Ο Λακλό είναι ένας καταδότης των ονείρων. Αποκάλυψε τα όνειρα της εποχής του, δίδοντάς τους ζωή, εισάγοντάς τα στον ευρύ χώρο των συλλογικών ονείρων, στον χώρο όπου τα προνομιούχα πρόσωπα, που έστω και για μία στιγμή μπόρεσαν να κατευθύνουν τη μοίρα τους, δίδουν τροφή στα όνειρα των κοινών θνητών. -Αντρέ Μαλρώ
Οι "Επικίνδυνες σχέσεις" του Σοντερλό ντε Λακλό ( επιστολικό μυθιστόρημα), πρωτοεκδόθηκαν στο Παρίσι το 1782. Η κοινωνία αντιμετώπισε το γεγονός ως σκάνδαλο. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε μερικές μέρες καθώς και οι επόμενες εκδόσεις. Ένα αντίτυπο, χωρίς τίτλο στο εξώφυλλο, βρέθηκε αργότερα στα προσωπικά υπάρχοντα της Μαρίας Αντουανέττας. Η κυκλοφορία τους επιτράπηκε επί Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και των διαφόρων επαναστατικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν. Απαγορεύτηκε με την κατηγορία του "επικίνδυνου" το 1825, επί βασιλείας του Καρόλου Ι΄, μαζί με τα έργα του Βολταίρου, του Ρουσσώ, του Μοντεσκιέ και του Μπωμαρσαί. Η απαγόρευση ίσχυσε ουσιαστικά σε όλον τον 19ο αιώνα. Δεν είναι παράξενο που μόνον ο Μπωντλαίρ, ο "καταραμένος ποιητής", υποστήριξε δημόσια το έργο. Οι "Επικίνδυνες σχέσεις" χαρακτηρίστηκαν ως "έργο εξοργιστικής ανηθικότητας", "βιβλίο άξιο θαυμασμού και κατάρας", ο δε συγγραφέας τους θεωρήθηκε ότι "επειδή σκιαγραφούσε τέρατα, έπρεπε να είναι τέρας ο ίδιος". Στον 20ό αιώνα το βιβλίο απέκτησε μεγάλη κριτική εκτίμηση και δημοτικότητα, αν και η ιδέα του "κινδύνου" και του σκανδάλου παρέμεινε. Έχουν γυριστεί τρεις κινηματογραφικές ταινίες -του Roger Vadim το 1959, του Stephen Frears και του Milos Forman το 1988-1989, αντίστοιχα, ενώ ο Ανατολικογερμανός συγγραφέας Heiner Muller έγραψε το "Κουαρτέτο", θεατρικό έργο με βάση τις "Επικίνδυνες σχέσεις".
Η ιστορία
Πρόκειται για την αλληλογραφία μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων που προέρχονται από την αριστοκρατική τάξη της εποχής. Η μαρκησία ντε Μερτέιγ και ο υποκόμης ντε Βαλμόν αποτελούν τα σημαντικότερα πρόσωπα του έργου. Οι παλιοί αυτοί εραστές, οπαδοί με ένα διεστραμμένο τρόπο των πιο εκλεπτυσμένων ερωτικών απολαύσεων, που ζουν για τη στρατηγική της αποπλάνησης των ευσεβών, και της μύησης και διαφθοράς των αθώων θυμάτων τους, είναι οι θύτες ενός επικίνδυνου και προκλητικού παιχνιδιού, το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα του συγκεκριμένου έργου. Η μαρκησία ντε Μερτέιγ προκειμένου να εκδικηθεί έναν πρώην εραστή της, ο οποίος την εγκατέλειψε για μια νεότερή της, αποφασίζει να διαφθείρει την μέλλουσα σύζυγό του, μια άσπιλη νέα, την Σεσίλ ντε Βολάνζ, η οποία μόλις βγήκε από το σχολή των καλογριών. Προτείνει λοιπόν στον υποκόμη ντε Βαλμόν, πρώην εραστή της, ν’ αποπλανήσει και να κλέψει την αγνότητα της πριν τον επικείμενο γάμο της. Το σχέδιο της θα παραταθεί για λίγο καθώς ο υποκόμης έχει ήδη εντοπίσει το νέο του θήραμα στο πρόσωπο της νεαρής κυρίας ντε Τουρβέλ, γυναίκας όμορφης, παντρεμένης και βαθιά θρησκευόμενης. Η δυσκολία του εγχειρήματος αυτού μεταφράζεται στο πρόσωπο του υποκόμη ντε Βαλμόν ως υπέρτατη πρόκληση. Η επιτυχία του αυτή θα τον στέψει διπλά νικητή καθώς θα έχει ξανά στο κρεβάτι του και την μαρκησία ντε Μερτέιγ. Οι δύο εραστές βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία δια αλληλογραφίας καταστρατηγώντας το διεστραμμένο και επικίνδυνο παιχνίδι τους.
