Έχω κάνει τόσο πολλές ταινίες παίζοντας την πόρνη που δεν με πληρώνουν πια κανονικά
αφήνουν τα λεφτά στο κομοδίνο."
αφήνουν τα λεφτά στο κομοδίνο."
Παίρνοντας το όνομά της από τη Σίρλεϊ Τεμπλ, η Σίρλεϊ Μακλίν Μπίτι (όπως είναι το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1934 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής ψυχολογίας, ενώ είχε δουλέψει και ως κτηματομεσίτης και η μητέρα της ήταν καθηγήτρια δραματικής τέχνης από τον Καναδά. Μικρότερος αδελφός της είναι ο επίσης διάσημος ηθοποιός, Γουόρεν Μπίτι. Μετακομίζοντας αρκετές φορές ως παιδί λόγω της δουλειάς του πατέρα της, άλλαξε πολλά σχολεία, ενώ στην παιδική αυτή ηλικία έκανε και μπαλέτο, εκφράζοντας, μάλιστα, πάθος γι’ αυτό, μη χάνοντας ούτε ένα μάθημα. Λόγω του ύψους της και της έλλειψης αγοριών στην τάξη της, πολύ συχνά βρισκόταν σε αντρικούς ρόλους σε διάφορες παραστάσεις που έδινε με το μπαλέτο, όπως στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Ωραία Κοιμωμένη» κ.ά. Παρά το πάθος της, όμως, αποφάσισε ότι το να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπαλέτο δεν ήταν αυτό που ήθελε, συν του ότι η σωματική της διάπλαση δυσκόλευε τα πράγματα. Στο σχολείο ήταν στις μαζορέτες, ενώ έπαιρνε μέρος και στις σχολικές παραστάσεις και μόλις άφησε το μπαλέτο, κυνήγησε το χορό μέσα από τις παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ. Το καλοκαίρι πριν τελειώσει το σχολείο, μάλιστα, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας να κυνηγήσει καριέρα στο Μπρόντγουεϊ και αφότου τέλειωσε το σχολείο, επέστρεψε και αντικαθιστώντας την Κάρολ Χάνεϊ στο μιούζικαλ «The Pajama Game», ξεδίπλωσε το ταλέντο της, το οποίο έγινε αντιληπτό από έναν παραγωγό που της προσέφερε δουλειά (πενταετές συμβόλαιο με την Paramount Pictures) – αν και με τον συγκεκριμένο παραγωγό, αργότερα κατέληξαν σε μηνύσεις. Τρεις μήνες αργότερα, η Μακ Λέιν γύριζε ήδη το «Ποιος σκότωσε τον Χάρι;» (1955) σκηνοθεσίας Άλφρεντ Χίτσκοκ, το οποίο αποτέλεσε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο και της χάρισε υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA. Στο μεταξύ, δέχεται πρόταση γάμου από το σύντροφό της, Στιβ Πάρκερ, ο οποίος υπήρξε επίσης παραγωγός και σε ηλικία μόλις 20 ετών δέχεται να γίνει γυναίκα του, μη νιώθοντας έτοιμη, αλλά για να μην τον χάσει. Μαζί παραμένουν μέχρι και το 1982 που χωρίζουν, έχοντας αποκτήσει μια κόρη. Στη συνέχεια του 1955 βρίσκεται μαζί με τον Ντιν Μάρτιν και τον Τζέρι Λιούις στην κομεντί-μιούζικαλ «Artists and models» και μετά την οικογενειακή περιπέτεια «Around the world in eighty days» (1956) του Μάικλ Άντερσον, το γουέστερν «Sheepman» (1958) του Τζορτζ Μάρσαλ, την αισθηματική κομεντί «Έτοιμοι για γάμο» (1958) με τον Άντονι Πέρκινς κ.ά., βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου και για Χρυσή Σφαίρα, με την ταινία «Το στίγμα του κολασμένου» σκηνοθεσίας Βιντσέντε Μινέλι, μαζί με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Ντιν Μάρτιν στο πρωταγωνιστικό καστ. Υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα έχει και το 1959 με την κομεντί «Ask any girl», η οποία της χαρίζει το βραβείο BAFTA, αλλά και βράβευση από Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, ενώ λίγο αργότερα συναντά ξανά τον Ντιν Μάρτιν στα πλατό του «Career». Μάλιστα, όπως έχει η ίδια δηλώσει, ο Ντιν Μάρτιν ήταν γι’ αυτήν πολύ αστείος – περισσότερο από τον Τζέρι Λιούις -, αφού τον χαρακτήριζε άνθρωπο με αυθόρμητο χιούμορ.
