έστειλε µε το θεϊκό του άρµα στη Γη τον θεό Μετολέι να φέρει τον γιο του πίσω στον Παράδεισο των 33 θεών. Κατά τη σύντοµη παραµονή του ο Ιντρα τον δίδαξε τα 10 βασιλικά καθήκοντα και τον έλουζε επτά φορές την ηµέρα για επτά ηµέρες στο αρωµατικό λουτρό του κήπου του. Μετά προσκάλεσε επτά θεϊκούς βραχµάνους και αφού είπαν µαγικά ξόρκια τον βούτηξαν στα νερά χαρίζοντάς του µακροζωία για πάνω από 100 χρόνια. Μετά µε το θεϊκό άρµα τον πήγαν περίπατο πάνω από τα παλάτια του Ιντρα ώστε να αποφασίσει ποιο του αρέσει περισσότερο για να χτίσει το ίδιο στη γη. Ετσι ξεκίνησε να χτίζεται το Ανγκορ Βατ από τον αρχιτέκτονα Πισνούκα και όταν ο Κετοµελέα ικανοποιήθηκε του ανέθεσε να χτίσει και µερικά άλλα. Την ηµέρα που στέφθηκε βασιλιάς ο Ιντρα κατέβηκε στη στέψη και του έδωσε το ιερό όνοµα «Αρίθα-πολάρε α-χάνο», δηλαδή «πανίσχυρος καταστροφέας των εχθρών», και ονόµασε τη χώρα των Χµερ Καµπούτζα.
Εξερευνώντας το Ανγκορ Βατ
Χτίστηκε τον 12ο αιώνα από τον Σουργιαβαρµάν Β’, προς τιµήν του Βισνού, του θεού που τηρεί το «ντάρµα», την τάξη του κόσµου. Ο ναός εκτείνεται σε τρία επίπεδα και περιβάλλεται από τέσσερα προστατευτικά τείχη, ενώ η είσοδος γίνεται από τη δυτική πύλη, από έναν διάδροµο 200 µέτρων που προστατεύουν δύο νάγκας (φίδια φύλακες). Το Ανγκορ Βατ ήταν το κέντρο µιας κοινότητας 20.000 ανθρώπων, όπου οι κατώτεροι εισέρχονταν ως το πρώτο επίπεδο µε τις επιγραφές και τις ανάγλυφες παραστάσεις που εξιστορούν πολέµους και σκηνές από τα ινδικά έπη µε τα κατορθώµατα του Βισνού. Οι ιερείς εισέρχονταν για να διαλογιστούν στο δεύτερο επίπεδο και το τρίτο ήταν µόνο για τους βασιλείς και τους αρχιερείς. Στο συγκρότηµα ανήκει και ο ινδουιστικός ναός Μπαµτεάι Σάµρε, σε απόσταση 3 χλµ., µε εξαιρετικής κατάστασης ανάγλυφες διακοσµήσεις στους τοίχους των Βισνού και του αβατάρ (µετενσάρκωση) του Κρίσνα.