Πρόκειται για μία ίντριγκα που το ενδιαφέρον που παρουσιάζει δεν έγκειται τόσο στην πρωτοτυπία του θέματός της, όσο στην αποτελεσματικότητα της φόρμας που της δόθηκε από τον επιμελητή – συγγραφέα του έργου. Η φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος παίζει έναν σημαίνοντα και διττό ρόλο καθώς αφού τοποθετεί σε ένα πρώτο επίπεδο τον αναγνώστη στα σαλόνια της εποχής, όπου οι κανόνες των καλών τρόπων κυριαρχούν και κρίνονται σε διαρκή βάση καθορίζοντας την καλή ή όχι φήμη του ατόμου, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο επιτρέπουν στον αναγνώστη να γνωρίσει τα πρόσωπα του έργου μέσω των προσωπικών επιστολών που γράφουν και ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Πέρα από τους τύπους, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και φαινομενικής ευπρέπειας που χαρακτηρίζουν τους εύπορους και καλλιεργημένους αριστοκράτες, μέσω της αλληλογραφίας αυτής ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας του πραγματικού πορτραίτου των προσώπων του έργου, που εκφράζονται σαν μονάδες χωρίς τον φόβο της κατακραυγής από τον περίγυρό τους.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την παράσταση, το 1933 την περίοδο της ανόδου του ναζισμού και πιο συγκεκριμένα στις 27 Φεβρουαρίου 1933, ημερομηνία του εμπρησμού της Γερμανικής Βουλής, γεγονός σχεδιασμένο από τον Χίτλερ. Μέσα σ’ ένα ασφυκτικό και ιδιαίτερα επικίνδυνο κοινωνικοπολιτικό κλίμα, μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων της αστικής τάξης, με προεξάρχον ένα σχεδόν διαβολικό ζευγάρι, τον Βαλμόν και την Μερτέιγ, αδιαφορώντας εντελώς για τις πολιτικές συνθήκες, ζει με τον πιο απελεύθερο εγωτικό και κυνικό τρόπο τη ζωή της. Ο Κιμούλης σκηνοθέτης στήνει μια έξυπνη παράσταση με γρήγορους ρυθμούς, που δανείζεται κινηματογραφικές τεχνικές και διαθέτει γοητεία, κοφτερό χιούμορ και μια υποβόσκουσα αίσθηση απειλής. Γιατι, εκεί, όχι πολυ μακριά απο τα κομψά μπουντουάρ και τα υψηλά σαλόνια της γαλλικής αριστοκρατίας, πίσω απο τα θροϊσματα των πολυτελών υφασμάτων, τα σαρδόνια μειδιάσματα και τους αισθησιακούς αναστεναγμούς, σέρνεται η ηθική παρακμή και η ξεδιάντρωπη απανθρωπιά, που απογυμνώνει τον άνθρωπο απο κάθε τι καλό. Και σαν ένα αλλόκοτο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, συγχρωτίζεται σ'ενα επικίνδυνο και αταίριαστο σμίξιμο, η ομορφιά με την ασχήμια, το