Είχε βρει τη δουλειά στις μικρές αγγελίες: ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών αναζητούσε ημιταλαντούχα νεαρά να τραβήξει το βλέμμα των περαστικών στη βιτρίνα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και αρκετοί περίεργοι βρέθηκαν να παρακολουθούν τη νεαρή κοκκινομάλλα με τις φακίδες και τα λακκάκια να επιδίδεται σε ένα αυτοσχέδιο νούμερο.. Ο Μπομπ Φος, σκηνοθέτης του «Σουίτ Τσάριτι» και μέντοράς της στα μιούζικαλ, είχε καταλήξει ότι «η Σίρλεϊ αντικαθιστά με τον έμφυτο ενθουσιασμό και το μπρίο της όσα της λείπουν από τη χορευτική της δεξιοτεχνία»
Μέσα στη δεκαετία του ’60 η Μακ Λέιν αφοσιώνεται στην καριέρα της και κάνει πολλές ταινίες. Το 1960 βρίσκεται ξανά με τον Φρανκ Σινάτρα (με τον οποίο είχε μια πολύ καλή συναδελφική σχέση) στο μιούζικαλ-κομεντί «Can-can» σκηνοθεσίας Γουόλτερ Λανγκ και το 1961 βρίσκεται ξανά υποψήφια για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου, ενώ βραβεύεται από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας και παίρνει στα χέρια της τη Χρυσή Σφαίρα, το βραβείο BAFTA και άλλα βραβεία, με την ταινία «Η γκαρσονιέρα» του Μπίλι Γουάιλντερ, η οποία σημείωσε και εμπορική επιτυχία. H ίδια, μάλιστα, δήλωσε αργότερα πως πίστευε ότι το Όσκαρ θα κατέληγε στα χέρια της, αλλά τελικά το έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το «Butterfield 8». Το 1961 βρίσκεται με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Τζέιμς Γκάρνερ στη δραματική ταινία «Οι ψίθυροι» του Γουίλιαμ Γουάιλερ κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και το 1962 μεταμορφώνεται σε γκέισα στην κομεντί «My geisha» σκηνοθεσίας Τζακ Κάρντιφ. Υποψήφια για Όσκαρ είναι ξανά το 1963 με την αισθηματική κομεντί «Η τροτέζα», όπου υποδύεται μια περήφανη και δημοφιλή κυρία του… δρόμου, στο πλευρό του Τζακ Λέμον, με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μπίλι Γουάιλντερ και πάλι. Η ταινία, μάλιστα, βγήκε και σε ριμέικ το 1972 στο γαλλικό κινηματογράφο και η Μακ Λέιν κερδίζει την εύνοια τόσο των κριτικών, όσο και του κοινού.Στην «Κίτρινη Ρολς Ρόις» συναντά την Ίγκριντ Μπέργκμαν και στο «Η κυρία και οι άνδρες της» απαρτίζει το πρωταγωνιστικό καστ μαζί με τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, κερδίζοντας ξανά υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας βρίσκεται σε διάφορες ταινίες, όπως στο «Gambit» το 1966 με τον Μάικλ Κέιν κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, στη δραματική κομεντί «7 φορές γυναίκα» του Βιτόριο Ντε Σίκα σε 7 διαφορετικούς ρόλους, με τον Πίτερ Σέλερς επίσης στο πρωταγωνιστικό καστ και τις Χρυσές Σφαίρες και πάλι να την περιλαμβάνουν στις υποψηφιότητες, στο «Sweet charity» το 1969 κ.ά., ενώ το 1967 είναι και μέλος της επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
«Η δολοφονία των Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τραυμάτισαν το πατριωτικό μου όραμα. Ποιος έμενε πια; Σε ποιον θα πίστευα τώρα;». Δεν δίστασε να ταξιδέψει αρκετές φορές στον Νότο, να ζήσει μαζί με οικογένειες μαύρων «Είδα λευκούς αστυνομικούς να σταματούν το αυτοκίνητό μου και να με υποβάλουν σε σωματική έρευνα επειδή είχα "νέγρους" στο πίσω κάθισμα. Είδα την Κου Κουξ Κλαν να βάζει φωτιά σε ένα σταυρό έξω από το σπίτι της οικογένειας με την οποία ζούσα».