Τριάντα χρόνια έχτιζαν τα µνηµεία
Η λέξη Ανγκορ προέρχεται από τη λέξη «ναγκάρα», πρωτεύουσα στα σανσκριτικά, και αφορά 50 µνηµεία που εκτείνονται σε επιφάνεια 230 τ. χλµ., περιλαµβάνοντας ένα σύνολο διαφορετικών στυλ, περιόδων και µνηµείων, όπου βεβαίως ο χρόνος και η φύση επενέβησαν και έκαναν φανερά τα σηµάδια τους. Η κατασκευή κράτησε περισσότερα από 30 χρόνια, ενώ 27 βασιλείς «βαρµάν» – που σηµαίνει πάνοπλος στα σανσκριτικά – πέρασαν από το 802 µ.Χ. ως το 1327 µ.Χ., ενώ στη συνέχεια η πρωτεύουσα έπεσε σε παρακµή και εγκαταλείφθηκε το 1431. Οι επιγραφές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Τζαγιαβαρµάν Β’ ύστερα από µια τελετή στα όρη Κούλεν έβαλε τη σφραγίδα της ίδρυσης ενός κράτους που έµελλε να δηµιουργήσει έναν από τους µεγαλύτερους πολιτισµούς της Ασίας. Η ανασκαφή στο Ανγκορ ξεκίνησε το 1898 από την Ecole Française d’ Extreme Orient και το 1993 η πόλη χαρακτηρίστηκε µνηµείο παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς από την UNESCO. Κάθε χρόνο γίνονται µεγάλες δωρεές για τη συντήρηση και την αναστήλωση των µνηµείων – ο µεγαλύτερος δωρητής είναι η Ιαπωνία και συµµετέχουν επιστήµονες αρχαιολόγοι, σπουδαστές και εθελοντές από Ιαπωνία, Αµερική, Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία και Ινδονησία.
Η Μεγάλη Πόλη Ανγκορ Τοµ
Η τελευταία πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ανγκορ εκτείνεται στα 3 τ.χλµ. Η περιτειχισµένη βασιλική πόλη του Τζαγιαβαρµάν Η’, που προστατευόταν και µε τάφρο 100 µ. πλάτους, περιλαµβάνει µια σειρά σηµαντικά τέµπλα όπως το Μπαγιόν. Κέντρο της η µεγάλη τετράγωνη πλατεία 3 χλµ. Οι δρόµοι που οδηγούν στις εισόδους στολίζονται από µια σειρά αγάλµατα παράπλευρα, ενώ η είσοδος γινόταν από τέσσερις πύλες µε αψίδα που καταλήγουν σε πύργο-«γκοπούρα» 23 µέτρων, µε τέσσερα γιγαντιαία κεφάλια που βλέπουν σε κάθε σηµείο του ορίζοντα, στην κορυφή του. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το ποιον εικονίζουν οι κεφαλές. Κατ’ άλλους πρόκειται για βασιλείς ενώ άλλοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για Μποντισάτβα, τους µαθητές του Βούδα που έφθασαν κοντά στη φώτιση, επέλεξαν όµως να µη φωτιστούν. Η βάση του πύργου υποστηρίζεται από ελέφαντα µε τρία κεφάλια και τρεις προβοσκίδες που καταλήγουν σε άνθος λωτού.
Για τη δηµιουργία του Ανγκορ υπάρχουν πολλοί θρύλοι, µια και οι θνητοί δεν πίστευαν ότι µπορεί να είναι ανθρώπινο έργο. Λέγεται λοιπόν ότι ο θεός Ιντρα που ζούσε στο όρος Μέρου έδωσε ξανά ανθρώπινη ζωή στον γιο του Κετοµελέα µε αποστολή να προστατέψει τον βουδισµό και να φροντίσει το βασίλειο µε δόξα, ευηµερία και ειρήνη. Μια νύχτα ο Ιντρα έστειλε µε το θεϊκό του άρµα στη Γη τον θεό Μετολέι να φέρει τον γιο του πίσω στον Παράδεισο των 33 θεών. Κατά τη σύντοµη παραµονή του ο Ιντρα τον δίδαξε τα 10 βασιλικά καθήκοντα και τον έλουζε επτά φορές την ηµέρα για επτά ηµέρες στο αρωµατικό λουτρό του κήπου του. Μετά προσκάλεσε επτά θεϊκούς βραχµάνους και αφού είπαν µαγικά ξόρκια τον βούτηξαν στα νερά χαρίζοντάς του µακροζωία για πάνω από 100 χρόνια. Μετά µε το θεϊκό άρµα τον πήγαν περίπατο πάνω από τα παλάτια του Ιντρα ώστε να αποφασίσει ποιο του αρέσει περισσότερο για να χτίσει το ίδιο στη γη. Ετσι ξεκίνησε να χτίζεται το Ανγκορ Βατ από τον αρχιτέκτονα Πισνούκα και όταν ο Κετοµελέα ικανοποιήθηκε του ανέθεσε να χτίσει και µερικά άλλα. Την ηµέρα που στέφθηκε βασιλιάς ο Ιντρα κατέβηκε στη στέψη και του έδωσε το ιερό όνοµα «Αρίθα-πολάρε α-χάνο», δηλαδή «πανίσχυρος καταστροφέας των εχθρών», και ονόµασε τη χώρα των Χµερ Καµπούτζα.