καλό με το κακό, η αφέλεια και η άγνοια με την διαβολικότητα και την διαστροφή. Όπως ένας λαός αφέθηκε να γοητευτεί και εμπιστεύτηκε την τύχη του σε έναν εγκληματία λαοπλάνο, έτσι και ένα ζευγάρι παλιανθρώπων τόσο θεαματικά αχρείων και τόσο ολόψυχα αφοσιωμένων στο κακό, παρασύρουν συνανθρώπους τους - φέροντας, ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης - σε έναν αναίσχυντο ηθικό ξεπεσμό, με τραγική για κάποιους κατάληξη. Με όπλο τον έρωτα,και δυο απο τις πολλές ιδιότητες, με τις οποιες αυτός ενδύεται: τη βαθύτητα και την τραχύτητα, όλα μπορούν να συμβούν μέσα απο ένα επιστολικό δράμα ίντριγκας, αποπλάνησης και προδοσίας. Και, όπως ο συγγραφέας, έτσι και ο σκηνοθέτης, εμποδίζει αυτό το φιλήδονο και ματαιόδοξο ζευγάρι εραστών να γίνουν καρικατούρες ή γελοίοι, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμμιά διέξοδος, καμμιά δικαιολογία, καμμιά διαφυγή απο την κόλαση, στην οποία περιμένει ο ένας τον άλλον. Μέσα απο το χιούμορ και τις καυστικές ατάκες, διαισθανόμαστε την καιόμενη ψύχρα μιας ύπουλης μεγαλειώδους φάρσας, και παρακολουθούμε με την ενοχή του παρατηρητή που αδημονεί να φτάσει στο τέλος της, γνωρίζοντας ότι θα υπάρξουν ανθρώπινα θύματά της, νικητές και ηττημένοι. (;)
Η χημεία των δυο πρωταγωνιστών είναι αδιαμφισβήτητη - αυτό αποτελεί και το δυνατό χαρτί της παράστασης- ο καθένας απο τους δυο κεντά στο ρόλο του διαβολικού εραστή: Ο Κιμούλης ηθοποιός, βρίσκεται στο στοιχείο του, διαθέτει σκηνική άνεση και ωριμότητα, την γοητεία και τον ζαμανφουτισμό ενός καλοζωϊσμένου μπον βιβέρ, που αισθάνεται και φέρεται ανώτερος, σαν να βρίσκονται όλοι κάτω απο την μπότα του, έτοιμοι να υποστούν αμέτοχοι και παθητικοί, τα μαρτύρια που αυτός θα επιλέξει να τους υποβάλλλει. Η πλάστιγγα, πάντως γέρνει υποκριτικά προς τη μεριά του χιούμορ και της έξυπνης ατάκας, πιότερο απο την σκοτεινή και διαστροφική πλευρά του χαρακτήρα του. Η διαστροφή διαταράσσει την φαινομενική ευπρέπεια στην υπέροχη ερμηνεία της Εβελίνας Παπούλια, η οποία στο ρόλο της σατανικής Μερτέϊγ, κλέβει την παράσταση στα σημεία, ρολάροντας ανάλαφρα μεταξύ ειρωνίας, φαρμακερής γοητείας και επιτηδευμένης "καλοσύνης", χαρίζοντας ύπουλα χαμόγελα και υποσχέσεις, κρύβοντας καλά τη μαύρη της ψυχή. Αρκετά καλή η Μάρα Δαρμουσλή, στο ρόλο της ερωτομανούς, ραδιούργας Βολάνς, παρουσιάζει ωστόσο κάποιες υποκριτικές αδυναμίες.