Μέσα στη δεκαετία του ’70 η κινηματογραφική της δραστηριότητα δεν είναι τόσο συχνή, ενώ βρίσκεται και στην τηλεόραση, με την τηλεοπτική σειρά «Shirley’s world» (1971-1972). Το 1970 πρωταγωνιστεί στο «Οι γύπες πετούν χαμηλά» μαζί με τον Κλιντ Ίστγουντ και με σκηνοθέτη τον Ντον Σίγκελ, ο οποίος, μάλιστα, δήλωσε ότι η Μακ Λέιν είναι μια πολύ σκληρή γυναίκα, όχι και τόσο θηλυκή, που δεν αισθάνεται κανείς εύκολα «ζεστασιά» δίπλα της.Το 1971 βραβεύεται από το φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου για την ερμηνεία της στο «Desperate characters» και μετά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο θρίλερ «The possession of Joel Delaney» το 1972, αρνείται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη δραματική, αισθηματική ταινία «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» (1974) του Μάρτιν Σκορτσέζε, με το ρόλο να πηγαίνει τελικά στην Έλεν Μπέρστιν, η οποία κερδίζει Όσκαρ γι’ αυτό το ρόλο. Η Μακ Λέιν δηλώνει ότι τελικά μετάνιωσε που αρνήθηκε το ρόλο σκεπτόμενη «Μα ποιος είναι αυτός ο Σκορτσέζε;». Το 1975 γράφει και σκηνοθετεί το ντοκιμαντέρ «The other half of the sky: A China memoir» για τη ζωή στην Κίνα και βρίσκεται και πάλι υποψήφια για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.
To 1977 βλέπει ξανά το όνομά της στις υποψηφιότητες για Όσκαρ στην ταινία «The turning point» του Χέρμπερτ Ρος, η οποία βρίσκεται υποψήφια για 11 Όσκαρ, όπου υποδύεται μια πρώην χορεύτρια, μαζί με την Αν Μπάνκροφτ. Την περίοδο των γυρισμάτων, η Μακ Λέιν δηλώνει αργότερα ότι αλλάζει λίγο νοοτροπία κι αρχίζει να την απασχολεί περισσότερο το μέλλον, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν είχε ποτέ τα άγχη των άλλων ηθοποιών για την εξωτερική της εμφάνιση, καθώς δεν υπήρξε ποτέ sex symbol κι αυτό την απάλλασσε από το στρες που κάτι τέτοιο θα της δημιουργούσε.Το 1979 συμπρωταγωνιστεί με τον Πίτερ Σέλερς στη δραματική κομεντί «Να είστε εκεί κύριε Τσανς» σκηνοθεσίας Χαλ Άσμπι, βλέποντας πάλι το όνομά της στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα και BAFTA. Μια χρονιά αργότερα συμπρωταγωνιστεί με τον Άντονι Χόπκινς στη δραματική κομεντί «A change of seasons», οι δυο τους, όμως, δεν τα πάνε καθόλου καλά και ο Χόπκινς συγκεκριμένα δηλώνει ότι είναι μια από τις πιο αντιπαθητικές ηθοποιούς που έχει ποτέ δουλέψει. Μάλιστα, ο ίδιος βρίσκεται υποψήφιος και για Χρυσό Βατόμουρο, μην κρατώντας πολύ καλές αναμνήσεις από αυτή την ταινία.