Εξερευνώντας το Ανγκορ Βατ
Χτίστηκε τον 12ο αιώνα από τον Σουργιαβαρµάν Β’, προς τιµήν του Βισνού, του θεού που τηρεί το «ντάρµα», την τάξη του κόσµου. Ο ναός εκτείνεται σε τρία επίπεδα και περιβάλλεται από τέσσερα προστατευτικά τείχη, ενώ η είσοδος γίνεται από τη δυτική πύλη, από έναν διάδροµο 200 µέτρων που προστατεύουν δύο νάγκας (φίδια φύλακες). Το Ανγκορ Βατ ήταν το κέντρο µιας κοινότητας 20.000 ανθρώπων, όπου οι κατώτεροι εισέρχονταν ως το πρώτο επίπεδο µε τις επιγραφές και τις ανάγλυφες παραστάσεις που εξιστορούν πολέµους και σκηνές από τα ινδικά έπη µε τα κατορθώµατα του Βισνού. Οι ιερείς εισέρχονταν για να διαλογιστούν στο δεύτερο επίπεδο και το τρίτο ήταν µόνο για τους βασιλείς και τους αρχιερείς. Στο συγκρότηµα ανήκει και ο ινδουιστικός ναός Μπαµτεάι Σάµρε, σε απόσταση 3 χλµ., µε εξαιρετικής κατάστασης ανάγλυφες διακοσµήσεις στους τοίχους των Βισνού και του αβατάρ (µετενσάρκωση) του Κρίσνα.
Τριάντα χρόνια έχτιζαν τα µνηµεία
Η λέξη Ανγκορ προέρχεται από τη λέξη «ναγκάρα», πρωτεύουσα στα σανσκριτικά, και αφορά 50 µνηµεία που εκτείνονται σε επιφάνεια 230 τ. χλµ., περιλαµβάνοντας ένα σύνολο διαφορετικών στυλ, περιόδων και µνηµείων, όπου βεβαίως ο χρόνος και η φύση επενέβησαν και έκαναν φανερά τα σηµάδια τους. Η κατασκευή κράτησε περισσότερα από 30 χρόνια, ενώ 27 βασιλείς «βαρµάν» – που σηµαίνει πάνοπλος στα σανσκριτικά – πέρασαν από το 802 µ.Χ. ως το 1327 µ.Χ., ενώ στη συνέχεια η πρωτεύουσα έπεσε σε παρακµή και εγκαταλείφθηκε το 1431. Οι επιγραφές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Τζαγιαβαρµάν Β’ ύστερα από µια τελετή στα όρη Κούλεν έβαλε τη σφραγίδα της ίδρυσης ενός κράτους που έµελλε να δηµιουργήσει έναν από τους µεγαλύτερους πολιτισµούς της Ασίας. Η ανασκαφή στο Ανγκορ ξεκίνησε το 1898 από την Ecole Française d’ Extreme Orient και το 1993 η πόλη χαρακτηρίστηκε µνηµείο παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς από την UNESCO. Κάθε χρόνο γίνονται µεγάλες δωρεές για τη συντήρηση και την αναστήλωση των µνηµείων – ο µεγαλύτερος δωρητής είναι η Ιαπωνία και συµµετέχουν επιστήµονες αρχαιολόγοι, σπουδαστές και εθελοντές από Ιαπωνία, Αµερική, Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία και Ινδονησία.