Πειστικός ο Σπύρος Σαραφιανός, στο ρόλο του αδίστακτου βιομήχανου. Χαριτωμένη και ταιριαστή στο ρόλο της αρχικά αθώας Σεσίλ, η νεαρή ηθοποιός Νάνσυ Μπούκλη. Δεν μπορεί να σηκώσει το ρόλο της τραγικής Μαρίας, η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, παραμένει ανέκφραστη και θαμπή, σε όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις της ηρωϊδας της, είναι έξω απο τον ευαίσθητο ψυχισμό της ερωτοχτυπημένης.Τουρβέλ. Δεν χρειάζονται πολλά, να κάνει η Μάρω Κοντού, για να θαυμάσουμε το ταλέντο της, που δεν έχει χάσει τίποτα απο την λάμψη του, μετά απο τόσα χρόνια καρριέρας. Όμορφα και ταιριαστά τα σκηνικά και τα κοστούμια αναδύουν τον απαραίτητο αέρα πολυτέλειας. Τα μεγάλα πολυμορφικά παραβάν, αξιοποιούνται στο μέγιστο, μεταφέροντας μας, απο σκηνή σε σκηνή,, ορίζοντας τις αλλαγές τόπου και χρόνου. Η αξιοποίηση της κινηματογράφησης, αγγίζει την υπερβολή, χωρίς, όμως να επηρεάζει αισθητά τη ροή της παράστασης. Οι φωτισμοί, τέλος, χάνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ατμόσφαιρες, συμβάλλοντας, μόνο στο λειτουργικό κομμάτι. Μια ακριβή και καλαίσθητη παραγωγή, που διαθέτει καλό καστ, άφθονη γοητεία και σαρκασμό, διαβρωτικό χιούμορ και ίσως, αν θελήσουμε να κρυφοκοιτάξουμε, πίσω απο την πολυτελή κουρτίνα, θα διακρίνουμε, το αυγό του φιδιού, (μέσα στην δική μας αυλή) αυτό που η Γηραιά Αλβιόνα, θρέφει εδώ και καιρό και θα διαπιστώσουμε, ότι είμαστε όλοι συνένοχοι. Προλαβαίνουμε, άραγε;
διασκευή - σκηνοθεσία:Γιώργος Κιμούλης
σκηνικά- φωτισμοί: Pawel Dobrzycki
κοστούμια: Σοφία Νικολαϊδη.
παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Εβελίνα Παπούλια,Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους,
Μάρα Δαρμουσλή, Σπύρος Σαραφιανός,Λάμπρος Κτεναβός, Νάνσυ Μπούκλη, Μάρω Κοντού.
Θεάτρο ΑΛΜΑ, Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου 15 -17, Αθήνα
Ημέρες και Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 8:00μ.μ.
Πέμπτη, Παρασκευή στις 9:15μ.μ.
Σάββατο (2 παραστάσεις) 6:15 μ.μ. (λαϊκή απογευματινή)
& 9:15μ.μ.(βραδινή), Κυριακή στις 8:00μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος 20€ πλατεία και 18€ εξώστης
Σάββατο (βραδινή) 22€ πλατεία και 20€ εξώστης
(λαϊκή απογευματινή) 18€ πλατεία και 16€ εξώστης
Μειωμένο (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, Πολύτεκνοι, άνω των 65) 15€
Ανέργων: 12€ για όλες τις παραστάσεις
Πληροφορίες-κρατήσεις: 210-8938250
Η ιστορία
Πρόκειται για την αλληλογραφία μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων που προέρχονται από την αριστοκρατική τάξη της εποχής. Η μαρκησία ντε Μερτέιγ και ο υποκόμης ντε Βαλμόν αποτελούν τα σημαντικότερα πρόσωπα του έργου. Οι παλιοί αυτοί εραστές, οπαδοί με ένα διεστραμμένο τρόπο των πιο εκλεπτυσμένων ερωτικών απολαύσεων, που ζουν για τη στρατηγική της αποπλάνησης των ευσεβών, και της μύησης και διαφθοράς των αθώων θυμάτων τους, είναι οι θύτες ενός επικίνδυνου