To 1977 βλέπει ξανά το όνομά της στις υποψηφιότητες για Όσκαρ στην ταινία «The turning point» του Χέρμπερτ Ρος, η οποία βρίσκεται υποψήφια για 11 Όσκαρ, όπου υποδύεται μια πρώην χορεύτρια, μαζί με την Αν Μπάνκροφτ. Την περίοδο των γυρισμάτων, η Μακ Λέιν δηλώνει αργότερα ότι αλλάζει λίγο νοοτροπία κι αρχίζει να την απασχολεί περισσότερο το μέλλον, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν είχε ποτέ τα άγχη των άλλων ηθοποιών για την εξωτερική της εμφάνιση, καθώς δεν υπήρξε ποτέ sex symbol κι αυτό την απάλλασσε από το στρες που κάτι τέτοιο θα της δημιουργούσε.Το 1979 συμπρωταγωνιστεί με τον Πίτερ Σέλερς στη δραματική κομεντί «Να είστε εκεί κύριε Τσανς» σκηνοθεσίας Χαλ Άσμπι, βλέποντας πάλι το όνομά της στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα και BAFTA. Μια χρονιά αργότερα συμπρωταγωνιστεί με τον Άντονι Χόπκινς στη δραματική κομεντί «A change of seasons», οι δυο τους, όμως, δεν τα πάνε καθόλου καλά και ο Χόπκινς συγκεκριμένα δηλώνει ότι είναι μια από τις πιο αντιπαθητικές ηθοποιούς που έχει ποτέ δουλέψει. Μάλιστα, ο ίδιος βρίσκεται υποψήφιος και για Χρυσό Βατόμουρο, μην κρατώντας πολύ καλές αναμνήσεις από αυτή την ταινία.
"Από τη μια πλευρά ο Φρανκ Σινάτρα παθιασμένος με τα μαρτίνι και από την άλλη εγώ με τις τσικλόφουσκες. Πάντα μασούσα τσίκλα ώσπου να ακούσω τον σκηνοθέτη να φωνάζει «Πάμε!». Ο Φρανκ γελούσε, με έβρισκε πολύ αστεία όταν αναζητούσα εναγωνίως ένα μέρος να την πετάξω. Μια μέρα ακούστηκε το «Πάμε!» και εγώ πήρα την τσίκλα και την κόλλησα πίσω από το αφτί του Φρανκ. Εκείνος έσπρωξε το αφτί του προς τα πίσω για να μην την αφήσει να πέσει. Αυτό έγινε έκτοτε το παιχνίδι και ουδείς μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Φρανκ πάντοτε άγγιζε το αφτί του πριν από κάθε σκηνή."
Το 1983, μετά από 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ, καταφέρνει να κερδίσει το χρυσό αγαλματίδιο για την ερμηνεία της στην ταινία «Σχέσεις στοργής» με τη Ντέμπρα Γουίνγκερ και τον Τζακ Νίκολσον, όπου υποδύεται τη μητέρα της Γουίνγκερ. Η ταινία καταφέρνει όχι μόνο να κερδίσει τους κριτικούς, αλλά και να κάνει εμπορική επιτυχία με εισπράξεις που ξεπερνούν τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Μετά από τη βράβευσή της, όμως, η επόμενή της δουλειά («Cannonball run II») τη φέρνει για πρώτη (και τελευταία) φορά στις υποψηφιότητες για… Χρυσό Βατόμουρο χειρότερης ηθοποιού. Το 1988 κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στη μουσική, δραματική ταινία «Madame Sousatzka», όπου υποδύεται τη μετανάστρια καθηγήτρια πιάνου και το 1989 σκηνοθετείται και πάλι από τον Χέρμπερτ Ρος στις «Ανθισμένες μανόλιες» όπου συναντά ένα λαμπερό καστ με την Τζούλια Ρόμπερτς, την Ολυμπία Δουκάκις, τη Σάλι Φιλντ, τη Ντόλι Πάρτον κ.ά. Στη συνέχεια βρίσκεται στα χέρια του Μάικ Νίκολς και συμπρωταγωνιστεί με τη Μέριλ Στριπ στη δραματική κομεντί «Postcards from the edge», ενώ άλλες ταινίες στις οποίες τη βλέπουμε στη δεκαετία του ’90 είναι η δραματική κομεντί «Used people» (1992), η κομεντί «Guarding Tess» (1994) με τον Νίκολας Κέιτζ (η οποία τη φέρνει για… 16η φορά υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα), η κομεντί «Mrs. Winterbourne» κ.ά.