Η Μεγάλη Πόλη Ανγκορ Τοµ
Η τελευταία πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ανγκορ εκτείνεται στα 3 τ.χλµ. Η περιτειχισµένη βασιλική πόλη του Τζαγιαβαρµάν Η’, που προστατευόταν και µε τάφρο 100 µ. πλάτους, περιλαµβάνει µια σειρά σηµαντικά τέµπλα όπως το Μπαγιόν. Κέντρο της η µεγάλη τετράγωνη πλατεία 3 χλµ. Οι δρόµοι που οδηγούν στις εισόδους στολίζονται από µια σειρά αγάλµατα παράπλευρα, ενώ η είσοδος γινόταν από τέσσερις πύλες µε αψίδα που καταλήγουν σε πύργο-«γκοπούρα» 23 µέτρων, µε τέσσερα γιγαντιαία κεφάλια που βλέπουν σε κάθε σηµείο του ορίζοντα, στην κορυφή του. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το ποιον εικονίζουν οι κεφαλές. Κατ’ άλλους πρόκειται για βασιλείς ενώ άλλοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για Μποντισάτβα, τους µαθητές του Βούδα που έφθασαν κοντά στη φώτιση, επέλεξαν όµως να µη φωτιστούν. Η βάση του πύργου υποστηρίζεται από ελέφαντα µε τρία κεφάλια και τρεις προβοσκίδες που καταλήγουν σε άνθος λωτού.
Στο Εθνικό Κέντρο Μεταξιού Πουόκ
Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράµµατος οι συµµετέχοντες διδάσκονται όλα τα στάδια της παραγωγής: από την καλλιέργεια των δέντρων της µουριάς, µε τα φύλλα των οποίων θα τραφούν οι µεταξοσκώληκες, ως την εξαγωγή του νήµατος από τα κουκούλια, τον καθαρισµό, τη βαφή της κλωστής αλλά και την ύφανση των υφασµάτων στους παραδοσιακούς αργαλειούς σε διάφορα σχέδια. Επιπλέον, την κατασκευή ενδυµάτων, λευκών ειδών σπιτιού ή αξεσουάρ όπως εσάρπες, µαντίλια και τσάντες. Οι καλλιέργειες, καθώς και η βιοτεχνία, βρίσκονται περίπου 18 χλµ. έξω από το Σιέµ Ριπ.
Ο κλασικός καµποτζιανός χορός
Ο κλασικός καµποτζιανός χορός έχει αρκετές οµοιότητες µε τον ταϊλανδέζικο, κυρίως όσον αφορά την κίνηση και την ευλυγισία των δακτύλων. Αρκετά ανάγλυφα µε χορευτικές φιγούρες των ουράνιων νυµφών Απσάρα κοσµούν τους ναούς που συµπεριλάµβαναν και χορευτικές τελετές. Μάλιστα ο ναός Τα Προµ απασχολούσε 615 χορεύτριες. Στα µαύρα χρόνια των Κόκκινων Χµερ ο χορός καταδιώχθηκε και ελάχιστοι δάσκαλοι και χορευτές επέζησαν. Το 1981, µε τη βοήθεια όσων δασκάλων είχαν επιζήσει, άνοιξε ξανά η Σχολή Καλών Τεχνών, µε προτεραιότητα στα ορφανά παιδιά.