και προκλητικού παιχνιδιού, το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα του συγκεκριμένου έργου. Η μαρκησία ντε Μερτέιγ προκειμένου να εκδικηθεί έναν πρώην εραστή της, ο οποίος την εγκατέλειψε για μια νεότερή της, αποφασίζει να διαφθείρει την μέλλουσα σύζυγό του, μια άσπιλη νέα, την Σεσίλ ντε Βολάνζ, η οποία μόλις βγήκε από το σχολή των καλογριών. Προτείνει λοιπόν στον υποκόμη ντε Βαλμόν, πρώην εραστή της, ν’ αποπλανήσει και να κλέψει την αγνότητα της πριν τον επικείμενο γάμο της. Το σχέδιο της θα παραταθεί για λίγο καθώς ο υποκόμης έχει ήδη εντοπίσει το νέο του θήραμα στο πρόσωπο της νεαρής κυρίας ντε Τουρβέλ, γυναίκας όμορφης, παντρεμένης και βαθιά θρησκευόμενης. Η δυσκολία του εγχειρήματος αυτού μεταφράζεται στο πρόσωπο του υποκόμη ντε Βαλμόν ως υπέρτατη πρόκληση. Η επιτυχία του αυτή θα τον στέψει διπλά νικητή καθώς θα έχει ξανά στο κρεβάτι του και την μαρκησία ντε Μερτέιγ. Οι δύο εραστές βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία δια αλληλογραφίας καταστρατηγώντας το διεστραμμένο και επικίνδυνο παιχνίδι τους.
Πρόκειται για μία ίντριγκα που το ενδιαφέρον που παρουσιάζει δεν έγκειται τόσο στην πρωτοτυπία του θέματός της, όσο στην αποτελεσματικότητα της φόρμας που της δόθηκε από τον επιμελητή – συγγραφέα του έργου. Η φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος παίζει έναν σημαίνοντα και διττό ρόλο καθώς αφού τοποθετεί σε ένα πρώτο επίπεδο τον αναγνώστη στα σαλόνια της εποχής, όπου οι κανόνες των καλών τρόπων κυριαρχούν και κρίνονται σε διαρκή βάση καθορίζοντας την καλή ή όχι φήμη του ατόμου, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο επιτρέπουν στον αναγνώστη να γνωρίσει τα πρόσωπα του έργου μέσω των προσωπικών επιστολών που γράφουν και ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Πέρα από τους τύπους, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και φαινομενικής ευπρέπειας που χαρακτηρίζουν τους εύπορους και καλλιεργημένους αριστοκράτες, μέσω της αλληλογραφίας αυτής ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας του πραγματικού πορτραίτου των προσώπων του έργου, που εκφράζονται σαν μονάδες χωρίς τον φόβο της κατακραυγής από τον περίγυρό τους.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την παράσταση, το 1933 την περίοδο της ανόδου του ναζισμού και πιο συγκεκριμένα στις 27 Φεβρουαρίου 1933, ημερομηνία του εμπρησμού της Γερμανικής Βουλής, γεγονός σχεδιασμένο από τον Χίτλερ. Μέσα σ’ ένα ασφυκτικό και ιδιαίτερα επικίνδυνο κοινωνικοπολιτικό κλίμα, μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων της αστικής τάξης, με προεξάρχον ένα σχεδόν διαβολικό ζευγάρι, τον Βαλμόν και την Μερτέιγ, αδιαφορώντας εντελώς για τις πολιτικές συνθήκες, ζει με τον πιο απελεύθερο εγωτικό και κυνικό τρόπο τη ζωή της. Ο Κιμούλης σκηνοθέτης στήνει μια έξυπνη παράσταση με γρήγορους ρυθμούς, που δανείζεται κινηματογραφικές τεχνικές και διαθέτει