Το 2000 η Μακ Λέιν δοκιμάζει και πάλι την τύχη της (μετά το ντοκιμαντέρ του 1975) στη σκηνοθεσία, με τη δραματική κομεντί «Bruno», στης οποίας βρίσκεται και στο πρωταγωνιστικό καστ, εκτός από τη θέση του σκηνοθέτη. Οι σκηνοθετικές της ικανότητες, όμως, αυτή τη φορά δεν βραβεύονται. Στις αρχές της δεκαετίας τη βρίσκουμε στην τηλεόραση με διάφορες τηλεταινίες, ενώ στη συνέχεια επιστρέφει στον κινηματογράφο και το 2005 συναντά τη Νικόλ Κίντμαν στη «Μάγισσα» της Νόρα Έφρον και με το «Έλα στη θέση μου» με την Κάμερον Ντίαζ, συνεχίζει να αυξάνει τις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα.Την ίδια χρονιά συναντά τη Τζένιφερ Άνιστον και τον Κέβιν Κόστνερ στην αισθηματική κομεντί «Οι φήμες λένε…» και στη συνέχεια βρίσκεται με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στη δραματική ταινία «Closing the ring» (2007), σκηνοθετείται από τον Γκάρι Μάρσαλ κι έχει ένα μικρό ρόλο μέσα στο νεανικό καστ του «Valentine’s day» (2010). Εκτός από τον κινηματογράφο, η Μακ Λέιν ασχολείται και με τη συγγραφή βιβλίων, με πολλά από αυτά (όπως το «Out on a limb» και το «Dancing in the light») να πραγματεύονται το ενδιαφέρον της για τη μεταφυσική και το New Age κίνημα. Ακόμη, είναι έντονα πολιτικοποιημένη, έχει ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ταξιδεύοντας αρκετές φορές στο νότο για να περάσει χρόνο με οικογένειες μαύρων. Παραδέχεται ότι ήθελε πάντα να είναι καλλιτέχνις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να είναι και εμπορική, ενώ αναφέρει ότι όπως σε κάθε ηθοποιό, έτσι και σε αυτή, ζουν μέσα της πολλοί άνθρωποι και πολλές ζωές. Γι’ αυτό και ποτέ κανείς δεν την χαρακτήρισε «βαρετή».
Το 2000 η Μακ Λέιν δοκιμάζει και πάλι την τύχη της (μετά το ντοκιμαντέρ του 1975) στη σκηνοθεσία, με τη δραματική κομεντί «Bruno», στης οποίας βρίσκεται και στο πρωταγωνιστικό καστ, εκτός από τη θέση του σκηνοθέτη. Οι σκηνοθετικές της ικανότητες, όμως, αυτή τη φορά δεν βραβεύονται. Στις αρχές της δεκαετίας τη βρίσκουμε στην τηλεόραση με διάφορες τηλεταινίες, ενώ στη συνέχεια επιστρέφει στον κινηματογράφο και το 2005 συναντά τη Νικόλ Κίντμαν στη «Μάγισσα» της Νόρα Έφρον και με το «Έλα στη θέση μου» με την Κάμερον Ντίαζ, συνεχίζει να αυξάνει τις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα.Την ίδια χρονιά συναντά τη Τζένιφερ Άνιστον και τον Κέβιν Κόστνερ στην αισθηματική κομεντί «Οι φήμες λένε…» και στη συνέχεια βρίσκεται με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στη δραματική ταινία «Closing the ring» (2007), σκηνοθετείται από τον Γκάρι Μάρσαλ κι έχει ένα μικρό ρόλο μέσα στο νεανικό καστ του «Valentine’s day» (2010). Εκτός από τον κινηματογράφο, η Μακ Λέιν ασχολείται και με τη συγγραφή βιβλίων, με πολλά από αυτά (όπως το «Out on a limb» και το «Dancing in the light») να πραγματεύονται το ενδιαφέρον της για τη μεταφυσική και το New Age κίνημα. Ακόμη, είναι έντονα πολιτικοποιημένη, έχει ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ταξιδεύοντας αρκετές φορές στο νότο για να περάσει χρόνο με οικογένειες μαύρων. Παραδέχεται ότι ήθελε πάντα να είναι καλλιτέχνις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να είναι και εμπορική, ενώ αναφέρει ότι όπως σε κάθε ηθοποιό, έτσι και σε αυτή, ζουν μέσα της πολλοί άνθρωποι και πολλές ζωές. Γι’ αυτό και ποτέ κανείς δεν την χαρακτήρισε «βαρετή».