Διαμονή
Το «Prince d’ Angkor» (Sivatha Blv, Mondul II, Sankat Svay Dangkum, τηλ. 855-63763888, www. princedangkor.com) απέχει μόλις 10’ από τον αρχαιολογικό χώρο και πρόκειται για εξαιρετικό ξενοδοχείο με διακόσμηση όπου κυριαρχεί η ξυλογλυπτική τέχνη. Το αριστοκρατικότερο ξενοδοχείο της περιοχής με τις περισσότερες διεθνείς διακρίσεις, το ιστορικό «Grand Hotel d’ Angkor» (1 Vithei Charles de Gaulle Khum Svay Dang Kum, τηλ. 855-63963888, www.raffles.com), απέχει 8 χλμ. από την Ανγκορ, ενώ διαθέτει επίσης και δύο βίλες από ξύλο σε Χμερ αρχιτεκτονική. Ανάμεσα στις πολλές παροχές του, το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα είναι ο 60.000 τ.μ. τροπικός κήπος του. Το πιο απλό «Angkor Hotel» ( 6, Phum Sala Kanseng, Sangat Svay, Dong Kom, τηλ. 855-63964301, www.angkor-hotel-cambodia.com), βρίσκεται στο κέντρο του Σιέμ Ριπ και απέχει 4 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο.
Φαγητό
Η καμποτζιανή κουζίνα έχει βάση το λευκό κολλώδες ρύζι, που συνοδεύεται από μικρά πιάτα κυρίως από λαχανικά ή ποταμίσιο ψάρι και πολύ σπάνια κρέας. Το ψάρι του Μεκόνγκ μαγειρεύεται με διάφορους τρόπους – βραστό, ψητό, παστό, αλλά και γεμιστό με μικρές γαρίδες – και σερβίρεται με λαχανικά. Τα θαλασσινά γίνονται και ψαρόσουπες, όπως η δημοφιλής γλυκόξινη «σάμλα μάτσου μπάνλε», η καβουρόσουπα, ενώ αρκετοί προτιμούν τη «σάμλα κτις» με καρύδα και ανανά. Απαραίτητο συστατικό σε όλα τα φαγητά είναι οι πάστες από ψάρι όπως το «πραχόκ» ή η «κέπι» από καβούρι. Μπαχαρικά όπως τσίλι, τζίντζερ και πιπέρι χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως μέσον συντήρησης του φαγητού. Τυπικό καμποτζιανό φαγητό είναι το «κάο φούνε» που σερβίρεται σαν ένα τονωτικό γεύμα σε κάθε γωνιά και πρόκειται για ρυζομακάρονα με πλούσια σάλτσα καρύδας. Τα γλυκά σχετίζονται επίσης με το ρύζι που συνδυάζεται είτε με μπανάνα είτε με καρύδα. Πιείτε άφθονο τσάι ή μαύρο καφέ με γάλα και την τοπική μπίρα Angkor. Μικρά εστιατόρια δυτικού στυλ υπάρχουν αρκετά και σερβίρουν κυρίως σάντουιτς, σαλάτες και πίτσα, όπως το «Blue Pumpkin», το «Café Indochine» ή το «Angkor Café», ενώ για ένα καλό γεύμα προτιμήστε τα εστιατόρια των ξενοδοχείων.
Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράµµατος οι συµµετέχοντες διδάσκονται όλα τα στάδια της παραγωγής: από την καλλιέργεια των δέντρων της µουριάς, µε τα φύλλα των οποίων θα τραφούν οι µεταξοσκώληκες, ως την εξαγωγή του νήµατος από τα κουκούλια, τον καθαρισµό, τη βαφή της κλωστής αλλά και την ύφανση των υφασµάτων στους παραδοσιακούς αργαλειούς σε διάφορα σχέδια. Επιπλέον, την κατασκευή ενδυµάτων, λευκών ειδών σπιτιού ή αξεσουάρ όπως εσάρπες, µαντίλια και τσάντες. Οι καλλιέργειες, καθώς και η βιοτεχνία, βρίσκονται περίπου 18 χλµ. έξω από το Σιέµ Ριπ.