γοητεία, κοφτερό χιούμορ και μια υποβόσκουσα αίσθηση απειλής. Γιατι, εκεί, όχι πολυ μακριά απο τα κομψά μπουντουάρ και τα υψηλά σαλόνια της γαλλικής αριστοκρατίας, πίσω απο τα θροϊσματα των πολυτελών υφασμάτων, τα σαρδόνια μειδιάσματα και τους αισθησιακούς αναστεναγμούς, σέρνεται η ηθική παρακμή και η ξεδιάντρωπη απανθρωπιά, που απογυμνώνει τον άνθρωπο απο κάθε τι καλό. Και σαν ένα αλλόκοτο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, συγχρωτίζεται σ'ενα επικίνδυνο και αταίριαστο σμίξιμο, η ομορφιά με την ασχήμια, το καλό με το κακό, η αφέλεια και η άγνοια με την διαβολικότητα και την διαστροφή. Όπως ένας λαός αφέθηκε να γοητευτεί και εμπιστεύτηκε την τύχη του σε έναν εγκληματία λαοπλάνο, έτσι και ένα ζευγάρι παλιανθρώπων τόσο θεαματικά αχρείων και τόσο ολόψυχα αφοσιωμένων στο κακό, παρασύρουν συνανθρώπους τους - φέροντας, ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης - σε έναν αναίσχυντο ηθικό ξεπεσμό, με τραγική για κάποιους κατάληξη. Με όπλο τον έρωτα,και δυο απο τις πολλές ιδιότητες, με τις οποιες αυτός ενδύεται: τη βαθύτητα και την τραχύτητα, όλα μπορούν να συμβούν μέσα απο ένα επιστολικό δράμα ίντριγκας, αποπλάνησης και προδοσίας. Και, όπως ο συγγραφέας, έτσι και ο σκηνοθέτης, εμποδίζει αυτό το φιλήδονο και ματαιόδοξο ζευγάρι εραστών να γίνουν καρικατούρες ή γελοίοι, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμμιά διέξοδος, καμμιά δικαιολογία, καμμιά διαφυγή απο την κόλαση, στην οποία περιμένει ο ένας τον άλλον. Μέσα απο το χιούμορ και τις καυστικές ατάκες, διαισθανόμαστε την καιόμενη ψύχρα μιας ύπουλης μεγαλειώδους φάρσας, και παρακολουθούμε με την ενοχή του παρατηρητή που αδημονεί να φτάσει στο τέλος της, γνωρίζοντας ότι θα υπάρξουν ανθρώπινα θύματά της, νικητές και ηττημένοι. (;)
Η χημεία των δυο πρωταγωνιστών είναι αδιαμφισβήτητη - αυτό αποτελεί και το δυνατό χαρτί της παράστασης- ο καθένας απο τους δυο κεντά στο ρόλο του διαβολικού εραστή: Ο Κιμούλης ηθοποιός, βρίσκεται στο στοιχείο του, διαθέτει σκηνική άνεση και ωριμότητα, την γοητεία και τον ζαμανφουτισμό ενός καλοζωϊσμένου μπον βιβέρ, που αισθάνεται και φέρεται ανώτερος, σαν να βρίσκονται όλοι κάτω απο την μπότα του, έτοιμοι να υποστούν αμέτοχοι και παθητικοί, τα μαρτύρια που αυτός θα επιλέξει να τους υποβάλλλει. Η πλάστιγγα, πάντως γέρνει υποκριτικά προς τη μεριά του χιούμορ και της έξυπνης ατάκας, πιότερο απο την σκοτεινή και διαστροφική πλευρά του χαρακτήρα του. Η διαστροφή διαταράσσει την φαινομενική ευπρέπεια στην υπέροχη ερμηνεία της Εβελίνας Παπούλια, η οποία στο ρόλο της σατανικής Μερτέϊγ, κλέβει την παράσταση στα σημεία, ρολάροντας ανάλαφρα μεταξύ ειρωνίας, φαρμακερής γοητείας και επιτηδευμένης "καλοσύνης", χαρίζοντας ύπουλα χαμόγελα και υποσχέσεις, κρύβοντας καλά τη μαύρη της ψυχή. Αρκετά καλή η Μάρα Δαρμουσλή, στο ρόλο της ερωτομανούς, ραδιούργας Βολάνς, παρουσιάζει ωστόσο κάποιες υποκριτικές αδυναμίες.