"Στα τρία χρόνια που άνθησε η σχέση μας με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ ανακάλυψα στο πρόσωπό του ένα πολύπλοκο μυστήριο. Τον έβλεπα όπως ακριβώς ήταν: σύνθετος, πνευματώδης, ντροπαλός στα όρια της αποξένωσης και παντελώς ανίκανος να εκφράσει τις επιθυμίες του... Ιδανική περίπτωση για μένα. Εγινε ένα είδος αντικειμένου έρευνας."
Σοκάρει με την αυτοβιογραφία της
Η Σίρλεϊ Μακλέιν δηλώνει µονογαµικός τύπος. Και το ανακάλυψε – όπως λέει – µια µέρα που είχε βρεθεί διαδοχικά µε τρεις άνδρες. Βέβαια για κάποιον που δεν γνωρίζει, το στοιχείο αυτό – της µονογαµικότητας– ακούγεται λογικό. Ηταν παντρεµένη µε τον ίδιο άνδρα επί 28 χρόνια. Με τον κατά 12 χρόνια µεγαλύτερο της, κινηµατογραφικό παραγωγό τότε και µετέπειτα επιχειρηµατία Στιβ Πάρκερ χώρισαν το 1982. «Από την αρχή ήταν ένας ανοιχτός γάµος. Πολύ ανοιχτός γάµος», λέει. Στη διάρκεια του οποίου είχε πολλές µονογαµικές σχέσεις. Στο «παλµαρέ» της εµφανίζονται τα ονόµατα των Ρόµπερ Μίτσαµ, Ντάνι Κέι, του αυστραλού πρώην υπουργού Εξωτερικών Αντριου Πίκοκ, του δολοφονηµένου σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλµε.
Οπως το βλέπει εκείνη, είχε έναν ευτυχισµένο γάµο µε τον Πάρκερ, για τον οποίο έχει να λέει πως «υπήρξε σύζυγος, φίλος και συµβουλάτορας». Στους «Times» του Λονδίνου αποκαλύπτει το µυστικό της: «Πιάσε εραστή. Εγώ τους άλλαζα κάθε τρία χρόνια». Για τους άνδρες στη ζωή της µιλά σχεδόν ανέκφραστα. Γενικώς για το παρελθόν δεν της αρέσει να µιλά. Μια υποψία συναισθήµατος γίνεται αντιληπτή µόνο όταν φτάνει η κουβέντα στον Πάλµε. «∆εν χωρίσαµε, αλλά κάναµε µια συµφωνία να είµαστε ξανά µαζί, αλλά τον σκότωσαν. ∆εν είχαµε συµπληρώσει τρία χρόνια µαζί και σκέφτηκα ότι θα µπορούσαµε να αντέξουµε ακόµη έναν χρόνο. Ηταν λαµπρός άνθρωπος, έξοχος ηγέτης. ∆εν ήταν εµφανίσιµος ούτε σωµατώδης, ο τύπος του άνδρα που µου άρεσε. ∆εν πίστευε σε τίποτα από όσα πίστευα. Θαύµαζα το πνεύµα του. Ελάχιστοι διανοούµενοι µε αριστερή σκέψη είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον µου και όλοι ήταν καχύποπτοι µε τα µεταφυσικά µου. Ο Πάλµε σχεδίαζε να έρθει στη Νέα Υόρκη, ως γενικός γραµµατέας του ΟΗΕ. Μία εβδοµάδα πριν τον δολοφονήσουν είχαµε µιλήσει στο τηλέφωνο. Ο χαµός του µε συγκλόνισε». ∆εν µασάει τα λόγια της: «∆εν ένιωσε ποτέ σέξι, ακόµη και ως “Τροτέζα”. Χορεύτρια ήµουν. Και πάντοτε λειτουργούσα ως µέλος µιας οµάδας. ∆εν ένιωσα ποτέ ντίβα. Αυτό µε κράτησε. Ηταν το πλεονέκτηµά µου». Μια φορά απευθύνθηκε σε αισθητικό χειρουργό. Εκανε λίφτινγκ στα πενήντα της και έκτοτε είναι συµφιλιωµένη µε τις ρυτίδες της.