Ο κλασικός καµποτζιανός χορός
Ο κλασικός καµποτζιανός χορός έχει αρκετές οµοιότητες µε τον ταϊλανδέζικο, κυρίως όσον αφορά την κίνηση και την ευλυγισία των δακτύλων. Αρκετά ανάγλυφα µε χορευτικές φιγούρες των ουράνιων νυµφών Απσάρα κοσµούν τους ναούς που συµπεριλάµβαναν και χορευτικές τελετές. Μάλιστα ο ναός Τα Προµ απασχολούσε 615 χορεύτριες. Στα µαύρα χρόνια των Κόκκινων Χµερ ο χορός καταδιώχθηκε και ελάχιστοι δάσκαλοι και χορευτές επέζησαν. Το 1981, µε τη βοήθεια όσων δασκάλων είχαν επιζήσει, άνοιξε ξανά η Σχολή Καλών Τεχνών, µε προτεραιότητα στα ορφανά παιδιά.
Διαμονή
Το «Prince d’ Angkor» (Sivatha Blv, Mondul II, Sankat Svay Dangkum, τηλ. 855-63763888, www. princedangkor.com) απέχει μόλις 10’ από τον αρχαιολογικό χώρο και πρόκειται για εξαιρετικό ξενοδοχείο με διακόσμηση όπου κυριαρχεί η ξυλογλυπτική τέχνη. Το αριστοκρατικότερο ξενοδοχείο της περιοχής με τις περισσότερες διεθνείς διακρίσεις, το ιστορικό «Grand Hotel d’ Angkor» (1 Vithei Charles de Gaulle Khum Svay Dang Kum, τηλ. 855-63963888, www.raffles.com), απέχει 8 χλμ. από την Ανγκορ, ενώ διαθέτει επίσης και δύο βίλες από ξύλο σε Χμερ αρχιτεκτονική. Ανάμεσα στις πολλές παροχές του, το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα είναι ο 60.000 τ.μ. τροπικός κήπος του. Το πιο απλό «Angkor Hotel» ( 6, Phum Sala Kanseng, Sangat Svay, Dong Kom, τηλ. 855-63964301, www.angkor-hotel-cambodia.com), βρίσκεται στο κέντρο του Σιέμ Ριπ και απέχει 4 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο.
Φαγητό
Η καμποτζιανή κουζίνα έχει βάση το λευκό κολλώδες ρύζι, που συνοδεύεται από μικρά πιάτα κυρίως από λαχανικά ή ποταμίσιο ψάρι και πολύ σπάνια κρέας. Το ψάρι του Μεκόνγκ μαγειρεύεται με διάφορους τρόπους – βραστό, ψητό, παστό, αλλά και γεμιστό με μικρές γαρίδες – και σερβίρεται με λαχανικά. Τα θαλασσινά γίνονται και ψαρόσουπες, όπως η δημοφιλής γλυκόξινη «σάμλα μάτσου μπάνλε», η καβουρόσουπα, ενώ αρκετοί προτιμούν τη «σάμλα κτις» με καρύδα και ανανά. Απαραίτητο συστατικό σε όλα τα φαγητά είναι οι πάστες από ψάρι όπως το «πραχόκ» ή η «κέπι» από καβούρι. Μπαχαρικά όπως τσίλι, τζίντζερ και πιπέρι χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως μέσον συντήρησης του φαγητού. Τυπικό καμποτζιανό φαγητό είναι το «κάο φούνε» που σερβίρεται σαν ένα τονωτικό γεύμα σε κάθε γωνιά και πρόκειται για ρυζομακάρονα με πλούσια σάλτσα καρύδας. Τα γλυκά σχετίζονται επίσης με το ρύζι που συνδυάζεται είτε με μπανάνα είτε με καρύδα. Πιείτε άφθονο τσάι ή μαύρο καφέ με γάλα και την τοπική μπίρα Angkor. Μικρά εστιατόρια δυτικού στυλ υπάρχουν αρκετά και σερβίρουν κυρίως σάντουιτς, σαλάτες και πίτσα, όπως το «Blue Pumpkin», το «Café Indochine» ή το «Angkor Café», ενώ για ένα καλό γεύμα προτιμήστε τα εστιατόρια των ξενοδοχείων.