Πειστικός ο Σπύρος Σαραφιανός, στο ρόλο του αδίστακτου βιομήχανου. Χαριτωμένη και ταιριαστή στο ρόλο της αρχικά αθώας Σεσίλ, η νεαρή ηθοποιός Νάνσυ Μπούκλη. Δεν μπορεί να σηκώσει το ρόλο της τραγικής Μαρίας, η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, παραμένει ανέκφραστη και θαμπή, σε όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις της ηρωϊδας της, είναι έξω απο τον ευαίσθητο ψυχισμό της ερωτοχτυπημένης.Τουρβέλ. Δεν χρειάζονται πολλά, να κάνει η Μάρω Κοντού, για να θαυμάσουμε το ταλέντο της, που δεν έχει χάσει τίποτα απο την λάμψη του, μετά απο τόσα χρόνια καρριέρας. Όμορφα και ταιριαστά τα σκηνικά και τα κοστούμια αναδύουν τον απαραίτητο αέρα πολυτέλειας. Τα μεγάλα πολυμορφικά παραβάν, αξιοποιούνται στο μέγιστο, μεταφέροντας μας, απο σκηνή σε σκηνή,, ορίζοντας τις αλλαγές τόπου και χρόνου. Η αξιοποίηση της κινηματογράφησης, αγγίζει την υπερβολή, χωρίς, όμως να επηρεάζει αισθητά τη ροή της παράστασης. Οι φωτισμοί, τέλος, χάνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ατμόσφαιρες, συμβάλλοντας, μόνο στο λειτουργικό κομμάτι. Μια ακριβή και καλαίσθητη παραγωγή, που διαθέτει καλό καστ, άφθονη γοητεία και σαρκασμό, διαβρωτικό χιούμορ και ίσως, αν θελήσουμε να κρυφοκοιτάξουμε, πίσω απο την πολυτελή κουρτίνα, θα διακρίνουμε, το αυγό του φιδιού, (μέσα στην δική μας αυλή) αυτό που η Γηραιά Αλβιόνα, θρέφει εδώ και καιρό και θα διαπιστώσουμε, ότι είμαστε όλοι συνένοχοι. Προλαβαίνουμε, άραγε;
διασκευή - σκηνοθεσία:Γιώργος Κιμούλης
σκηνικά- φωτισμοί: Pawel Dobrzycki
κοστούμια: Σοφία Νικολαϊδη.
παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Εβελίνα Παπούλια,Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους,
Μάρα Δαρμουσλή, Σπύρος Σαραφιανός,Λάμπρος Κτεναβός, Νάνσυ Μπούκλη, Μάρω Κοντού.
Θεάτρο ΑΛΜΑ, Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου 15 -17, Αθήνα
Ημέρες και Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 8:00μ.μ.
Πέμπτη, Παρασκευή στις 9:15μ.μ.
Σάββατο (2 παραστάσεις) 6:15 μ.μ. (λαϊκή απογευματινή)
& 9:15μ.μ.(βραδινή), Κυριακή στις 8:00μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος 20€ πλατεία και 18€ εξώστης
Σάββατο (βραδινή) 22€ πλατεία και 20€ εξώστης
(λαϊκή απογευματινή) 18€ πλατεία και 16€ εξώστης
Μειωμένο (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, Πολύτεκνοι, άνω των 65) 15€
Ανέργων: 12€ για όλες τις παραστάσεις
Πληροφορίες-κρατήσεις: 210-8938250