Στο βιβλίο της αφιερώνει στο σώµα της ένα κεφάλαιο υπό τον τίτλο «I’m not over vanity, but I’m trying» (∆εν ξεπέρασα τη µαταιοδοξία, αλλά προσπαθώ). Είναι µια από τις ελάχιστες εµµονές της νιότης που δεν µπόρεσε να αλλάξει, ίσως διότι µεγάλωσε στον τόπο που καλλιέργησε τον «φασισµό της εικόνας του σώµατος», το Χόλιγουντ. Κάποτε ίσως ήταν χειρότερα από ό,τι τώρα. Ισως γιατί ήταν η εποχή των µεγάλων στούντιο. Στην ταινία “Ποιος σκότωσε τον Χάρι“ (σ.σ. έκανε το κινηµατογραφικό ντεµπούτο της) ο Χίτσκοκ ήθελε να τρώµε µαζί. Την πρώτη εβδοµάδα κιόλας είχα πάρει πέντε κιλά. “Τι πας και κάνεις;”, µε παρατήρησε ο πρόεδρος της Paramount. “Πάµε να κάνουµε µοντάζ στις σκηνές σου και από τη µία στην άλλη είναι σαν να βλέπουµε άλλον άνθρωπο”. Ηµουν σχεδόν 62 κιλά κι εκείνοι συµπεριφέρονταν λες και τους ανήκα. Συνέχισα να τρώω µέχρι να τελειώσουν τα γυρίσµατα...».
Η Σίρλεϊ Μακλέιν δηλώνει µονογαµικός τύπος. Και το ανακάλυψε – όπως λέει – µια µέρα που είχε βρεθεί διαδοχικά µε τρεις άνδρες. Βέβαια για κάποιον που δεν γνωρίζει, το στοιχείο αυτό – της µονογαµικότητας– ακούγεται λογικό. Ηταν παντρεµένη µε τον ίδιο άνδρα επί 28 χρόνια. Με τον κατά 12 χρόνια µεγαλύτερο της, κινηµατογραφικό παραγωγό τότε και µετέπειτα επιχειρηµατία Στιβ Πάρκερ χώρισαν το 1982. «Από την αρχή ήταν ένας ανοιχτός γάµος. Πολύ ανοιχτός γάµος», λέει. Στη διάρκεια του οποίου είχε πολλές µονογαµικές σχέσεις. Στο «παλµαρέ» της εµφανίζονται τα ονόµατα των Ρόµπερ Μίτσαµ, Ντάνι Κέι, του αυστραλού πρώην υπουργού Εξωτερικών Αντριου Πίκοκ, του δολοφονηµένου σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλµε.
Οπως το βλέπει εκείνη, είχε έναν ευτυχισµένο γάµο µε τον Πάρκερ, για τον οποίο έχει να λέει πως «υπήρξε σύζυγος, φίλος και συµβουλάτορας». Στους «Times» του Λονδίνου αποκαλύπτει το µυστικό της: «Πιάσε εραστή. Εγώ τους άλλαζα κάθε τρία χρόνια». Για τους άνδρες στη ζωή της µιλά σχεδόν ανέκφραστα. Γενικώς για το παρελθόν δεν της αρέσει να µιλά. Μια υποψία συναισθήµατος γίνεται αντιληπτή µόνο όταν φτάνει η κουβέντα στον Πάλµε. «∆εν χωρίσαµε, αλλά κάναµε µια συµφωνία να είµαστε ξανά µαζί, αλλά τον σκότωσαν. ∆εν είχαµε συµπληρώσει τρία χρόνια µαζί και σκέφτηκα ότι θα µπορούσαµε να αντέξουµε ακόµη έναν χρόνο. Ηταν λαµπρός άνθρωπος, έξοχος ηγέτης. ∆εν ήταν εµφανίσιµος ούτε σωµατώδης, ο τύπος του άνδρα που µου άρεσε. ∆εν πίστευε σε τίποτα από όσα πίστευα. Θαύµαζα το πνεύµα του. Ελάχιστοι διανοούµενοι µε αριστερή σκέψη είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον µου και όλοι ήταν καχύποπτοι µε τα µεταφυσικά µου. Ο Πάλµε σχεδίαζε να έρθει στη Νέα Υόρκη, ως γενικός γραµµατέας του ΟΗΕ. Μία εβδοµάδα πριν τον δολοφονήσουν είχαµε µιλήσει στο τηλέφωνο. Ο χαµός του µε συγκλόνισε». ∆εν µασάει τα λόγια της: «∆εν ένιωσε ποτέ σέξι, ακόµη και ως “Τροτέζα”. Χορεύτρια ήµουν. Και πάντοτε λειτουργούσα ως µέλος µιας οµάδας. ∆εν ένιωσα ποτέ ντίβα. Αυτό µε κράτησε. Ηταν το πλεονέκτηµά µου». Μια φορά απευθύνθηκε σε αισθητικό χειρουργό. Εκανε λίφτινγκ στα πενήντα της και έκτοτε είναι συµφιλιωµένη µε τις ρυτίδες της.
Στο βιβλίο της αφιερώνει στο σώµα της ένα κεφάλαιο υπό τον τίτλο «I’m not over vanity, but I’m trying» (∆εν ξεπέρασα τη µαταιοδοξία, αλλά προσπαθώ). Είναι µια από τις ελάχιστες εµµονές της νιότης που δεν µπόρεσε να αλλάξει, ίσως διότι µεγάλωσε στον τόπο που καλλιέργησε τον «φασισµό της εικόνας του σώµατος», το Χόλιγουντ. Κάποτε ίσως ήταν χειρότερα από ό,τι τώρα. Ισως γιατί ήταν η εποχή των µεγάλων στούντιο. Στην ταινία “Ποιος σκότωσε τον Χάρι“ (σ.σ. έκανε το κινηµατογραφικό ντεµπούτο της) ο Χίτσκοκ ήθελε να τρώµε µαζί. Την πρώτη εβδοµάδα κιόλας είχα πάρει πέντε κιλά. “Τι πας και κάνεις;”, µε παρατήρησε ο πρόεδρος της Paramount. “Πάµε να κάνουµε µοντάζ στις σκηνές σου και από τη µία στην άλλη είναι σαν να βλέπουµε άλλον άνθρωπο”. Ηµουν σχεδόν 62 κιλά κι εκείνοι συµπεριφέρονταν λες και τους ανήκα. Συνέχισα να τρώω µέχρι να τελειώσουν τα γυρίσµατα...».
"Δεν γνωρίζω και πολλούς πραγματικά ευτυχισμένους ανθρώπους στο Χόλιγουντ. Ενα ζοφερό βλέμμα μοιάζει να ελλοχεύει πάντα μέσα στα μάτια των «φτασμένων». Είναι το βλέμμα της «απώλειας»... Καθένας από αυτούς δείχνει να νοσταλγεί τις παλιές καλές ημέρες του αγώνα για την επιβίωση."